Με το παρόν άρθρο μας, απευθυνόμαστε σήμερα στο νομικό κόσμο της χώρας μας αλλά και στους απλούς πολίτες για να τονίσουμε την νομική θεμελίωση που προσφέρει η μάλλον υποτιμημένη νομικά υπ’ αριθμ. 823/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου σχετικά με τη (μη) νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 4354/2015 επί τιτλοποιημένων απαιτήσεων δυνάμει του Ν. 3156/2003.
Η συγκεκριμένη απόφαση σε συμπλήρωση και επεξήγηση σε νομικό βάθος της πασίγνωστης πλέον 822/2022 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου δεν αρκείται στο να εξάγει νομικό συμπέρασμα σχετικά με τη μη νομιμοποίηση αλλά εμβαθύνει και στους λόγους.
Η διαδικασία της τιτλοποίησης απαιτήσεων η οποία εισήχθη με τον Ν. 3156/2003 στην ελληνική έννομη τάξη εισήγαγε ουσιαστικά τον νομικό θεσμό της εμπορευματοποίησης των απαιτήσεων και την διευκόλυνση της διακίνησης των αύλων τίτλων των ομολογιών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003 άλλωστε τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ο αποκτών σύμφωνα με το νόμο καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία. Η έννοια της επένδυσης βρίσκει εφαρμογή στα πλαίσια του Ν. 3156/2003, ο δε νόμος αυτός εμπεριέχει προστατευτικές διατάξεις για τους ομολογιούχους ανταποκρινόμενος στο πνεύμα του.
Αντιθέτως όπως τονίζεται από την 823/2022 απόφαση, η επιτακτική ανάγκη εξυγίανσης του προβληματικού τραπεζικού χαρτοφυλακίου ήταν αυτή που οδήγησε στη θέσπιση του ν. 4354/2015 με τον οποίον εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4454/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως απαιτήσεων με τιτλοποίηση, η δε πρόβλεψη αυτή αποτυπώθηκε ρητά στον Ν. 4354/2015. Στον τελευταίο αυτό νόμο όμως αποτυπώθηκε και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, ήτοι η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του δανειολήπτη, εξαγομένου με ασφάλεια του συμπεράσματος ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε με σκοπό διαφορετικό από τον Ν. 3156/2003, προς την κατεύθυνση δηλαδή όχι γενικώς της εμπορευματοποίησης οποιασδήποτε απαίτησης αλλά των τραπεζικών με γνώμονα την προστασία του καταναλωτή και τούτο διότι με αυτόν θεσπίζονται σε αντίθεση με το Ν. 3156/2003 σοβαρότατοι περιορισμοί ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που μπορούν να συμβληθούν και το περιεχόμενο των συμφωνιών.
Η υπ’ αριθμ. 823/2022 απόφαση διατυπώνει πανηγυρικά την έλλειψη αφενός νομικού κενού και αφετέρου αναγκαιότητας της αναλογικής εφαρμογής νόμου. Διαχρονικά άλλωστε στην ελληνική έννομη τάξη η ασφάλεια του δικαίου και η μη παραβίαση του δημοσίου συμφέροντος κατείχαν θέση περίοπτη, πολλώ δε μάλλον ενώπιον της ρητής προβλέψεως του νόμου για την παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων υπό διαφορετικό νομικό πρίσμα και πνεύμα. Αναλογική εφαρμογή νόμου δεν χωρεί ούτως ή άλλως εν προκειμένω καθώς κατά τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου μας αυτή προϋποθέτει αφενός νομικό κενό με την έννοια της έλλειψης ως προς το γράμμα του νόμου μίας άμεσα εφαρμόσιμης ρύθμισης σε βαθμό που η ίδια η κοινωνία και η οικονομία την απαιτεί καθώς το δικαιοδοτικό σύστημα καταλήγει να λειτουργεί πλημμελώς.
Η υπ’ αριθμ. 823/2022 απόφαση διευκρινίζει κατά νομικά άρτιο τρόπο έκαστο των ανωτέρω νομοθετημάτων ως προς το σκοπό και τις προστατευτικές τους δικλείδες και δικαιολογεί την παράλληλη εφαρμογή τους ακριβώς λόγω της διαφορετικότητάς τους, καθιστώντας απαγορευτικές τις όποιες δεύτερες σκέψεις ως προς την πληρότητα των νομοθετημάτων και την δήθεν αναγκαιότητα αναλογικής εφαρμογής λόγω δήθεν νομικού κενού.