Κοινή παραδοχή αποτελεί ότι τα γενετήσια εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που διεγείρουν το κοινό αίσθημα. Το αίτημα που διατυπώνεται από την κοινή γνώμη και συχνά υλοποιείται από την Πολιτεία εξαντλείται στο πεδίο της αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας για τους δράστες. Πρόκειται για μια γνωστή στη χώρα μας τάση που εμφανίζει ως παρούσα την πολιτική ηγεσία των αρμόδιων υπουργείων, η οποία «ανταποκρίνεται» στο αίτημα της κοινής γνώμης όπως αυτή διαμορφώνεται από τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» είναι πάντοτε παρόν και πρόθυμο να αποδείξει την «ετοιμότητα» της Κυβέρνησης και να καθησυχάσει την κοινή γνώμη. Στο πλαίσιο αυτό εξαγγέλλονται νέες αυστηρότερες ποινές, δημιουργία ειδικών φυλακών, ενώ δεν λείπουν και οι «φωνές» για πραγματικά ισόβιο εγκλεισμό στους δράστες των σχετικών εγκλημάτων αυτών. Όλα τα παραπάνω επαναλαμβάνονται τις τελευταίες ημέρες με αφορμή εγκλήματα σε βάρος του 12χρονου κοριτσιού από τον Κολωνό.
Το φαινόμενο της εγκληματικότητας σε βάρος ευάλωτων ομάδων, όπως είναι η γενετήσια εκμετάλλευση των ανηλίκων, θα εκλείψει ή θα μειωθεί μόλις οι νέες ποινικές διατάξεις προβλέψουν την μέγιστη ποινή για τον κατηγορούμενο; Την απάντηση ευχερώς δίνει η ιστορία, η οποία αποδεικνύει ότι η καταπολέμηση του εγκλήματος μόνο με αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου ελάχιστα αποδίδει.
Ας αφήσουμε, όμως, κατά μέρος τον ποινικό λαϊκισμό που εκπέμπουν οι παραπάνω θέσεις και ας δούμε την ουσία του ζητήματος. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι άλλο: ποια είναι τα μέτρα που η συντεταγμένη Πολιτεία έλαβε ή θα λάβει για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του φαινομένου, τα οποία έχουν ως αφετηρία την προστασία των θυμάτων; Πως για το συγκεκριμένο παιδί δεν υπήρξαν οι κατάλληλες πρόνοιες είτε για την αποτροπή των σε βάρος του πράξεων, είτε για την άμεση ανίχνευση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν. Αυτό το ερώτημα, το οποίο είναι κυρίαρχο κατά την άποψή μου, δεν αναδείχθηκε με τον προσήκοντα τρόπο στο δημόσιο διάλογο.
Με δεδομένο ότι συνεκτικός κρίκος όλων αυτών των κατηγοριών των ατόμων-υποψηφίων θυμάτων εντάσσονται στις «ευπαθείς», «ευάλωτες» ή λεγόμενες ομάδες «κοινωνικού αποκλεισμού», θεωρώ ότι η προσέγγιση του ζητήματος θα πρέπει να αναδεικνύει κυρίαρχα, μεταξύ άλλων:
α) τις προνοιακές πολιτικές που έχουν αναπτυχθεί για τις περιπτώσεις ατόμων, οικογενειών και ομάδων που βιώνουν συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού,
β) τις θεσμικές και πρακτικές παρεμβάσεις που για την καταπολέμηση του φόβου των ευάλωτων θυμάτων να καταγγείλουν τις εγκληματικές σε βάρος τους πράξεις, δεδομένου ότι η τέλεση των εγκλημάτων αυτών συχνά λαμβάνει χώρα εντός του οικογενειακού ή του κοντινού κοινωνικού περιβάλλοντος του ανηλίκου,
γ) την ουσιαστική λειτουργία εξειδικευμένων δομών και υπηρεσιών αρωγής,
δ) την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των ανηλίκων στο διωκτικό και δικαστικό μας σύστημα, που δεν θα δημιουργεί πρόσθετα τραύματα και εκ νέου αποκλεισμό,
ε) την ύπαρξη ουσιαστικού κοινωνικού ελέγχου από μέρους της τοπικής κοινωνίας και των φορέων της.
Όπως είναι εμφανές, το κεντρικό πρόβλημα εστιάζεται στο ερώτημα: ποια είναι τα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία είτε για να πατάξει την εγκληματικότητα σε βάρος των ευάλωτων ομάδων, είτε να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε αφενός να ενδυναμωθεί ο ρόλος του κοινωνικού κράτους και αφετέρου να εξασφαλίζεται μια δικαιοσύνη φιλική στα ανήλικα θύματα γενετήσιων εγκλημάτων, με στόχο να διευκολύνεται η καταγγελία τους και να υποστηρίζεται η παρουσία τους σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας, με δημιουργία εξειδικευμένων δομών υποδοχής και στήριξης των θυμάτων, με ενημέρωση και αρωγή.
Διαφορετικά, θα αναλωνόμαστε σε μια ανέξοδη επικοινωνιακή αντεγκληματική πολιτική που το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι η αύξηση των ποινών εγκλημάτων που κάθε φορά που έρχονται στην επικαιρότητα αντίστοιχα φαινόμενα.
*Κώστας Κοσμάτος, Αν. Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ – Δικηγόρος
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην ΕΠΟΧΗ 22-23/10/2022