Το υπουργείο Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Trump είχε προχωρήσει σε υποκλοπές των τηλεφωνικών συνομιλιών τεσσάρων δημοσιογράφων των New York Times το 2017, αποκάλυψε η νέα «φρουρά» της ηγεσίας του υπουργείου.
Οι τηλεφωνικές συνομιλίες κάλυπταν ένα διάστημα τεσσάρων μηνών και δεν ήταν οι μοναδικές που είχε υποκλέψει η προηγούμενη υπουργική ηγεσία, με σκοπό να εντοπίσει τις πηγές ορισμένων δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης.
Τον προηγούμενο μήνα, η κυβέρνηση Biden γνωστοποίησε ότι η κυβέρνηση Trump είχε υποκλέψει τις τηλεφωνικές συνομιλίες τριών δημοσιογράφων της Washington Post που κάλυπταν τις έρευνες του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (F.B.I.) πάνω στην πιθανή ανάμιξη της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016 και τις τηλεφωνικές και ηλεκτρονικές επικοινωνίες μίας δημοσιογράφου του CNN, ανταποκρίτριας στο αμερικανικό Πεντάγωνο.
Με αφορμή τις προηγούμενες αυτές αποκαλύψεις, ο Αμερικανός πρόεδρος Joe Biden είχε τοποθετηθεί σχετικά με αυτή την «υπόγεια» πρακτική της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία υπονομεύει την ελευθερία του Τύπου, τονίζοντας ότι δεν θα επιτρέψει στο υπουργείο Δικαιοσύνης να προβεί σε αντίστοιχες ενέργειες κατά τη διάρκεια της δικής του προεδρικής θητείας, χαρακτηρίζοντας τες «λάθος, πολύ απλά λάθος».
Το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν γνωστοποίησε ποια άρθρα στην αμερικάνικη εφημερίδα λειτούργησαν ως αφορμή για να υποκλαπούν οι τηλεφωνικές συνομιλίες των δημοσιογράφων. Όπως όμως αναφέρουν οι New York Times, η σύνθεση των δημοσιογράφων που τέθηκαν στο κυβερνητικό στόχαστρο και η χρονική περίοδος που έλαβαν χώρα οι υποκλοπές (14 Ιανουαρίου – 30 Απριλίου 2017) υποδεικνύουν ότι τα ρεπορτάζ τους αφορούσαν τον τότε επικεφαλής του F.B.I., James Comi, και τον τρόπο που διαχειρίστηκε τις πολιτικά φορτισμένες έρευνες για τα email της Hilary Clinton κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2016.
Μολαταύτα, και παρά την ξεκάθαρη δήλωση του Αμερικανού προέδρου, βάσει των κανονισμών που διέπουν τη λειτουργία του υπουργείου Δικαιοσύνης, το υπουργείο έχει τη δυνατότητα να πάρει υπό την κατοχή του τις επικοινωνίες δημοσιογράφων, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν γνώση επ’ αυτού. Παρότι οι συγκεκριμένοι κανονισμοί έγιναν πιο αυστηροί κατά τη διάρκεια της προεδρίας Obama, ο υπουργός Δικαιοσύνης και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι του υπουργείου συνεχίζουν να διαθέτουν μεγάλη ευελιξία στον συγκεκριμένο τομέα, μπορώντας με ευκολία να αποκτήσουν πρόσβαση στις επικοινωνίες δημοσιογράφων και να κρατήσουν αρχικά κρυφή τη συγκεκριμένη τους ενέργεια.
Επίσης, το υπουργείο Δικαιοσύνης δίνει τη δυνατότητα κρυφής πρόσβασης στις επικοινωνίες δημοσιογράφων μέσω της δικαστικής οδού, εφόσον κριθεί αναγκαίο ότι πρέπει να παρθούν «έκτακτα μέτρα» σε κάποια υπόθεση που ερευνά η Δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε να κάνουμε με κάποιο θέμα ύψιστης σημασίας, όπως είναι η απειλή της εθνικής ασφάλειας, ενώ η «διαφυγή» σε αυτά τα μέτρα θα έρθει μόνο εφόσον έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες οδοί απόκτησης των επίμαχων πληροφοριών.