Της Ελένης Τσιάβο
Από την 1η Ιουλίου 2019 άλλαξε ο ποινικός χάρτης της χώρας καθώς σήμανε η έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Οι νέοι κώδικες που έφτασαν στη Βουλή την τελευταία εβδομάδα των εργασιών της προηγούμενης κυβέρνησης, αποκτούν «σάρκα και οστά», καθώς αρχίζουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα διαμορφώνοντας ένα εντελώς νέο σκηνικό σε όλα τα στάδια της απονομής του ποινικού δικαίου.
Ανατροπή σε όσα συμβαίνουν στον χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με εξευρωπαϊσμό των ποινών και για τα εγκλήματα της διαφθοράς, πρόβλεψη νέων θεσμών, όπως η κοινωφελής εργασία, η έκτιση της ποινής κατ’ οίκον αλλά και με ηλεκτρονική επιτήρηση, προβλέπει το σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα που προτείνει η επιστημονική επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Βασίλη Μαρκή.
Τα δύο σχέδια αποτελούν το αποτέλεσμα πολύχρονων εργασιών ειδικών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών στις οποίες συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι των νομικών σχολών της χώρας, εκπρόσωποι δικαστικών ενώσεων, εκπρόσωποι της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας.
Πρόκειται για την εκτενέστερη και πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια αναμόρφωσης του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης της χώρας.
Μια συνολική μεταρρύθμιση, με τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου αντιμετώπισης των ποινικών υποθέσεων.
Ωστόσο, τόσο κατά τη δημόσια διαβούλευση, όσο και μετά την κατάθεση των νέων Κωδίκων, έχουν εγερθεί αρκετά ζητήματα σχετικά με επιμέρους προβλέψεις, τα οποία απασχολούν ήδη τον νομικό κόσμο.
Σχετικά με τους νέους κώδικες γράφουν οι δικηγόροι Θεόδωρος Μαντάς και Γιώργος Αργυρόπουλος.
Θεόδωρος Μαντάς, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ποινικολόγων Μαχομένων Δικηγόρων
Οι νέοι Κώδικες, η εφαρμογή των οποίων ξεκίνησε ήδη από την 1η Ιουλίου, συνιστούν μια προσπάθεια επίτευξης σύγχρονων αντεγκληματικών και εγγυητικών στόχων, με την ανανέωση της ύλης τους μετά από 70 χρόνια και με κατεύθυνση τη βελτίωση του ποινικού συστήματος, ενώ αναμένεται καθοριστική επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η δημιουργία μιας σύγχρονης και ταυτόχρονα ανθρωπιστικής νομοθεσίας. Οι νέοι ΠΚ και ΚΠΔ είναι αποτέλεσμα πολύχρονων εργασιών από ειδικές Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές, στις οποίες συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι των Νομικών Σχολών της χώρας, εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων καθώς και εκπρόσωποι των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας.
Ο νέος ΚΠΔ αναβαθμίζει κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα τον ρόλο του Εισαγγελέα και διευρύνει τις αρμοδιότητες και εξουσίες του. Ειδικότερα, αλλάζει ριζικά η διαδικασία στην έρευνα των ποινικών υποθέσεων με νέους θεσμούς, όπως η ποινική συνδιαλλαγή και ποινική διαπραγμάτευση. Αφενός, με τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής ο Εισαγγελέας μπορεί να προτείνει ποινή στον κατηγορούμενο ακόμα και πριν την άσκηση ποινικής δίωξης με προϋπόθεση την πλήρη αποκατάσταση της ζημιάς. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δέχεται τη συνδιαλλαγή, η υπόθεση θα ακολουθεί μία ως επί το πλείστον τυπική διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου, και η ποινή που θα επιβάλλεται θα κινείται σε μειωμένο πλαίσιο. Εξαίρεση στο θεσμό αποτελούν τα εγκλήματα της βίας και κατά της ζωής. Αφετέρου, κατά την ποινική διαπραγμάτευση, ο Εισαγγελέας (κατά το Αμερικανικό πρότυπο) μπορεί να διαπραγματεύεται με τον κατηγορούμενο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας με σκοπό να έρχεται σε συμφωνία μαζί του για ολική ή μερική αποκατάσταση της ζημιάς αλλά και την εν γένει ποινική του μεταχείριση. Αναγκαία προϋπόθεση της διαπραγμάτευσης όμως, είναι η ομολογία ενοχής από τον κατηγορούμενο για πρόταση μειωμένης ποινής.
Επίμαχη και ουσιαστική αλλαγή αποτελεί επίσης, η κατάργηση του Ν.1608/1950, με την ενσωμάτωσή του ως επιβαρυντική περίσταση, με πλαίσιο ποινής έως 15 έτη (αντί ισόβια), για όσους καταδικάζονται για οικονομικά εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου (με δυνατότητα ποινικής συνδιαλλαγής). Η αποκατάσταση της ζημιάς και ο συμβιβασμός πριν τη δίκη αποτελεί ουσιαστική αλλαγή στη μεταχείριση του κατηγορουμένου και στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης.
Στην κατεύθυνση της ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο καθώς και της εξάλειψης διακρίσεων με οικονομικά χαρακτηριστικά, καταργήθηκε η μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές. Προβλέπεται, πλέον, ολική ή μερική μετατροπή της φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο θα ορίζει τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας που θα κυμαίνονται ανάλογα με το ύψος της ποινής. Η θέσπιση του θεσμού αυτού αποτυπώνει την ελαστικότητα της ποινής στο στάδιο της επιβολής της και με την εφαρμογή του, η δικαιοσύνη συνδυάζει χαρακτήρα ανταποδοτικό, επανορθωτικό και αποκαταστατικό, δίνοντας την ευκαιρία στον κάθε καταδικασθέντα να εκτίσει την ποινή του εκτός φυλακής (στην κοινωνία). Στην Ελλάδα της κρίσης είναι αδύνατον πλέον να μιλούμε για δυνατότητα καταβολής υπέρογκων χρηματικών ποινών, ακόμα και μετά τη δοσοποίησή τους, ενώ η παροχή κοινωφελούς εργασίας αποτελεί ευεργέτημα προς όλους.
Καίρια αλλαγή, τέλος, αποτελεί και η σχέση ανάμεσα στην άμεση και έμμεση μείωση των ποινών. Η διπολικότητα της ποινικής δικαιοσύνης που χαρακτηριζόταν από συνύπαρξη και εναλλαγή τιμωρητικών τάσεων με μια κατά πολύ ηπιότερη διαχειριστική προσέγγιση εξαντλείται και κινείται σε αναλογική σχέση μεταξύ της επιβληθείσας και εκτιθείσας ποινής. Αναλόγως δηλαδή της ποινής που επέβαλλε το Δικαστήριο, θα κινείται και ο χρόνος που θα εκτίεται στην πραγματικότητα, χωρίς αντιφατικότητα μεταξύ αυτών. Η στρατηγική αυτή ήταν πλέον αδιέξοδη και αντιπαραγωγική με σοβαρές στρεβλώσεις στο σύστημα των ποινών και του σωφρονιστικού συστήματος.
Γιώργος Β. Αργυρόπουλος, Δικηγόρος, υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Αθήνας, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών (Ε.Α.Ν.Δ.Α.)
Από την απερχόμενη Κυβέρνηση τέθηκαν σε εφαρμογή ο Νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) και ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019). Στο παρά πέντε της Διακυβέρνησής της καθώς εγκρίθηκαν από το Ελληνικό Κοινοβούλιο λίγες ημέρες προ της Διάλυσης της Βουλής.
Οι νέοι κώδικες, οι οποίοι αλλάζουν ουσιαστικά μετά 70 ολόκληρα χρόνια και εισφέρουν ένα νέο νομικό περιβάλλον διαθέτουν σειρά ρυθμίσεων που μελετήθηκαν επί 10ετία ώστε να καταλήξουν στα ψηφισμένα νομοσχέδια. Ωστόσο δημιουργούνται ζητήματα. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι στο εξής διώκονται κατ’ έγκληση διαχρονικά αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλημάτα υψηλής κοινωνικής απαξίας και προσβολής θεμελιωδών συνταγματικών ατομικών δικαιωμάτων (κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, απιστία κ.ά). Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι μετά την 1η Ιουλίου οι υπόδικοι, κατάδικοι καθώς και κρατούμενοι έχουν καλύτερη ποινική αντιμετώπιση από τη στιγμή που πρόκειται για ευνοϊκότερες για αυτούς ρυθμίσεις.
Καταργήθηκε ο νόμος περί καταχραστών του Δημοσίου, νομοθέτημα από το 1950 καθώς υπάρχουν πλέον και ρυθμίσεις σχετικά με τη συνδιαλλαγή για επανόρθωση της οικονομικής ζημίας κατά του Δημοσίου αλλά και των ιδιωτών ώστε να υπάρξει ευνοϊκότερη μεταχείριση του δράστη.
Όμως, με τις νέες διατάξεις η κατοχή εκρηκτικών υλών, μεταξύ αυτών και βομβών μολότοφ, γίνεται από κακούργημα πλημμέλημα και από 5 έως 20 χρόνια που ήταν έως τώρα η ποινική πρόβλεψη, πλέον θα τιμωρείται με 3 έως 5 χρόνια. Σε περίπτωση μάλιστα που παραδοθούν τα εκρηκτικά πριν από τον έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές, παύει η δίωξη πριν καν ξεκινήσει. Η ρύθμιση αυτή κινείται αντίθετα από την κατεύθυνση της ορθής απονομής δικαιοσύνης.
Η παροχή κοινωφελούς προστασίας που προβλέπεται από τις νέες ρυθμίσεις βρίσκεται στο κενό καθώς το κρίσιμο είναι πως θα γίνει πράξη ως ποινή, με ποιο τρόπο και με ποιο έλεγχο.
Από την άλλη, είδαμε επίσης να καταργείται το «κατά συνήθεια τελούμενο έγκλημα» ως διακεκριμένη μορφή αξιόποινων πράξεων και η έννοια του «ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη» για τη θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου. Προβλέπεται επίσης η επιβολή μειωμένης ποινής, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου («παράλειψη», «μη δράση») εμπεριέχει λιγότερο άδικο σε σύγκριση με μία αντίστοιχη θετική ενέργεια. Πρέπει, επομένως, να κρίνεται σε κάθε περίπτωση η ένταση του αδίκου. Για την επιβολή πλήρους ποινής θα πρέπει η παράλειψη να «εξομοιώνεται» με θετική ενέργεια. Καταργούνται επίσης, συνολικά τα πταίσματα.
Οι ρυθμίσεις συνολικά του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αφήνουν μια αμφιθυμία. Η νέα Κυβέρνηση δια του νέου Υπουργού Δικαιοσύνης δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε εκ νέου αλλαγές. Το ζητούμενο πλέον είναι να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις ώστε να υπάρχει ποινικό πλαίσιο που να προσφέρει ασφάλεια δικαίου στον μέσο πολίτη που αποτελεί θύμα και με τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης για τον κατηγορούμενο.