Γιώργος Κώτσηρας, Υφυπουργός Δικαιοσύνης, Βουλευτής Δυτικής Αττικής με τη Νέα Δημοκρατία

Με το νόμο 4947/2022 που ψηφίσθηκε πρόσφατα στη Βουλή, μεταξύ των άλλων ρυθμίσεων, ψηφίσθηκαν και τροποποιήσεις σε διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που στοχεύουν στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης και αποτελούν μία από τις πολλές παραμέτρους του ευρύτερου σχεδιασμού της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς επίτευξη της μεγαλύτερης ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι αλλαγές κινήθηκαν σε τρεις κατευθύνσεις: στην ταχύτερη επεξεργασία των μηνύσεων (εγκλήσεων) των πολιτών από τους εισαγγελικούς λειτουργούς, στην αύξηση του ποσού του προστίμου που επιβάλλεται στους μάρτυρες που έχουν κληθεί να καταθέσουν στο πλαίσιο μίας ποινικής διαδικασίας και δεν εμφανίζονται αδικαιολόγητα και, τέλος, στον περιορισμό των απεριόριστων αναβολών των υποθέσεων που έχουν ως αποτέλεσμα τον μακρύ χρόνο εκδίκασης ακόμα και μίας απλής ποινικής υπόθεσης με αντίστοιχη επιβάρυνση των διαδίκων – θύματος και κατηγορουμένου- αλλά και του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών, οι οποίοι εύλογα αποτρέπονται από την προσφυγή στα ελληνικά δικαστήρια. Το ζήτημα της επιτάχυνσης δεν μπορεί να αποτελεί αποκλειστικά και μόνον θέμα θεωρητικής συζήτησης μεταξύ των ειδικών, ούτε και να ανακυκλώνεται ως διαρκής διαπίστωση της πραγματικότητας, αλλά απαιτούνται συγκεκριμένες προτάσεις και ενέργειες που θα αφήσουν άμεσα το αποτύπωμά τους στην κοινωνία και τους πολίτες, ενώ θα δημιουργήσουν, παράλληλα, την απαιτούμενη εμπιστοσύνη για μελλοντικές και πιο κομβικές  αλλαγές στο σύστημα της δικαιοσύνης.

Οι παρούσες λοιπόν αλλαγές κινούνται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο∙

Με την πρώτη αλλαγή προβλέφθηκε ότι ο εισαγγελικός λειτουργός απαιτείται μεν να αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους απορρίπτει μία έγκληση, πλην όμως η αιτιολογία αρκεί να είναι συνοπτική. Με αυτή την πρόβλεψη, αφενός μεν, δεν δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου και, αφετέρου, δίνεται η δυνατότητα στους εισαγγελείς για ταχύτερη διεκπεραίωση μεγαλύτερου όγκου υποθέσεων, ώστε να προχωρούν σε ένα επόμενο στάδιο αυτές που έχουν ουσία και πραγματική βάση.

Με την δεύτερη αλλαγή, αυξήθηκε το ποσό που μπορεί να επιβάλλει το δικαστήριο στους μάρτυρες μίας υπόθεσης που, ενώ καλούνται νόμιμα για να καταθέσουν, δεν προσέρχονται, αδικαιολόγητα, να καταθέσουν με αποτέλεσμα την αναβολή της δίκης λόγω της δικής τους απουσίας  και, κατά συνέπεια, την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης και την ταυτόχρονη επιβάρυνση των παραγόντων της δίκης. Πλέον τα επιβαλλόμενα πρόστιμα σε αυτές τις περιπτώσεις αυξάνονται και από το ποσό των 50 – 200 ευρώ που προβλεπόταν, τώρα ξεκινούν από τα 100 και φτάνουν τα 500 ευρώ.

Τέλος, με την τρίτη αλλαγή εισάγονται ρητές προβλέψεις που στόχο έχουν να εξορθολογιστεί η απεριόριστη χορήγηση των αναβολών των υποθέσεων που επιβαρύνουν την διαδικασία και θίγουν τα δικαιώματα των διαδίκων. Πλέον, απαιτείται οι σοβαροί λόγοι υγείας να αποδεικνύονται με ιατρικό πιστοποιητικό και μάλιστα το δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει με κάθε τρόπο την βασιμότητα του λόγου. Περαιτέρω οι υποθέσεις που αναβάλλονται πρέπει να προσδιορίζονται στο συντομότερο χρόνο και οπωσδήποτε εντός οκτώ μηνών, ενώ, τέλος, η συμμετοχή του συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας σε άλλη δίκη αποτελεί μεν λόγο αναβολής μπορεί, ωστόσο, να ζητηθεί για μία μόνο φορά προσκομίζοντας τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα, με την προσθήκη εξαίρεσης σε περίπτωση που το κώλυμα προέκυψε μεταγενέστερα.

Η  ανεμπόδιστη πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη, η διασφάλιση των δικαιωμάτων τους και η αποκατάσταση των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών αποτελούν αδιαπραγμάτευτες προτεραιότητες που θα ενισχυθούν και με τις παρούσες αλλαγές.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ