Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert
Περίληψη: Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σήμερα είναι η διόγκωση του χρέους τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Μεγάλο μέρος αυτού του προβλήματος πηγάζει από την αύξηση ή διατήρηση αμετάβλητων των επιτοκίων χορήγησης των πιστωτικών ιδρυμάτων την δεκαετία 2009-2018. Στο παρόν άρθρο αναλύεται το πρόβλημα σε σχέση με την παράνομη και καταχρηστική πρακτική τραπεζών να μεταβάλλουν τα επιτόκια δανεισμού βάσει αόριστων και μη δυνάμενων να ελεγχθούν κριτηρίων.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σήμερα είναι η διόγκωση του χρέους τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα και, πλέον, Funds. Μεγάλο μέρος αυτού του προβλήματος πηγάζει από την αύξηση ή διατήρηση αμετάβλητων των επιτοκίων χορήγησης των πιστωτικών ιδρυμάτων την δεκαετία 2009-2018. Αν και τα βασικά επιτόκια αναφοράς (ΕΚΤ, EURIBOR) μειωνόντουσαν συνεχώς ήδη από τα τέλη του 2008, τα επιτόκια επιχειρηματικών χορηγήσεων των τραπεζών ακολουθούσαν σε άλλες περιπτώσεις σταθερή και σε άλλες ακόμα και αντίστροφη πορεία. Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα σήμερα να ζητείται από τις επιχειρήσεις να ρυθμίσουν ποσά τα οποία είναι δυσανάλογα του πραγματικού κόστους δανεισμού τους και σε κάθε περίπτωση αντίθετα με το εποπτικό δίκαιο των τραπεζών και το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή-δανειολήπτη. Ειδικότερα:
1. Σύμφωνα με σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος του 2004 (Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων 178/19-7-2004), όλα τα πιστωτικά ιδρύματα θα έπρεπε να εφαρμόζουν στα δάνεια κυμαινόμενων επιτοκίων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών δανείων, δείκτες επιτοκιακού χαρακτήρα, ευρέως διαδεδομένους και σε συνάρτηση με τις χρηματοδοτικές ανάγκες των τραπεζών, με παράδειγμα τα παρεμβατικά επιτόκια της ΕΚΤ, Εuribor, απόδοση οµολόγων, βραχυπρόθεσµων τίτλων κοκ. Οι δείκτες αυτοί μπορούν να τεθούν ως επιτόκιο βάσης πάνω στο οποίο υπάρχει η δυνατότητα να συμφωνηθεί όποιο περιθώριο επιθυμούν τα συμβαλλόμενα μέρη. Επομένως αν ένα επιχειρηματικό δάνειο χορηγούνταν με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor3m + 3% περιθώριο π.χ., ο δανειολήπτης ήταν σε θέση κάθε μέρα να ελέγξει και μόνος του το τρέχον επιτόκιο της σύμβασής του ανατρέχοντας απλώς σε μια οικονομική εφημερίδα ή στο διαδίκτυο για να μάθει το Euribor3m και προσθέτοντας κατόπιν το περιθώριο του 3%. Τα πιστωτικά ιδρύματα ωστόσο, κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους, αγνόησαν την υποχρεωτική αυτή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και συνέχιζαν να εφαρμόζουν το δικό τους επιτόκιο ως επιτόκιο βάσης του κυμαινόμενου επιτοκίου. Άλλες τράπεζες τo τιτλοφορούσαν “Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων”, άλλες “Βασικό Επιτόκιο Χρηματοδοτήσεων” κοκ. Η λογική ήταν η εξής: κάθε τράπεζα διαμόρφωνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα το δικό της επιτόκιο βάσης, κατά την δική της ανέλεγκτη κρίση, βάσει του οποίου μεταβαλλόταν το κυμαινόμενο επιτόκιο όλων των επιχειρηματικών της δανείων. Αυξάνοντας λ.χ. 0,5% το επιτόκιο βάσης η εκάστοτε τράπεζα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδά της κατά εκατομμύρια ευρώ, λόγω της αυτόματης σύνδεσης του δικού της επιτοκίου βάσης με όλα τα χορηγηθέντα επιχειρηματικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου. Ακόμα όμως και να θέτανε ως βάση λ.χ. το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, εντάσσανε, ενίοτε, μέσα στη σύμβαση τη φράση «δικαιούται να αναπροσαρμόσει» το οποίο σήμαινε αυτομάτως ότι ακόμα και να μειώνονταν το βασικό επιτόκιο, μπορούσε το πιστωτικό ίδρυμα να αφήσει τα συμβατικά επιτόκια ανέπαφα, αφού ήταν στη διακριτική του ευχέρεια να τα μεταβάλει ή όχι (βλ. πρόσφατα λ.χ. υπ΄αριθμ. 3979/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών: «Περαιτέρω σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους, η τράπεζα «είχε τη δυνατότητα» και όχι την υποχρέωση, να προβαίνει μονομερώς σε αναπροσαρμογή του επιτοκίου σε περίπτωση που οι συνθήκες της αγοράς το ευνοούσαν ή όταν το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ αυξανόταν αλλά και να διατηρεί αυτό σταθερό σε περίπτωση μείωσής του, διαψεύδοντας τις εύλογες προσδοκίες της ενάγουσας προς μείωση του επιτοκίου στην περίπτωση αυτή…»).
2. Φυσικά, θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι σε μια ελεύθερη οικονομία, αφού τα μέρη συμφώνησαν στο συγκεκριμένο επιτόκιο, δεν μπορεί εκ των υστέρων ο δανειολήπτης να “πάρει πίσω την υπογραφή του”. Το πρόβλημα, όμως, δεν έγκειται στην αρχική συμφωνία, που όντως δεν μπορεί να ελεγχθεί σε μια ελεύθερη οικονομία, όπου ο πιστολήπτης έχει την δυνατότητα να συγκρίνει και να επιλέξει την τράπεζα που του παρέχει το μικρότερο επιτόκιο δανεισμού• το πρόβλημα γεννάται μετά την σύναψη της σύμβασης και καθ΄ όλη την διάρκεια λειτουργίας του δανείου. Η τράπεζα ενώ έχει δεσμεύσει πλέον τον πιστολήπτη-πελάτη της, μπορεί μονομερώς να αυξάνει το επιτόκιο βάσης της και άρα το επιτόκιο όλων των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο που έχει χορηγήσει.
3. Ένας άλλος αντίλογος θα ήταν ότι οι τράπεζες μεταβάλανε τα βασικά τους επιτόκια χορηγήσεων με βάση το κόστος του χρήματος και τις συνθήκες της αγοράς, όπως εξάλλου αυτό οριζόταν και στις δανειακές συμβάσεις (στις συμβάσεις αναφέρονταν και άλλοι παράγοντες όπως π.χ. η διακύμανση του πληθωρισμού, ο γενικός και ειδικός πιστωτικός κίνδυνος, οι συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων κοκ). Η κρίση και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Χώρα μας και το πιστωτικό μας σύστημα, εξύψωσαν το κόστος δανεισμού και άρα αυτό έπρεπε να μετακυλιστεί στους δανειολήπτες. Κανένας όμως παράγοντας από αυτούς που αναφέρονταν στις συμβάσεις δεν ήταν αριθμητικά μετρήσιμος ώστε να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ο δανειολήπτης το επιτόκιο της σύμβασής του. Υπάρχουν πιστωτικά ιδρύματα όπου η κατάχρηση των συμβατικών αυτών όρων είναι εξόφθαλμη: παράλληλα με την ραγδαία πτώση των επιτοκίων της ΕΚΤ αυξάνανε τα δικά τους βασικά επιτόκια ή μειώνανε μεν τα βασικά επιτόκια αλλά σε αντιστάθμισμα αυξάνανε το περιθώριο. Για παράδειγμα, συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα σε τελικό επιτόκιο Euribor3m + 2% το 2010, λόγω μείωσης του επιτοκίου βάσης τα επόμενα χρόνια, αύξησε κατά 3% το περιθώριο με αποτέλεσμα το τελικό κυμαινόμενο επιτόκιο να παραμείνει στα ίδια σχεδόν επίπεδα.
4. Όσα αναφέρουμε εδώ είναι γνωστά στα πιστωτικά ιδρύματα και μάλιστα έχουν επιβληθεί κυρώσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος οι οποίες και έχουν επικυρωθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την απόφαση 2857/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας που κρίθηκε η νομιμότητα σχετικού προστίμου για ρήτρα κυμαινόμενου επιτοκίου την οποία έκανε χρήση συστημικό πιστωτικό ίδρυμα στις συμβάσεις του και η οποία συνέδεε το επιτόκιο με το κόστος του χρήματος, την διακύμανση του πληθωρισμού, τον γενικό και ειδικό πιστωτικό κίνδυνο κοκ. Κρίθηκε λοιπόν η σχετική ρήτρα ως παράνομη λόγω της πρόβλεψης στη δανειακή σύμβαση αόριστων και γενικόλογων κριτηρίων ως παραγόντων που επηρεάζουν τη μεταβολή του επιτοκίου και που ο μέσος συναλλασσόμενος δεν μπορεί να αντιληφθεί και να υπολογίσει.
5. Εξάλλου, στο παράνομο της πρακτικής αυτής καταλήγουμε λαμβάνοντας υπόψη και το δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή. Αφού ήδη από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφαση 13/2015) έχει κριθεί ότι και η δανειολήπτρια επιχείρηση είναι καταναλωτής, μπορούμε ευχερώς να εφαρμόσουμε το δίκαιο αυτό και στις περιπτώσεις χορήγησης επιχειρηματικών δανείων (ο νόμος μπορεί να τροποποιήθηκε προς το δυσμενέστερο το 2018, αλλά η νέα έννοια του «καταναλωτή», στην οποία μπορεί να ενταχθούν λιγότερες επιχειρήσεις βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, εφαρμόζεται για συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17/3/2018 και επομένως για τη μειοψηφία των προβληματικών δανείων). Η νομοθεσία, ελληνική και κοινοτική, απαγορεύει να χρησιμοποιούνται ρήτρες επιτοκίου που δεν είναι διαφανείς και που η διακύμανσή τους δεν μπορεί να ελεγχθεί ευχερώς από τον δανειολήπτη. Και φυσικά βασικό επιτόκιο τράπεζας το οποίο μεταβάλλεται βάσει αόριστων κριτηρίων όπως «του κόστους του χρήματος» ή «των συνθηκών της αγοράς και του ανταγωνισμού» δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι είναι ευχερώς ελέγξιμο από τον δανειολήπτη. Για το θέμα αυτό, έχουμε δεκάδες αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, όπως και συστάσεις του Συνηγόρου του Καταναλωτή, που κάνουν δεκτούς αυτούς τους ισχυρισμούς. (βλ. λ.χ. απόφαση ΔΕΕ Marc Gomez C-128/18: «Αποτελούν στοιχεία ιδιαιτέρως κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί συναφώς το εθνικό δικαστήριο, αφενός, το γεγονός ότι τα κύρια στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού είναι ευχερώς προσβάσιμα για όποιον σκοπεύει να συνάψει ενυπόθηκο δάνειο, μέσω της δημοσιεύσεως του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω επιτοκίου, καθώς και, αφετέρου, η παροχή πληροφοριών σχετικά με την παρελθούσα εξέλιξη του δείκτη βάσει του οποίου υπολογίζεται το εν λόγω επιτόκιο».).
6. Το μεγάλο ερώτημα που έρχεται άμεσα στο μυαλό του αναγνώστη είναι το εξής: αν υποθέσουμε ότι δεχόμαστε το παράνομο της συγκεκριμένης συμφωνίας κυμαινόμενου επιτοκίου, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Εδώ οι απόψεις ποικίλουν. Μία πρώτη άποψη δέχεται ότι θα πρέπει το αρχικό συμφωνηθέν επιτόκιο να επαναϋπολογιστεί βάσει των διακυμάνσεων του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, το οποίο θεωρείται ως ένα αντικειμενικό επιτόκιο μέτρησης του κόστους δανεισμού για τα πιστωτικά ιδρύματα. Μια άλλη άποψη θέλει το επιληφθέν δικαστήριο να καλεί τα μέρη να επαναδιαπραγματευτούν τον ελλείποντα όρο (βλ. απόφαση ΔΕΕ BANCA – C 269/2019 και υπ’ αριθμ. 3979/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών). Μια τρίτη άποψη θέλει το δάνειο να καθίσταται άτοκο με αποτέλεσμα να οφείλει το πιστωτικό ίδρυμα να επιστρέψει τους μέχρι τότε καταβληθέντες τόκους (βλ. περίπτωση λ.χ. αναγνώρισης ακυρότητας επιτοκίου υπερημερίας σε αποφάσεις ΔΕΕ C-96/16 και C-94/17). Μια τελευταία δε άποψη θέλει τη σύμβαση εξ ολοκλήρου άκυρη με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το δανεισθέν ποσό χωρίς τόκους.
7. Βάση της τελευταίας αυτής, και πιο ριζοσπαστικής άποψης, αποτελεί η σκέψη ότι δεν μπορεί να σταθεί σύμβαση δανείου χωρίς όρο επιτοκίου, εφόσον ο τελευταίος κριθεί άκυρος. Όπως απεφάνθη πρόσφατα το Εφετείο Αθηνών σε σχετική του απόφαση «… η εναγόμενη – τράπεζα, δεν θα επιχειρούσε τις δικαιοπραξίες αυτές, χωρίς τους καταχρηστικούς και άκυρους όρους, αλλά απέβλεπε σ’ αυτούς ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Έτσι, η αναγνώριση της ακυρότητας του συμφωνηθέντος τρόπου καθορισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου ως καταχρηστικού, καθιστά ανέφικτη, σύμφωνα με το δίκαιο των συμβάσεων, την εξακολούθηση της ισχύος τους, χωρίς τους καταχρηστικούς όρους». Μόνο κατ’ εξαίρεση δύναται ο εθνικός δικαστής να προβεί σε συμπληρωτική ερμηνεία της σύμβασης και διάσωση αυτής, μετά τη διαπίστωση της ακυρότητας ενός ουσιώδους όρου και, συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η ακύρωση της σύμβασης θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες (βλ. ΔΕΕ Marc Gómez, C-125/18 και Dunai, C-118/17). Προφανώς, ωστόσο, περίπτωση έκθεσης του καταναλωτή σε «ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες» δεν συντρέχει όταν η επίμαχη δανειακή σύμβαση είναι ήδη καταγγελμένη, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης-καταναλωτής να ενέχεται, ούτως ή άλλως, για το σύνολο του δανείου, ήτοι τόσο για το κεφάλαιο όσο και για τους τόκους. Στην περίπτωση αυτή η αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης θα φέρει τον καταναλωτή σε ευνοϊκότερη θέση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο προμηθευτής προστατεύεται αποκλειστικώς πλέον, ελλείψει έγκυρης συμβάσεως, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και δη, μόνον για την επιστροφή του καταβληθέντος κεφαλαίου χωρίς τους τόκους.
8. Επίσης, προς επίρρωση των ανωτέρω, υπάρχει και το εξής σκεπτικό: αν η μόνη κύρωση που προβλέπεται για τα πιστωτικά ιδρύματα που παραβιάζουν το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο είναι η εφαρμογή των διακυμάνσεων του επιτοκίου της ΕΚΤ, που ούτως ή άλλως ήταν υποχρεωμένα εξ αρχής να εφαρμόσουν (κατά κύριο λόγο θα εφάρμοζαν δείκτες ΕΚΤ ή Euribor), ποιο πιστωτικό ίδρυμα, ως λογικά σκεπτόμενη χρηματοδοτική επιχείρηση, θα αποφάσιζε να μην παραβιάζει τον νόμο; Αφού ακόμα και στις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης θα προσφύγει στην δικαιοσύνη (σπανίως), το αποτέλεσμα είναι να εφαρμοστεί ότι θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί από την αρχή (απόφαση Banco Español de Crédito, Δικαστήριο Ε.Ε.). Ενδέχεται, δηλαδή, η αντιμετώπιση αυτή να παροτρύνει το πιστωτικό ίδρυμα «απλώς να δοκιμάσει την τύχη του περιλαμβάνοντας στην σύμβαση όσο το δυνατόν περισσότερες καταχρηστικές ρήτρες και ελπίζοντας ότι σημαντικό ποσοστό αυτών θα διαφύγει της προσοχής του εθνικού δικαστή» (Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Δικαστηρίου Ε.Ε. -Υπόθεση C‑618/10• βλ. σχετικά και στην υπόθεση C‑269/19, Banca B SA: «Η ευχέρεια αυτή θα συνέτεινε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες ο πλήρης αποκλεισμός της εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών έναντι των καταναλωτών, στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και εάν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλισθεί το συμφέρον των εν λόγω επαγγελματιών…»).
9. Τα ελληνικά δικαστήρια μέχρι στιγμής προβαίνουν στην εφαρμογή της πρώτης λύσης και αναπροσαρμόζουν τα επιτόκια με βάση τις μεταβολές του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, άρα προς τα κάτω (βλ. ενδεικτικά 3979/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών όπου το δικαστήριο έκρινε άκυρη τη ρήτρα και εφάρμοσε στη θέση της το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ πλέον του συμφωνημένου περιθωρίου• βλ σχετικώς και υπ’ αριθμ. 105/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου: «Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 του ΑΚ και την ιδέα της “δίκαιης κρίσης”, που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων»• αρκετές αποφάσεις δε περιέχουν το εξής σκεπτικό: «Εύλογο κριτήριο, που αντανακλά τις συνθήκες της χρηματαγοράς και εκφράζει κατά τον πλέον έγκυρο τρόπο τη βούληση των μερών να συνδέσουν τη διακύμανση του επιτοκίου της σύμβασης με τις εκάστοτε μεταβολές του κόστους του χρήματος στην αγορά, αποτελεί το Επιτόκιο Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που είναι το επιτόκιο με το οποίο αυτή χορηγεί δάνεια στα πιστωτικά ιδρύματα…»). Με τον υπολογισμό αυτό, όμως, και πάλι προκύπτει ένα μεγάλο όφελος για τον δανειολήπτη, αν λάβουμε υπόψη μας ότι αφενός η αναπροσαρμογή αυτή γίνεται σε βάθος αρκετών ετών, αφετέρου ότι τα επιχειρηματικά δάνεια αφορούν σε μεγάλα ποσά δανεισμού και άρα υψηλά ποσά τόκων. Η άποψη αυτή, ωστόσο, των ελληνικών δικαστηρίων είναι εσφαλμένη καθότι στηρίζεται σε διατάξεις γενικού χαρακτήρα (άρθρα 371, 200 και 288 Αστικού Κώδικα) η εφαρμογή των οποίων, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, δεν επιτρέπεται να συμπληρώνει το κενό που προκύπτει στη σύμβαση. (Όπως έκρινε το τελευταίο στην υπόθεση Dziubak (C 260/18 – σκ. 61-62): «Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη συμπλήρωση των κενών συμβάσεως, τα οποία προκαλούνται λόγω της απαλείψεως των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε αυτή, αποκλειστικώς και μόνον βάσει εθνικών διατάξεων γενικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπουν ότι οι έννομες συνέπειες δικαιοπραξίας συμπληρώνονται, ιδίως, από τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της επιεικείας ή από τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίες δεν αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου ούτε διατάξεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων»• βλ. και Profi Credit Bulgaria EOOD C-170/21: «Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει επιπλέον ότι η εν λόγω διάταξη αντιτίθεται σε κανόνα του εθνικού δικαίου που επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να συμπληρώσει την οικεία σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο ρήτρας της οποίας έχει διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 26ηςΜαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)»).
10. Τέλος πρέπει να ειπωθεί και τούτο: Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις τα πιστωτικά ιδρύματα (ή πλέον οι Servicers) σε κάθε ρύθμιση με τους δανειολήπτες απαιτούν την αναγνώριση της οφειλής και την παραίτηση του οφειλέτη από τυχόν ενστάσεις του, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η τελευταία είναι έγκυρη μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Όπως ανέφερε και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση Bank BPH C-19/20: «Kατ’ αναλογίαν, ο καταναλωτής μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα επίκλησης του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας στο πλαίσιο σύμβασης ανανέωσης οφειλής με την οποία ο καταναλωτής παραιτείται απότα αποτελέσματα που θα συνεπαγόταν η κήρυξη μιας τέτοιας ρήτρας ως καταχρηστικής, υπό την επιφύλαξη ότι η παραίτηση αυτή είναι αποτέλεσμα ελεύθερης και εν επιγνώσει συναινέσεως (απόφαση της 9ης Ιουλίου2020, Ibercaja Banco, C-452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 28)».
(αναδημοσίευση από naftemporiki.gr)