Του Χρήστου Δ. Ματσκίδη, Εφέτη, MLE


Τον μήνα Μάρτιο του 2023 μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω στην ΕΣΔΙ ένα επιμορφωτικό σεμινάριο με θέμα «Δικαστική Δεοντολογία – Διαχείριση δικαστηρίων – Διαχείριση του χρόνου στην άσκηση των δικαστικών καθηκόντων». Εκεί μεταξύ άλλων συζητήθηκε και το θέμα της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Στα πλαίσια μιας εκ των εισηγήσεων παρουσιάστηκε πίνακας, στον οποίο φαίνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών, στον μέσο χρόνο, που απαιτείται για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, το οποίο προβάλλεται και σε ενημερωτικές εκπομπές – ντοκιμαντέρ – άρθρα – ρεπορτάζ στα ΜΜΕ για τα θέματα της ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης. Εκεί συχνά συνοδεύεται και με ευθείες βολές κατά των «αργών» – «τεμπέληδων» δικαστών, που επιμερίζονται μεγάλο μέρος της ευθύνης για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Στο παρελθόν έχουμε δει να επιχειρείται η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος με την νομοθέτηση αυστηρότερων νόμων ως προς τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών, τη σύντμηση του «επιτρεπόμενου» χρόνου, που αφήνεται στους δικαστές για την έκδοση των πολιτικών αποφάσεων και τον υποχρεωτικό ορισμό δικασίμων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν γνωρίζω, εάν και κατά πόσο έχουν αποδώσει αυτές οι μέθοδοι. Αναρωτιέμαι, όμως, πριν ρίξουμε το ανάθεμα στους δικαστές και πάρουμε το μαστίγιο για να τους κυνηγήσουμε να βγάζουν πιο γρήγορα τις αποφάσεις τους, μήπως θα έπρεπε πρώτα να εξερευνήσουμε, εάν όντως είναι αργοί οι έλληνες δικαστές;

Νομίζω ότι κάποτε θα έπρεπε να κυκλοφορήσει ένας πίνακας, στον οποίο θα παρουσιάζεται ο χρόνος, που απαιτείται για κάθε ευρωπαίο δικαστή να εκδώσει μία απόφαση. Όταν για παράδειγμα ένας έλληνας δικαστής μετέχει στην έκδοση π.χ. 366 αποφάσεων ετησίως (πολιτικών, ποινικών, βουλευμάτων κλπ.) και ένας γερμανός στην έκδοση 122 αντίστοιχων αποφάσεων, ο έλληνας δικαστής στην πραγματικότητα έχει στη διάθεσή του το 1/3 του χρόνου, που έχει ο συνάδελφός του, ώστε να απαιτείται να είναι στην πράξη 3 φορές πιο γρήγορος από τον συνάδελφό του. Είναι, λοιπόν, δίκαιο να χαρακτηρίζεται ως αργός ο έλληνας δικαστής, που θα μετέχει στην έκδοση 150 αποφάσεων κατ’ έτος, όταν ο συνάδελφός του εκδώσει τις μισές; Νομίζω ότι μία συγκριτική έρευνα των ανωτέρω στοιχείων, θα έριχνε φως στην πραγματική ταχύτητα, αποδοτικότητα και εν γένει εργατικότητα των ελλήνων δικαστών. Δεν έχω στα χέρια μου συγκεκριμένα στοιχεία, όμως πιστεύω ακράδαντα ότι στην πραγματικότητα οι έλληνες δικαστές είναι από τους πιο γρήγορους, αποδοτικούς και εν γένει εργατικούς δικαστές στον ευρωπαϊκό και όχι μόνο χώρο.

Εάν στα ανωτέρω προσθέσουμε: α) την πολύπλοκη, δαιδαλώδη και διαρκώς ανανεούμενη νομοθεσία, β) την ελλιπή γραμματειακή υποστήριξη των δικαστών, γ) το γεγονός ότι οι δικαστές στην Ελλάδα αναγκάζονται να αλλάζουν διαρκώς τα αντικείμενα των καθηκόντων τους (έλλειψη εξειδίκευσης), δ) τις ελλείψεις υποδομών, κτηριακών εγκαταστάσεων και δύσκολων συνθηκών εργασίας, τότε εύκολα θα αντιληφθούμε ότι οι κατηγορίες, που κατά καιρούς ακούγονται, για την απόδοση των δικαστών στη χώρα μας είναι τουλάχιστον άδικες και υποκριτικές. Ακόμη και εάν στην οικογένεια των δικαστών συγκαταλέγονται και συνάδελφοι, οι οποίοι είτε για λόγους υγείας, είτε για άλλους προσωπικούς λόγους, λειτουργούν ως εξαίρεση στον κανόνα και αδυνατούν να παρακολουθήσουν έναν αποτελεσματικό ρυθμό στην έκδοση των αποφάσεων, που τους ανατίθενται.

Κλείνοντας τις σκέψεις αυτές, μένει να απαντηθεί και ένα μεγάλο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα, το οποίο υποβόσκει κατά την ανωτέρω παρουσίαση. Γιατί στην Ελλάδα, ενώ έχουμε ικανό αριθμό δικαστών, έχουμε τόσο μεγάλο αριθμό υποθέσεων προς εκδίκαση, ώστε στο τέλος να μην μας αρκούν και οι πιο ταχείς και αποδοτικοί δικαστές του κόσμου, προκειμένου να έχουμε ταχεία απόδοση δικαιοσύνης; Η εύκολη απάντηση που ακούγεται συχνά είναι ότι οι έλληνες είναι δικομανείς. Η προσωπική μου άποψη είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα έχουμε έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό δικηγόρων. Οι άνθρωποι αυτοί δικαίως απαιτούν να εργαστούν και να ζήσουν από την εργασία τους, ασκώντας το λειτούργημα του δικηγόρου. Διαχρονικά η πολιτεία και οι εκάστοτε δικηγορικοί σύλλογοι αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τον «πληθωρισμό» αυτόν. Η διαχρονική λύση βρέθηκε στην αύξηση της δικηγορικής ύλης. Αλήθεια έχουμε μελετήσει ποτέ πόσες δίκες ανοίγονται χάριν μίας διαφοράς ανάμεσα σε δύο αντιδίκους; Ένα παράδειγμα: Θεωρούμε ότι θα αργήσει η έκδοση της οριστικής απόφασης και δίνουμε δυνατότητα να δικαστεί η υπόθεση και στα ασφαλιστικά, αφού βέβαια προηγουμένως έχει συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και η προσωρινή διαταγή. Αφού, λοιπόν τρείς διαφορετικοί ενδεχομένως δικαστικοί σχηματισμοί (μονομελείς ή τριμελείς) έχουν αποφανθεί για την ίδια υπόθεση και έχει εκδοθεί η οριστική απόφαση, θα γίνει η έφεση, η οποία επιτρέπεται ακόμη και εάν όλοι γνωρίζουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις γίνεται μόνο και μόνο για να ταλαιπωρήσει ο ηττηθείς διάδικος τον αντίδικό του. Μέχρι, όμως, να επιληφθεί το Εφετείο, ας δώσουμε τη δυνατότητα στον ηττηθέντα διάδικο να ζητήσει την αναστολή της προσωρινής εκτελεστότητας της οριστικής απόφασης (912 ΚΠολΔ), ώστε μέχρι την τελεσιδικία να έχουν ενσκήψει στην υπόθεση πέντε συνολικά διαφορετικοί σχηματισμοί! Φυσικά θα υπάρχει και η δυνατότητα της αναίρεσης. Εκεί, εάν ο έκτος στη σειρά δικαστικός σχηματισμός δεχθεί κάποιον από τους λόγους, θα αναιρέσει την υπόθεση, αλλά δεν του επιτρέπεται να λύσει την διαφορά οριστικά και αμετάκλητα. Θα πρέπει να την παραπέμψει να δικαστεί εκ νέου από το κατώτερο Δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Την έβδομη κατά σειρά, που θα επιληφθεί του θέματος! Πόσους βαθμούς δικαιοδοσίας είπαμε ότι έχουμε; Αν, λοιπόν, κάποτε τελειώσουμε και πάρουμε την αμετάκλητη απόφαση, αρχίζουν οι δίκες περί την εκτέλεση. Αυτές μπορεί να είναι ακόμη περισσότερες. Δεν έχω στα χέρια μου κάποια συγκριτική έρευνα-μελέτη για το πόσες αποφάσεις χρειάζεται να εκδοθούν, μέχρι να μπορέσει ο νικητής διάδικος να ικανοποιήσει την αξίωσή του στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή στα αγγλοσαξονικά συστήματα, γνωρίζω όμως ότι τόσο στο γερμανικό όσο και στο αγγλοσαξονικό δίκαιο των Η.Π.Α. δεν θα χρειαστεί να συνεδριάσουν τόσα πολλά Δικαστήρια και να εκδοθούν τόσες πολλές αποφάσεις, μέχρι ο πολίτης να βρει το δίκιο του[1]. Μα αν τα καταφέρναμε και λυνόταν οι υποθέσεις με την έκδοση των μισών αριθμητικά αποφάσεων, που απαιτούνται σήμερα για την λύση τους, πώς θα αντιμετωπιζόταν η μείωση της δικηγορικής ύλης κατά 50%; Νομίζω ότι η λύση δεν είναι να βάλουμε τους δικαστές να εκδίδουν τις διπλάσιες αποφάσεις, όπως κάνουμε μέχρι σήμερα στο ελληνικό δικονομικό σύστημα. Θα πρέπει να αναζητηθεί η λύση για τον πληθωρισμό των δικηγόρων σε άλλου είδους μέτρα.

Συγχωρήστε με, εάν οι σκέψεις αυτές είναι τυχόν λανθασμένες. Πρόθεσή μου είναι να ρίξω φως σε πτυχές του θέματος της ταχύτητας της απονομής δικαιοσύνης, που διαπιστώνω ή νομίζω ότι εκφεύγουν της προσοχής των αρμοδίων. Στην πορεία μου στο δικαστικό σώμα δεν συνδικαλίσθηκα ποτέ και δεν πρόκειται να αλλάξει αυτό. Στόχος μου είναι να εντοπίσουμε καλύτερα τις αιτίες, για τις οποίες δυσφημείται η δικαιοσύνη στην Ελλάδα ως αργή και αναποτελεσματική.

ΙΙ. Συμβιβαστική επίλυση των υποθέσεων – διαμεσολάβηση. Δικαστής διαμεσολαβητής;

Τα τελευταία χρόνια έγιναν και γίνονται πολλές προσπάθειες για την αναβάθμιση της δυνατότητας συμβιβαστικής επίλυσης των υποθέσεων στην χώρα μας. Κατά γενική ομολογία οι περισσότερες από τις παρελθούσες προσπάθειες αποδείχθηκαν ατελέσφορες ή εν πάσει περιπτώσει παρουσίασαν φτωχά αποτελέσματα. Νομίζω ότι, για να καταστεί δυνατή η χρήση αυτού του εναλλακτικού τρόπου επίλυσης των διαφορών, με την υψηλή αποτελεσματικότητα που βλέπουμε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ιδίως στα αγγλοσαξονικά συστήματα, θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπισθεί το κοινωνικό πρόβλημα, που θα δημιουργηθεί από την μείωση της δικηγορικής ύλης, ενόψει του τεράστιου αριθμού των δικηγόρων στην Ελλάδα. Διαφορετικά απλώς θα αιθεροβατούμε. Από τα φοιτητικά μας χρόνια όλοι οι νομικοί έχουμε ακούσει το ανέκδοτο του πατέρα δικηγόρου, ο οποίος άφησε το γραφείο του στον γιό του συνταξιοδοτούμενος και επιστρέφει μετά τις διακοπές του να πληροφορηθεί πώς τα πήγε ο γιός του. Θορυβημένος πληροφορείται ότι ο γιός του έκλεισε και μάλιστα με επιτυχία όλες τις ανοιχτές υποθέσεις, που του εμπιστεύθηκε. Θρηνώντας του εξηγεί ότι με αυτές τις υποθέσεις ο ίδιος «έζησε» τόσα χρόνια, με αυτές τον σπούδασε και τον προίκισε και με αυτές υπολόγιζε να φτιάξει τη σταδιοδρομία του και να μεγαλώσει την οικογένειά του και ο γιός του. Ακραίο το ανέκδοτο οπωσδήποτε, πλην όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται, νομίζω, για ποιο λόγο κατά τη γνώμη μου πρέπει να προταχθεί της συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών η αντιμετώπιση του μείζονος σημασίας ανωτέρω προβλήματος.

Πριν κατηγορηθώ για αντιδικηγορική νοοτροπία, θα ήθελα να τονίσω το γεγονός ότι σε όλα τα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη και ιδίως στα αγγλοσαξονικά δικαϊκά συστήματα, όπου ο θεσμός της συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών αποδίδει τα μέγιστα, το κύρος, οι αμοιβές και το επίπεδο ζωής των δικηγόρων είναι ασύγκριτα ανώτερα από τα δικά μας. Από φίλους, πρώην συμφοιτητές, αλλά και από όσα αντιμετωπίζω ο ίδιος μέσα στις δικαστικές αίθουσες μαθαίνω ότι η εργασιακή ζωή των δικηγόρων και ιδίως των νέων έχει γίνει δυσβάστακτη. Ίσως οι παραπάνω επισημάνσεις μου, αν ερμηνευθούν σωστά και αναζητηθεί μία λύση, διαφορετική από την αχρείαστη αύξηση της δικηγορικής ύλης, να βοηθήσουν στην αναβάθμιση του δικηγορικού επαγγέλματος και τότε να είναι ρεαλιστική η προσδοκία ανάδειξης του δικηγόρου σε πολύτιμο συνεργάτη στην συμβιβαστική επίλυση των διαφορών.

Μέχρι τότε μπορούμε να βοηθήσουμε κάπως το δυσκίνητο σύστημά μας και να το απαλλάξουμε από κάποιες υποθέσεις, που ανακυκλώνονται στα δικαστήρια της χώρας μας; Πρόσφατα σε μία υπόθεση, που δίκαζα, μεταξύ συζύγων ο ένας διάδικος εκφράζοντας το παράπονό του, ανέφερε ότι μετρούσε ήδη πάνω από 50 ανοιχτές δικαστικές διαμάχες με την εν διαστάσει σύζυγό του σε πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Δεν ήταν ψέμα. Επίσης, οι περισσότεροι δικαστές έχουμε να θυμηθούμε περήφανα κάποιες υποθέσεις, στις οποίες με δική μας παρέμβαση -μάλιστα εξαιτίας του δικονομικού μας συστήματος, ενίοτε και στα όρια του αντιδικονομικού- επήλθε συμβιβασμός και κλείσιμο πολλών ανοιχτών πολιτικών και ποινικών υποθέσεων μεταξύ των ιδίων αντιδίκων. Ίσως, λοιπόν, να μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε το ρόλο του δικαστή στην προσπάθεια αυτή. Σκέφτηκα το ενδεχόμενο καθιέρωσης δοκιμαστικά για μία διετία ενός έμπειρου δικαστή στο ρόλο του διαμεσολαβητή αποκλειστικής απασχόλησης στα μεγάλα δικαστήρια Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Αυτός, με την υποστήριξη ενός γραμματέα θα μπορούσε, λειτουργώντας ελεύθερα να επιλέξει υποθέσεις από το Πρωτοδικείο και από το Εφετείο, πολιτικές και ποινικές, στις οποίες κρίνει ότι θα μπορούσε να χωρέσει συμβιβασμός, μεταξύ των κυρίως αντιδίκων. Θα μπορούσε να του δοθεί νομοθετικά η δυνατότητα να καλεί τους διαδίκους, τους συνηγόρους τους, να προτείνει συμβιβαστικές λύσεις, με το αυξημένο κύρος, που έχει η θέση του δικαστή, να καλεί τους διαδίκους να αντιμετωπίσουν καλοπροαίρετα τις τυχόν παρεξηγήσεις, που οδηγούν σε ατέρμονες δικαστικές διαμάχες και να βοηθά στο κλείσιμο «ανοιχτών μετώπων». Σ’ αυτόν θα μπορούν να απευθύνονται και να τον συνδράμουν στην επιλογή των υποθέσεων οι ίδιοι οι διάδικοι, οι δικηγόροι, αλλά και οι συνάδελφοί του δικαστές, οι οποίοι αντιμετωπίζουν υποθέσεις, οι οποίες «φωνάζουν» ότι με λίγη μελέτη, καλή διάθεση και έναν ανεξάρτητο, έμπειρο και αυξημένου κύρους διαμεσολαβητή, θα οδηγούνταν εύκολα σε συμβιβαστική επίλυση. Είμαι σίγουρος ότι στο τέλος της χρονιάς ο δικαστής αυτός θα έχει «κλείσει» τόσες υποθέσεις, ώστε το έργο, που θα παράγει στη νέα αυτή θέση, να είναι πολλαπλάσια πλούσιο, σε σχέση με το μέσο έργο, που θα παράγει στον ίδιο χρόνο ένας συνάδελφός του. Αρκεί να του δοθεί η σχετική ελευθερία να χειρίζεται τις υποθέσεις, να μπορεί στο γραφείο του να υπογράφεται ένα πρακτικό συμβιβασμού, που θα μπορεί να αποσύρει ανοιχτές πολιτικές -και υπό προϋποθέσεις- και ποινικές υποθέσεις. Να θεσμοθετηθεί ειδική υψηλή αμοιβή για τους δικηγόρους, που θα εμπλακούν. Ακόμη καλύτερα να δίδεται η δυνατότητα στο διαμεσολαβητή δικαστή να συμπεριλαμβάνει με ελεύθερο καθορισμό την αμοιβή τους στο πρακτικό συμβιβασμού. Ίσως να διορισθεί δίπλα του και ένας πιστοποιημένος διαμεσολαβητής, που θα έχει την απαραίτητη τεχνογνωσία, για να φέρει κοντύτερα τις αντιμαχόμενες πλευρές. Αν δοκιμαστεί και πετύχει ως θεσμός, θα βρεθεί τρόπος να επεκταθεί και σε μικρότερα δικαστήρια. Δεν γνωρίζω, αν θα έχει τόση επιτυχία, όση εγώ πιστεύω, ξέρω όμως ότι θα έχουν όλοι κίνητρο για να πετύχει. Ο δικαστής, διότι γνωρίζει ότι, αν αποτύχει θα κληθεί ο ίδιος μελλοντικά και οι συνάδελφοί του άμεσα να αφιερώσουν αναρίθμητες ώρες για την εκδίκαση των υποθέσεων και την έκδοση των αντιστοίχων αποφάσεων σε απροσδιόριστο αριθμό δικών, που υφίστανται ήδη ή θα γεννηθούν στο μέλλον ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη και ιδίως διότι θα νιώθει την απαράμιλλη ηθική ικανοποίηση της κατ’ ουσίαν απόδοσης της εργασίας του[2]. Οι δικηγόροι, διότι -πέραν της ανωτέρω ηθικής ικανοποίησης- θα μπορέσουν να λάβουν μία ιδιαίτερα υψηλή αμοιβή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αφήνοντας ικανοποιημένους τους εντολείς τους. Οι διάδικοι, διότι θα αποφύγουν ατέρμονες και χρονοβόρες διαδικασίες, οι οποίες αποδεικνύονται τις περισσότερες φορές ιδιαίτερα ψυχοφθόρες και οπωσδήποτε διότι μακροπρόθεσμα θα αποφύγουν υπέρογκες και εξαντλητικές δαπάνες.

Η ιδέα αυτή γεννήθηκε σε συζητήσεις με συναδέλφους μου και αντιλαμβάνομαι ότι ίσως κριθεί ουτοπική, ανεφάρμοστη ή ακόμη και λανθασμένη. Μπορεί, όμως, να εμπλουτισθεί, να βελτιωθεί, μέσω του διαλόγου και ίσως κάποτε να μπορέσει και να εφαρμοστεί. Ελπίζω τουλάχιστον να μελετηθεί και να συζητηθεί.

ΙΙΙ. Αφυπηρετούντες Δικαστές. Έχουν ακόμη να προσφέρουν στην κοινωνία;

Τον μήνα Μάρτιο του 2023 μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω στην ΕΣΔΙ ένα επιμορφωτικό σεμινάριο με θέμα «Δικαστική Δεοντολογία – Διαχείριση δικαστηρίων – Διαχείριση του χρόνου στην άσκηση των δικαστικών καθηκόντων». Εκεί μεταξύ άλλων συζητήθηκε και το εάν είναι δεοντολογικά σωστό να διορίζονται σε δημόσιες θέσεις αρεοπαγίτες μετά τη συνταξιοδότησή τους. Οι εκπρόσωποί μας στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έχουν ήδη εκφραστεί σχετικά και υποστηρίξει την μία ή την άλλη άποψη. Σεβαστές και οι δύο απόψεις. Επιτρέψτε μου να εισφέρω στη συζήτηση και μία τρίτη σκέψη.

Για εμένα προσωπικά οι αφυπηρετούντες δικαστές (τόσο από τον ΑΠ, όσο και από το Εφετείο), όταν νιώθουν ακμαίοι, θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν από την κοινωνία τους. Η εμπειρία τους, το κύρος, που τους συνοδεύει από τη δικαστική του σταδιοδρομία είναι κρίμα να σπαταλούνται στην αργία της σύνταξης, όταν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το καλό του κοινωνικού συνόλου.

Πράγματι υπάρχουν πολλές θέσεις σε ανεξάρτητες αρχές, σε επιτροπές ή δημόσιες θέσεις, στις οποίες αναζητούνται άνθρωποι με κύρος, εμπειρία, χωρίς κομματικό υπόβαθρο. Στο μέλλον ενδεχομένως να δημιουργηθούν και άλλες, π.χ. στο χώρο διοίκησης του ποδοσφαίρου, όπου η κοινωνία διψάει για ανθρώπους με τα παραπάνω στοιχεία και τα εχέγγυα του αντικειμενικού και ανεξάρτητου παράγοντα.

Οπωσδήποτε δημιουργείται τεράστιο θέμα, όταν η εκάστοτε κυβέρνηση διορίζει πρώην δικαστές σε τέτοιες θέσεις. Όχι μόνο, διότι χρωματίζεται a priori πολιτικά ο κάθε τέτοιος διορισμός και μειώνονται έτσι τα χαρακτηριστικά του αντικειμενικού και ανεξάρτητου, αλλά κυρίως διότι δημιουργούνται υποψίες για την αντικειμενικότητα και ακεραιότητα του εκάστοτε διοριζόμενου κατά το χρόνο που υπηρετούσε ως δικαστής και το είδος των αποφάσεων, στις οποίες συμμετείχε.

Η λύση του γόρδιου δεσμού στην περίπτωση αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, να επιλέγεται το πρόσωπο του αφυπηρετούντα δικαστή από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Ούτε πολιτικές εξυπηρετήσεις, ούτε ανταλλάγματα, ούτε πολιτικοί-κομματικοί χρωματισμοί. Η επιλογή να γίνεται από ένα κατά τεκμήριο αντικειμενικό όργανο. Οι διοριζόμενοι δεν θα χρωστούν σε κανέναν τη θέση τους και θα μπορούν ανεπηρέαστοι να συνεχίσουν με το ίδιο κύρος, που απολάμβαναν ως δικαστές, να επιτελούν το καθήκον τους έναντι της κοινωνίας μας. Ποιος θα αντιλέξει, υποστηρίζοντας ότι δεν χρειαζόμαστε ανθρώπους ικανούς, έμπειρους, με κύρος, αντικειμενικούς και ανεξάρτητους, όπως οι αφυπηρετούντες δικαστές, ιδίως στην εποχή μας, για να καταλάβουν σημαντικές θέσεις; Ποιος θα έχει να προσάψει κάτι π.χ. σε έναν πρωθυπουργό, ο οποίος θα θελήσει να προσλάβει έναν πρώην αρεοπαγίτη ως σύμβουλό του, εάν στείλει αίτημα στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και το τελευταίο επιλέξει έναν από μία λίστα αφηυπηρετούντων δικαστών, που θα κρίνει ότι έχει τα επαρκή προσόντα να υπηρετήσει σε αυτή τη θέση; Ποιος θα έχει να προσάψει κάτι στον με τον ανωτέρω τρόπο διορισθέντα πρώην ανώτατο δικαστή;

Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα σκοντάψουμε σε τεχνικά θέματα, του πώς θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι εάν είμαστε ειλικρινείς και ανυπόκριτοι ο τρόπος θα βρεθεί. Ευχή μου πάντως θα ήταν η πρόταση αυτή να συμβιβάσει τις δύο αντικρουόμενες απόψεις, που έχουν επικρατήσει στις παρατάξεις, που μας εκπροσωπούν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και να δοθεί μια ευκαιρία να πέσουν οι τόνοι και να δούμε ένα πιο ήπιο κλίμα μεταξύ συναδέλφων, που αγαπούμε.

[1] Βλ. Χρήστου Ματσκίδη, «Το δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ: κάποια πλεονεκτήματα» Στο περιοδικό Αρμενόπουλος, στην Επιστημονική Επετηρίδα 2009, σελ. 165επ., όπου γίνεται αναφορά στο επιτελείο των ειδικών, οι οποίοι εργάζονται δίπλα στο δικαστή, στο γεγονός ότι στο Ανώτατο Δικαστήριό τους συζητούνται μόνον οι υποθέσεις, που επιλέγονται από το ίδιο το Δικαστήριο, με κριτήρια την ευρύτερη κοινωνική σημασία της υπόθεσης (ίσως κατ’ αναλογία με την λειτουργία της Ολομέλειας του ΑΠ σε μας), το γεγονός ότι το εφετείο δεν ασχολείται εκ νέου με την ανεύρεση νέων πραγματικών περιστατικών και έχει τόσες προϋποθέσεις, προκειμένου να συζητηθεί μια υπόθεση σ’ αυτό, ώστε εντέλει να μην υπερβαίνουν το 10% οι αποφάσεις, που εφεσιβάλλονται, το ρόλο της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς στην μείωση των προς συζήτηση υποθέσεων, την ύπαρξη περιορισμών στον τρόπο σύνταξης των δικογράφων από τους δικηγόρους, ώστε να αποφεύγονται τα χαώδη και βερμπαλιστικά δικόγραφα.

[2] Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. 5, στοιχ. 9: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται».

Πηγή: https://dikastis.blogspot.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ