Από την Δάφνη Θεοδωροπούλου, προπτυχιακή φοιτήτρια Νομικής ΕΚΠΑ
Ήδη από τα χρόνια της αρχαίας Ελλάδας παρατηρείται το ενδιαφέρον των ανθρώπων να γνωρίσουν τα ευρύτερα δικαιώματά τους προκειμένου να καταφέρουν να τα ασκήσουν ορθώς και είτε να τα διευρύνουν περαιτέρω, είτε να αγωνιστούν και να αμυνθούν απέναντι σε αυθαιρεσίες που έτειναν να τους υπονομεύουν. Τα γνωστά σε όλους δικαιώματα του «εκλέγειν», του «εκλέγεσθαι» και το υπέρτατο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και του λόγου, γνωστό και ως «παρρησία», αποτελούσαν βασικές αρχές στα εδάφη της αθηναϊκής κοινωνίας – στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος- προκειμένου ένας άνδρας να θεωρηθεί καλός, σωστός και ενεργός πολίτης. Κάθε, λοιπόν, Αθηναίος απολάμβανε, με πλήρη ισότητα, τα παραπάνω δικαιώματα, αντιμετωπίζοντας τα και ασκώντας τα με θάρρος και απόλυτη ειλικρίνεια.
Ερχόμενοι στο σήμερα και έχοντας ως εφαλτήριο το γεγονός ότι η πλειονότητα των ανθρώπων αντιλαμβάνεται τη νομική επιστήμη ως το πρώτο και κύριο μέσο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανθρώπων, κρίθηκε σκόπιμο να αναλυθούν κάποιοι βασικοί άξονες λειτουργίας των εξουσιών αυτών, αφενός πώς αυτές πρέπει να ασκούνται προκειμένου να συμφωνούν με το ελληνικό Σύνταγμα αφετέρου πότε ο περιορισμός τους από την κοινωνία τείνει να χαρακτηριστεί ως «αντισυνταγματικός».
Σε πρώτο επίπεδο και πριν από οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, κρίνεται απαραίτητο να γίνει αποσαφήνιση βασικής ορολογίας. Για την απόδοση της φράσης «θεμελιώδη δικαιώματα» ενίοτε χρησιμοποιούνται και λοιπές εκφράσεις, όπως για παράδειγμα «συνταγματικά δικαιώματα», «ατομικά δικαιώματα» ή «ανθρώπινα δικαιώματα», ωστόσο, θεωρούνται ελλιπείς. Πρώτα και κύρια τονίζεται ότι τα δικαιώματα και οι εξουσίες που μας διακατέχουν δεν είναι μόνο όσες προβλέπει το Σύνταγμα αλλά και όσες ρυθμίζονται και αναδύουν από το Διεθνές ή το Ενωσιακό δίκαιο. Επιπλέον, δε γίνεται να μη ληφθεί υπόψη η τριμερής κατηγοριοποίηση, στην οποία προέβη ο Georg Jellinek, διακρίνοντάς τα τόσο σε «αμυντικά» (status negativus), δηλαδή σε αυτά που εμποδίζουν τον κρατικό παρεμβατισμό, όσο και σε «κοινωνικά» (status positivus), δηλαδή σε αυτά που επιβάλλουν την ενέργεια του κράτους προκειμένου να μη θίγονται οι ελευθερίες των πολιτών, και σε «πολιτικά» (status activus), που εκπροσωπούν τη δυνατότητα συμμετοχής στην κρατική εξουσία. Η τριχοτόμηση αυτή αποκλείει την απόδοσή τους ως «ατομικά», διότι αυτό φαίνεται να εξαλείφει τελείως την κοινωνική και πολιτική χροιά τους. Τέλος, τα παρεχόμενα δικαιώματα τις περισσότερες φορές δεν αφορούν μόνο σε ανθρώπους, δηλαδή σε φυσικά πρόσωπα, αλλά και σε νομικά πρόσωπα. Παραδείγματος χάριν μία εταιρεία αποτελεί φορέα του δικαιώματος στην προστασία της ιδιοκτησίας, δικαίωμα που ρυθμίζεται από το Σύνταγμα της εθνικής έννομης τάξης μας στο άρθρο 17. Για όλους τους παραπάνω λόγους, ορθότερα θα γίνεται χρήση του όρου «θεμελιώδη» δικαιώματα, ως πιο ολοκληρωμένος και νομικά ακριβής.
Σε δεύτερο επίπεδο, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το πότε η άσκηση ενός νομικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης που το προβλέπει και, συνεπώς, είναι δεκτική εννόμου προστασίας, λαμβάνεται υπόψη αφενός το γράμμα του νόμου και αφετέρου ο σκοπός της διάταξης. Τις περισσότερες φορές παρατηρείται το φαινόμενο οι πολίτες μίας κοινωνίας να γνωρίζουν γενικά και αόριστα κάποια από τα προβλεπόμενα δικαιώματά τους και συχνά να τα επικαλούνται. Εκείνοι, όμως, που πραγματικά έχουν ερευνήσει σε βάθος το συνταγματικό κείμενο, έτσι ώστε πέρα από τη δική τους εύνοια και προστασία να μεριμνήσουν συγχρόνως και για τη μη καταπάτηση των δικαιωμάτων των άλλων, αποτελούν τη συντριπτική μειονότητα. Πώς ο συνταγματικός νομοθέτης καθιστά σαφές το πότε πράγματι ένας πολίτης ενεργεί νόμιμα και το πότε βρίσκεται εκτός συνταγματικής προστασίας;
Δύο βασικές μέθοδοι ερμηνείας του νόμου έρχονται να δώσουν απάντηση στην παραπάνω προβληματική, με πρώτη και κύρια την «γραμματική». Ως «γράμμα του νόμου» νοείται ο τρόπος που ο εκάστοτε νομοθέτης έχει επιλέξει κάθε φορά να αποδώσει το περιεχόμενο και το νόημα μίας διάταξης. Οι λέξεις, οι φράσεις, ακόμη και τα σημεία στίξης που χρησιμοποιεί κάθε φορά χρήζουν έρευνας και ενδελεχούς μελέτης προκειμένου να καταστεί σαφής η περιπτωσιολογία που εμπερικλείεται στο εκάστοτε άρθρο, έτσι ώστε ο καθένας από εμάς να δικαιούται πράγματι να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Τη γραμματική ερμηνεία έρχεται, με τη σειρά της, να συμπληρώσει η τελεολογική ερμηνεία, στρέφοντας όλη την προσοχή και βαρύτητα στο σκοπό που αντιπροσωπεύει καθεμία διάταξη. Ο συνταγματικός νομοθέτης, μέσω της κατοχύρωσης μίας εξουσίας, είχε κατά νου την προστασία μας από συγκεκριμένες ανθρώπινες συμπεριφορές και απειλές, προσπαθώντας να αποφύγει γενικές και αόριστες ρυθμίσεις με υπερβολικά ευρύ πεδίο, διότι αυτό θα καθιστούσε το έργο της δικαιοσύνης απόλυτα δυσχερές. Οτιδήποτε, λοιπόν, δεν αφορά σε αυτό το «συγκεκριμένο» και δεν πληροί τις προϋποθέσεις, δεν είναι δεκτικό εννόμου προστασίας. Συνεπώς, καταλήγουμε στο ότι είναι πολύ λεπτά τα όρια και οι ισορροπίες προκειμένου ο εκάστοτε πολίτης να είναι απόλυτα σίγουρος ότι ασκεί ορθώς ένα συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά του και χωρίς να τείνει να καταπατά τυχόν ελευθερίες ενός συμπολίτη του.
Σε σύνδεση με όλα τα προαναφερθέντα και αφού αναλύθηκαν ήδη οι τρόποι που συμβάλλουν στην οριοθέτηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος και καθιστούν σαφές το σε ποιες περιπτώσεις φέρουμε όντως μία εξουσία και σε ποιες όχι, ήρθε η ώρα να ειπωθεί το εξής: όλα τα δικαιώματα και οι εξουσίες που παρέχονται υπόκεινται σε περιορισμούς και σε καμία περίπτωση δε δρουν ανεξέλεγκτα! Πολλές φορές στο παρελθόν έχουν παρατηρηθεί περιστατικά σύμφωνα με τα οποία ένας πολίτης ένιωσε να καταπατάται κάποιο συνταγματικό δικαίωμά του, για παράδειγμα από το ίδιο το κράτος, κρίνοντας την ενέργεια αυτή ως «αντισυνταγματική». Πόσο αληθής είναι όμως αυτή η τοποθέτηση;
Συχνό φαινόμενο αποτελεί η προστασία μεν, διαμέσου συνταγματικής κατοχύρωσης, ορισμένης ανθρώπινης συμπεριφορά, παρέχοντας κάποια εξουσία, η ύπαρξη δε κάποιου περιορισμού ως προς την άσκηση της, αποσκοπώντας στην προστασία άλλων εννόμων αγαθών. Τέτοιοι περιορισμοί είναι γνωστοί ως «θεμιτοί». Παρότι στο Συνταγματικό δίκαιο όλα τα δικαιώματα θεωρούνται και αντιμετωπίζονται ως ίσης βαρύτητας και κανένα δεν υπερτερεί του άλλου, στην πράξη έχουν οριστεί από την ίδια τη θεωρία και το συνταγματικό κείμενο ορισμένοι περιορισμοί, καθώς πολλάκις έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο η άσκηση του δικαιώματος του ενός να λειτουργεί σε βάρος ή θέτοντας σε κίνδυνο κάποιον άλλον, συνάνθρωπό του. Το δίκαιο καθώς και η νομολογία, αναγνωρίζοντας αυτήν την κατάσταση, έπρεπε να παρέμβουν, παρέχοντας το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο διευθέτησης αυτού του ζητήματος. Η συλλογιστική έχει ως εξής:
Πρωτίστως, είναι δυνατόν το ίδιο το συνταγματικό κείμενο να φέρει περιορισμούς στο περιεχόμενό του, παρέχοντας ορισμένες προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μία ενέργεια, προκειμένου να θεωρείται δεκτική εννόμου προστασίας. Στο σημείο αυτό και σε συνάρτηση με ό,τι έχει ήδη αναλυθεί, η γραμματική ερμηνεία συνάγεται ότι αποτελεί θεμέλιο του δικαίου προκειμένου να ερμηνευτούν τυχόν περιορισμοί εξουσίας. Δεύτερη περίπτωση πιθανού περιορισμού που μπορεί κανείς να συναντήσει, είναι η λεγόμενη «επιφύλαξη υπέρ του νόμου». Πιο ειδικά, κάνοντας μία προσπάθεια να αντιληφθούμε περισσότερο σε βάθος τη νομική αυτή ορολογία, πρέπει να διευκρινιστεί ότι στις περιπτώσεις αυτές ο συνταγματικός νομοθέτης ουσιαστικά εξουσιοδοτεί τον κοινό νομοθέτη να θέσει ορισμένες δικές του ρήτρες επιφύλαξης υπέρ του νόμου, δηλαδή, με πιο απλά λόγια, να θέσει εκείνος, στο ειδικότερο νομοθέτημα που θα δημιουργήσει, τους περιορισμούς που κρίνει ότι πρέπει να παρέχει ο νόμος, για να μην στοιχειοθετηθούν τυχόν παραβιάσεις από έναν πολίτη απέναντι σε κάποιον άλλον. Παρατηρείται εδώ, λοιπόν, μία σχετική ελευθερία του κοινού νομοθέτη, κάτι που τυχόν να προβλημάτιζε κάποια μερίδα ανθρώπων, σκεπτόμενοι ότι ίσως να προέβαινε σε τυχόν αυθαιρεσίες, περιορίζοντας εν τέλει υπέρμετρα τις ελευθερίες και τα δικαιώματα συγκεκριμένης μερίδας ανθρώπων. Ωστόσο, και την προβληματική αυτή έρχεται να λύσει ο συνταγματικός νομοθέτης, με τη μέθοδο «περιορισμοί των περιορισμών» που προβλέπεται να αναλυθεί στη συνέχεια.
Πριν την ανάλυση αυτή, όμως, και επιθυμώντας να κλείσει η ενότητα των περιορισμών, πρέπει να αναφερθεί και η τελευταία συνθήκη από την οποία μπορεί να προκύπτει ανάγκη νόμιμης και οριοθετημένης δέσμευσης της ελευθερίας κάποιας κατηγορίας ανθρώπων, και είναι η περίπτωση που συναντάται σύγκρουση των δικαιωμάτων. Πολλές φορές το δίκαιο έχει απασχοληθεί και προβληματιστεί με υποθέσεις της καθημερινής ζωής στο πλαίσιο των οποίων να υφίστανται δύο διαφορετικοί άνθρωποι που θα έχουν στην εξουσία τους δύο διαφορετικής κατηγορίας δικαιώματα, τα οποία, εκ πρώτης όψεως, είναι νόμιμο να τα ασκήσουν και οι δύο, όμως εν τοις πράγμασι η «νόμιμη» άσκηση του ενός καταπατά ταυτόχρονα την άσκηση του άλλου, και αντίστροφα. Έχοντας ως απώτερο σκοπό, λοιπόν, την αποφυγή διαπληκτισμών και διχογνωμιών μεταξύ πολιτών, το ρυθμιστικό πλαίσιο προβλέπει τις εξής μεθόδους επίλυσης της προβληματικής: Αφενός την πρακτική εναρμόνισης των δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία κανένα δικαίωμα από τα αντιτιθέμενα δεν θα πρέπει να «θυσιαστεί» ολοκληρωτικά.
Κρίνεται απαραίτητο δηλαδή, να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και σε ένα βαθμό να περιοριστούν εκατέρωθεν, εξακολουθώντας, ωστόσο, να αναπτύσσονται ανεξάρτητα και αυτοτελώς. Αφετέρου, η υιοθέτηση της θεωρίας αυτής δεν είναι πάντα δυνατή, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η υπερίσχυση ενός δικαιώματος έναντι του άλλου. Η διαδικασία με την οποία θα ανευρεθεί ποιο δικαίωμα θα υπερισχύσει στην εκάστοτε σύγκρουση, δεδομένου ειδικά ότι έχει αναφερθεί ότι όλα τα δικαιώματα χρήζουν ίσης αντιμετώπισης, απαιτεί την υιοθέτηση ορισμένων κριτηρίων, έτσι ώστε η στάθμιση των δικαιωμάτων να μην οδηγήσει σε αυθαίρετο αποτέλεσμα. Τα κριτήρια στάθμισης κάθε φορά προκύπτουν, μετά από ερμηνεία, in concreto, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά και τα δεδομένα της καθεμίας υπόθεσης ξεχωριστά και αυτοτελώς.
Τελειώνοντας την αναφορά στην ενότητα των περιορισμών που επιδέχονται οι παρεχόμενες από το Σύνταγμα εξουσίες, προκύπτει η ανάγκη -στο τελευταίο στάδιο του άρθρου αυτού- περαιτέρω ανάλυσης του τρόπου που ο συνταγματικός νομοθέτης έχει φροντίσει να μην καταφύγει ο κοινός νομοθέτης σε αυθαιρεσίες, κάνοντας κατάχρηση του δικαιώματος που του παρέχεται. Όπως προαναφέρθηκε ο τρόπος δεν είναι άλλος από τον «ο περιορισμός του περιορισμού». Πιο συγκεκριμένα και κατανοητά, το γεγονός ότι είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα δε σημαίνει ότι αυτοί μπορούν να επιβληθούν αυθαίρετα.
Μία από τις βασικότερες αρχές του δικαίου έρχεται να δώσει περαιτέρω εξήγηση στη θέση αυτή, η αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 25 §1 του Συντάγματος, στο περιεχόμενο του οποίου δύναται κάποιος να βρει της ρύθμιση της αρχής αυτής, απαιτείται να προβλέπονται οι σχετικοί περιορισμοί από το ίδιο το Σύνταγμα ή από ειδικότερη νομοθετική διάταξη, στην περίπτωση του περιορισμού «επιφύλαξης υπέρ του νόμου», και, σε κάθε περίπτωση, να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας και τις εκφάνσεις της, δηλαδή την αρχή της προσφορότητας σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός που τίθεται κάθε φορά να είναι ικανός να επιφέρει της επιθυμητή προστασία, την αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία το μέτρο αυτό πρέπει να κρίνεται αναγκαίο για τη διευθέτηση και αποκατάσταση της τάξης μεταξύ πολιτών και τέλος την αρχή της αναλογικότητας εν στενή εννοία (in stricto sensu), που θέτει την παράμετρο ότι ο εκάστοτε περιορισμός που εφαρμόζεται κάθε φορά δεν φέρει περισσότερα μειονεκτήματα από ότι πλεονεκτήματα. Πιο ειδικά, πριν την επιβολή οποιουδήποτε περιοριστικού μέτρου, θα πρέπει να αναζητάται η καλύτερη και ηπιότερη δυνατή λύση, έτσι ώστε να μην δεσμευθεί υπέρμετρα κάποια μερίδα ανθρώπων, τη στιγμή που αυτό θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Τέλος, σημαντική μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει και την ύπαρξη ενός ακόμα ‘’περιορισμού των περιορισμών’’, αυτόν του πυρήνα του δικαιώματος. Ουσιαστικά, συνίσταται στην απαγόρευση της επιβολής περιορισμών σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε να εκμηδενίζεται η κανονιστική εμβέλεια του συνταγματικού δικαιώματος και να συνάγεται ότι η ρύθμισή του από τον συνταγματικό νομοθέτη ήταν εν τέλει αχρείαστη και ανούσια.
Έχοντας φτάσει στο τέλος της ανάλυσης της παρούσας θεματικής, καλό θα ήταν να κρατήσουμε το εξής: Η κοινωνία των ανθρώπων αποτελεί επί της ουσίας ένα σύστημα μηχανισμού της συνύπαρξης του συνόλου των πολιτών, στο πλαίσιο του οποίου ο καθένας πρέπει να φροντίζει αφενός την δική του προσωπική προστασία, αυτοτελώς, διεκδικώντας όλα όσα του αναλογούν και φροντίζοντας να μάθει και να μελετήσει όλα τα δικαιώματα που η ίδια η χώρα του του έχει προσφέρει αφετέρου, όμως, είναι απολύτως παραδεκτό ότι ανέκαθεν τα δικαιώματα συνοδεύονταν από υποχρεώσεις και μία από τις σημαντικότερες και κοινή για όλους μας είναι ο σεβασμός στη ζωή, στην αξία και στην υπόσταση του συνανθρώπου μας. Υπό το πρίσμα, λοιπόν, της ισότητας, κανένας μας δε θα έπρεπε να ασκεί ανεξέλεγκτα τις προσωπικές του εξουσίες, μη έχοντας πρωτίστως σκεφτεί τον τρόπο που η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να βλάψει τον «δίπλα» μας. Δεδομένου, όμως, ότι αυτό απαιτεί αρκετά υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης του συνόλου των πολιτών μίας κοινωνίας, προκειμένου να επιτευχθεί και έχοντας την πλήρη επίγνωση ότι δε δύναται να εφαρμοστεί στον ύψιστο βαθμό, έρχεται το δίκαιο να παράσχει κάποιες δικλίδες ασφαλείας στην ομαλή συμβίωση όλων μας.