Από την Ευγενία Αβραάμ, προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η υπ’ αριθμ. 1541/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναλύεται κατωτέρω, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αναφέρεται στην ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων δυνάμει εσωτερικής συμφωνίας. Εν προκειμένω δε, ο αναιρεσείων άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου, το οποίο απέρριψε την έφεσή του ως ουσία αβάσιμη ενώ και ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Πιο αναλυτικά, ο αναιρεσείων και η αναιρεσίβλητη ίδρυσαν το 2007 ομόρρυθμη εταιρία με σκοπό την εκμετάλλευση φαρμακείου. Προς εξυπηρέτηση της εμπορικής δραστηριότητας της ΟΕ, η τελευταία κατήρτισε με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σύμβαση ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, στην οποία συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι διάδικοι καθώς επίσης και ο σύζυγος της αναιρεσιβλήτου. Στις 5-01-2015, η πιστώτρια τράπεζα κατήγγειλε εγγράφως την ως άνω σύμβαση εξαιτίας της μη αποπληρωμής εκ μέρους των αντισυμβαλλομένων του χρεωστικού υπολοίπου. Δύο μήνες αργότερα, οι ομόρρυθμοι εταίροι σύνηψαν μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο προβλεπόταν ότι ο εναγόμενος καθίστατο εξ ολοκλήρου υπόχρεος για την εξόφληση της απαίτησης της απορρέουσας εκ της σύμβασης πίστωσης. Η ΟΕ περιήλθε σε λύση στις 3-04-2015 και καθώς ο εναγόμενος δεν είχε εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση έναντι της πιστώτριας τράπεζας, η τελευταία προέβη σε συμψηφισμό απαιτήσεων κατά της ενάγουσας από προθεσμιακούς λογαριασμούς καταθέσεων στους οποίους (η ενάγουσα) ήταν συνδικαιούχος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η ενάγουσα ομόρρυθμη εταίρος να ασκήσει αγωγή κατά του εναγομένου με αίτημα την απόδοση του ποσού ύψους 132.061,14 ευρώ (ποσό χρεωστικού υπολοίπου) για την αποπληρωμή του οποίου -δυνάμει της εσωτερικής τους συμφωνίας- ο τελευταίος (ήτοι ο εναγόμενος) ήταν εξ ολοκλήρου υπόχρεος προς τούτο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκανε δεκτή ως ουσία βάσιμη την αγωγή της ενάγουσας και ο εναγόμενος άσκησε έφεση με αίτημα την εξαφάνιση της οριστικής απόφασης. Το Μονομελές Εφετείο επιλαμβανόμενο της εφέσεως του εκκαλούντος, δέχθηκε ότι με βάση το ιδιωτικό συμφωνητικό των διαδίκων αυτός είχε την υποχρέωση να καταβάλλει ο ίδιος εξ ολοκλήρου στην πιστώτρια τράπεζα το χρέος της πρωτοφειλέτιδας εταιρίας. Ως εκ τούτου, απέρριψε την έφεση ως ουσία αβάσιμη με αποτέλεσμα να ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου με αίτημα να ελεγχθούν τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το δικαστήριο κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής και των ισχυρισμών των διαδίκων.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ
Όπως σε όλα τα ένδικα μέσα, έτσι και στην αναίρεση προκειμένου αυτή να είναι παραδεκτή, θα πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Αναλυτικότερα, εν προκειμένω νομιμοποιείτο, τόσο ενεργητικά ο αναιρεσείων ως εκκαλών όσο και παθητικά η αναιρεσίβλητη, ως εφεσίβλητη και δεδομένου ότι η αναίρεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα όπως επιτάσσουν τα άρθρ. 495 επ., 556 και 564 του ΚΠολΔ, κρίσιμο είναι να εξεταστεί το έννομο συμφέρον (άρθρ. 556 του ΚΠολΔ). Το τελευταίο δε, θεμελιώνεται στη βλάβη του διαδίκου και εν προκειμένω, στην απόρριψη των αιτημάτων του αναιρεσείοντος.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ
Ο αναιρεσείων δυνάμει του άρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ισχυρίστηκε ότι υπάρχει ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και δη, των άρθρων του ν. 4072/2012 σε συνδυασμό με τα άρθρα του ΑΚ που αφορούν την ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων. Πιο συγκεκριμένα, κατά το άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν «παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών», ήτοι όταν έχει εμφιλοχωρήσει είτε ψευδής ερμηνεία είτε εσφαλμένη εφαρμογή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Ξεκινώντας από την πρώτη περίπτωση, ψευδής ερμηνεία υφίσταται όταν αποδίδεται στην εκάστοτε διάταξη νόημα διαφορετικό από αυτό που έχει στην πραγματικότητα. Εν προκειμένω, δηλαδή, το σφάλμα έγκειται στη μείζονα πρόταση, ήτοι στην ερμηνεία του κανόνα δικαίου. Αντίθετα, μπορεί να γίνει λόγος περί εσφαλμένης ή κακής εφαρμογής όταν ο δικαστής προσδιορίζει μεν ορθώς την έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια όμως δεν υπαγάγει ορθώς σε αυτόν τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα δέχτηκε ή εάν λαμβάνονται υπόψη πραγματικά περιστατικά κατά παράβαση του νόμου. Τόσο η ψευδής ερμηνεία όσο και η εσφαλμένη εφαρμογή δε, συνιστούν ευθεία παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Με άλλα λόγια, ελέγχονται τυχόν σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων. Έτσι, εξετάζεται αν ορθώς η αγωγή απορρίφθηκε ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμω ή ουσία βάσιμη.
Στην επίδικη διαφορά, ο αναιρεσείων επικαλούμενος τον ως άνω λόγο αναίρεσης ισχυρίστηκε ότι το Εφετείο δεν εφάρμοσε σωστά τα άρθρ. 249, 252, 255 και 258 του ν. 4072/2012 και τα άρθρ. 478, 763, 764 και 777-783 του ΑΚ ως προς το ζήτημα της νομιμότητας και της εγκυρότητας του από 4-3-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού των διαδίκων δυνάμει του οποίου προέκυψε η αξίωση της ενάγουσας. Να σημειωθεί ότι τα προαναφερόμενα άρθρα του ν. 4072/2012, ρυθμίζουν την ευθύνη του νομικού προσώπου έναντι των δανειστών και αποτελούν ius cogens, προβλέποντας ότι όλοι οι εταίροι ευθύνονται με την ατομική τους περιουσία εις ολόκληρον και απεριόριστα για χρέη της εταιρίας, πράγμα που σημαίνει ότι καθένας από τους δανειστές έχει δικαίωμα να αξιώσει την καταβολή του οφειλόμενου ποσού από οποιονδήποτε εταίρο. Όσον αφορά την εσωτερική ευθύνη των εταίρων, οι τελευταίοι είναι καταρχήν ελεύθεροι να προσδιορίσουν οι ίδιοι στο καταστατικό το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στα κέρδη και τις ζημίες της εταιρίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο εταίρος που εξόφλησε με καταβολή από την ατομική του περιουσία εταιρικό χρέος, να μπορεί να στραφεί αναγωγικά κατά των λοιπών εταίρων κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στις ζημίες της εταιρίας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια της εταιρικής σύμβασης είναι δυνατόν οι εταίροι να μεταβάλουν τον όρο περί συμμετοχής τους στα εταιρικά χρέη. Στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητη η τροποποίηση του καταστατικού, οι όροι του οποίου πρέπει να περιβληθούν τις απαιτούμενες διατυπώσεις δημοσιότητας, προκειμένου να είναι έγκυροι, όπως επιτάσσει το άρθρ. 251 του ν. 4072/2012. Διαφορετική είναι, όμως, η περίπτωση στην οποία οι εταίροι καταρτίζουν μεταξύ τους συμφωνία με την οποία προβλέπεται ότι κάποιος από αυτούς ευθύνεται αποκλειστικά για τις μέχρι τη συναφθείσα συμφωνία υφιστάμενες ζημίες της εταιρίας, με συνέπεια να χάνει το δικαίωμα αναγωγής έναντι των υπόλοιπων εταίρων. Εν προκειμένω, η συμφωνία αυτή δεν συνιστά τροποποιητικό όρο και επομένως, έχει δεσμευτική ισχύ, ακόμα και αν εκλείπουν οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις (άρθρ. 251 του ν. 4072/2012).
Όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης των εταίρων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρ. 478 του ΑΚ το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων και ρυθμίζει τη μετακύλιση χρέους από τον οφειλέτη σε τρίτον. Πιο συγκεκριμένα, αν τρίτος υποσχεθεί στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος του, ο δανειστής σε περίπτωση αμφιβολίας δεν αποκτά δικαίωμα από τη σύμβαση αυτή. Η εν λόγω διάταξη, εισάγει ερμηνευτικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο αν δεν καθίσταται σαφής η επιθυμία των μερών, τότε γίνεται λόγος για μία ενοχική σχέση εσωτερικού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη λεγόμενη «σύμβαση ελευθερώσεως» η οποία ως υποσχετική δικαιοπραξία γεννά την υποχρέωση του τρίτου απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του να εξοφλήσει αυτός τον δανειστή. Συνεπώς, σε περίπτωση εκπλήρωσης της παροχής αποσβήνεται ταυτόχρονα και η οφειλή απέναντι στον δανειστή. Στην επίδικη διαφορά δε, η Τράπεζα νομίμως συμψήφισε για την απαίτησή της λογαριασμούς καταθέσεων που ήταν συνδικαιούχος η ενάγουσα λόγω μη εμπρόθεσμης αποπληρωμής του χρεωστικού υπολοίπου. Η τελευταία δε, μπορούσε είτε να στραφεί αναγωγικά κατά του εναγομένου από τη στιγμή που θα ικανοποιούσε τους δανειστές (πράγμα που έπραξε) είτε να προβεί σε αναδοχή χρέους που, όμως, σύμφωνα με το άρθρ. 471 επ. του ΑΚ απαιτείται ο αναδοχέας (εδώ ο εναγόμενος) να συμβληθεί με την Τράπεζα. Βάσει των προαναφερομένων, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ορθά το Εφετείο εφήρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρ. 249, 252, 255, 258 του ν. 4072/2012, αλλά και αυτές αντίστοιχα των άρθρ. 478, 763, 764, 777-783 του ΑΚ ως προς το ζήτημα της νομιμότητας και της εγκυρότητας του από 4-3-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος για ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.
Επιπλέον, ο αναιρεσείων στήριξε την προβαλλόμενη αιτίασή του και στη διάταξη του άρθρ. 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η άσκηση αναιρέσεως είναι επιτρεπτή «αν η απόφαση δεν είχε νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης». Εν προκειμένω στοιχειοθετείται η λεγόμενη εκ πλαγίου (έμμεση) παράβαση η οποία αντιδιαστέλλεται προς την ευθεία παράβαση κανόνα δικαίου (άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ). Πιο αναλυτικά, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρ. 559 αρ. 19 ιδρύεται στις εξής περιπτώσεις: πρώτον, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν γίνεται καμία αναφορά στα πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), δεύτερον όταν εκτίθενται μεν τα περιστατικά που έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας, διαμορφώνοντας την κρίση του, πλην όμως η απαιτούμενη αιτιολογία κρίνεται ανεπαρκής και τρίτον, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης αναφέρονται αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά (αντιφατικές αιτιολογίες).
Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η έλλειψη νόμιμης βάσης υφίσταται όταν στο αιτιολογικό της απόφασης τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά διατυπώνονται ατελώς και ασαφώς, ώστε να μην μπορεί να διαπιστωθεί αν έγινε πράγματι ορθή υπαγωγή τους στον εκάστοτε εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου. Έτσι, ελλείψεις αναφορικά με την ανάλυση και στάθμιση τόσο των αποδεικτικών μέσων όσο και των ισχυρισμών των διαδίκων δεν ελέγχονται αναιρετικά. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης συμπληρώνει εκείνον του άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ. Με άλλα λόγια, ενώ στην περίπτωση της εσφαλμένης υπαγωγής υφίσταται πλήρης και επαρκής περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, εντούτοις εμφιλοχωρεί σφάλμα κατά το στάδιο της υπαγωγής τους ή μη στη μείζονα πρόταση. Στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, ο Άρειος Πάγος λοιπόν λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, απέρριψε τον σχετικό λόγο αναίρεσης με την αιτιολογία ότι η απόφαση του Εφετείου δεν στερείται νόμιμης βάσης ως προς το ζήτημα της νομιμότητας και της εγκυρότητας της επίδικης από 4-3-2015 συμφωνίας των διαδίκων, διότι με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις έγινε δεκτό ότι αυτή (ήτοι η επίδικη συμφωνία) είχε τον χαρακτήρα σύμβασης ελευθερώσεως και εξακολουθούσε να ισχύει στο στάδιο της εκκαθάρισης της εταιρίας.
Ο δεύτερος λόγος αναίρεσης στηριζόταν στο άρθρ. 559 αρ. 11 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα, στο γεγονός ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι προσκόμισαν. Ακολουθώντας το σκεπτικό του δικαστηρίου, είναι αναγκαίο καταρχήν να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 335, 338-340 και 346 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο της ουσίας έχει την υποχρέωση να σχηματίζει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών -που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης-, αφού λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα. Με αυτό τον τρόπο γίνεται αντιληπτό ότι ο λόγος της ΚΠολΔ 559 αρ. 11 εδ. γ΄, αποτελεί έκφανση της αρχής της συζητήσεως (ΚΠολΔ 106) και ειδικότερα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της απόδειξης και ανταπόδειξης που «αναγκάζουν» τον δικαστή να εξετάζει όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων.
Αναλυτικότερα, γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι ο λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αρ. 11 εδ. γ’ του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται στην περίπτωση που στην απόφαση επισημαίνεται μεν το είδος του αποδεικτικού μέσου (λόγου χάριν έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ.), χωρίς όμως να γίνεται ειδική μνεία και αξιολόγηση καθενός εξ αυτών δε. Επομένως, αρκεί η γενική αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων σε συνδυασμό με τις έτερες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες οδηγούν κατά τρόπο αναμφίβολο ή «αδιστάκτως βέβαιο» (κατά τη φρασεολογία του Αρείου Πάγου) στο συμπέρασμα ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων ελήφθησαν υπόψη προκειμένου να διαμορφώσει το δικαστήριο την κρίση του. Ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης δεν ρύθμισε ρητώς τον τρόπο αναφοράς των αποδεικτικών μέσων, αλλά εμπιστεύτηκε την επίλυση του ζητήματος αυτού στη νομολογία, έγκειται στο γεγονός ότι η ανάγκη ιδιαίτερης μνείας κάθε επιμέρους αποδεικτικού μέσου ενέχει -πέρα από αναπόφευκτες καθυστερήσεις- τον κίνδυνο άσκησης αναίρεσης κατά εκείνων των αποφάσεων στις οποίες, ενώ ελήφθησαν υπόψη τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, ο δικαστής από αμέλειά του παρέλειψε να τα αναφέρει στο σκεπτικό του. Συνεπώς, η τακτική αυτή δικαιολογείται από το γενικότερο συμφέρον της αποφυγής διαιώνισης δικών.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η κριτική του κ. Νίκα εν προκειμένω, εφόσον όπως υποστηρίζει, σε ένα σύγχρονο δικονομικό σύστημα μίας ευνομούμενης πολιτείας, επιβάλλεται να μνημονεύονται ειδικώς τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οδήγησαν στη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, εγκυμονούν κίνδυνοι αυθαιρεσιών και καταχρήσεων. Μάλιστα, αυτή η πρακτική της γενικής και αφηρημένης αναφοράς σε ένα αποδεικτικό μέσο, χωρίς να έχει εξακριβωθεί εάν όντως αυτό ελήφθη υπόψη, έχει ως συνέπεια τη συχνή άσκηση εκ μέρους των διαδίκων αιτήσεων αναίρεσης. Επομένως, παρόλο που η εμπιστοσύνη στο έργο του δικαστή θεωρείται δεδομένη, είναι απαραίτητο τέτοια ζητήματα να ρυθμίζονται από «αντικειμενικούς κανόνες διερεύνησης μιας διαφοράς» διότι συμβάλλουν στην καταπολέμηση της έλλειψης διαφάνειας, μίας αδυναμίας-μάστιγας του ελληνικού δικονομικού συστήματος.
Στην εξεταζόμενη αίτηση αναίρεσης, ο αναιρεσείων επεσήμανε ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο ίδιος επικαλέστηκε και προσκόμισε, όπως για παράδειγμα την άδεια ιδρύσεως φαρμακείου, τη βεβαίωση περί διακοπής των εργασιών της εταιρίας, καθώς επίσης και το από 3-02-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό περί συνεργασίας και πώλησης επιχείρησης φαρμακείου. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος διαπίστωσε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνεται ρητή βεβαίωση περί του προαναφερόμενου ζητήματος. Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης απερρίφθη με την αιτιολογία ότι δεν γεννάται καμία αμφιβολία πως το Εφετείο συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα επίμαχα έγγραφα.
Επιπλέον, ο αναιρεσείων επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ, προέβαλλε έναν τέταρτο λόγο αναίρεσης, ήτοι ότι το Εφετείο παραμόρφωσε κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο των παραδεκτά προσκομισθέντων -από τον ίδιο- εγγράφων. Προτού γίνει ανάλυση του επίμαχου άρθρου, αξίζει να επισημανθεί ότι η καθιέρωση του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης, οδήγησε στη διατύπωση επιφυλάξεων σχετικά με τη σκοπιμότητά του, δεδομένου ότι δίνεται εκ πρώτης όψεως η εντύπωση πως, έστω φαινομενικά, νοθεύεται ο κανόνας της ανέλεγκτης αναιρετικά αξιολόγησης και εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου, υφίσταται εμφανής κίνδυνος ο Άρειος Πάγος να μετατραπεί εν τέλει σε ένα ακόμη δικαστήριο ουσίας του οποίου ο έλεγχος θα επεκταθεί και σε θέματα εκτίμησης των αποδείξεων. Για τον λόγο αυτό δε, ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης αφορά μόνο την περίπτωση παραμόρφωσης του περιεχομένου εγγράφου. Με βάση τη διατύπωση του νόμου δε, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: πρώτον, πρέπει το αποδεικτικό μέσο να έχει έγγραφη μορφή και δεύτερον, να παραμορφώνεται το περιεχόμενό του. Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, πάγια η αρεοπαγιτική νομολογία δέχεται ότι κατά την εξέταση του αναιρετικού λόγου του άρθρ. 559 αρ. 20 ΚΠολΔ μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο τα αποδεικτικά εκείνα έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά) κατ’ άρθρ. 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ. Μάλιστα, για την επίκληση του ανωτέρω λόγου αναίρεσης, γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο ουσίας πρέπει να έχει σχηματίσει την επιζήμια για τον αναιρεσείοντα δικανική του κρίση στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στο έγγραφο του οποίου το περιεχόμενο φέρεται παραμορφωμένο. Επομένως, δεν καθιερώνεται ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης όταν το έγγραφο συνεκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να μνημονεύεται ειδικώς αν συνέτρεξε ή όχι το επίμαχο αποδεικτικό γεγονός. Αυτονόητο είναι λοιπόν, ότι ο νομολογιακός αυτός περιορισμός αποσκοπεί στη διασφάλιση της ύπαρξης της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του σφάλματος του δικαστηρίου ουσίας και του διατακτικού της απόφασης.
Εν συνεχεία, η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την παραμόρφωση του εγγράφου η οποία υφίσταται όταν το δικαστήριο ουσίας από αβλεψία ή από άλλο λόγο αναπαράγει το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου το οποίο έχει είτε αλλοιωθεί είτε τροποποιηθεί. Ειδικότερα, θα πρέπει να πρόκειται για εσφαλμένη «ανάγνωση» του εγγράφου και δη, με την παραδοχή κρίσιμων περιστατικών, προφανώς διαφορετικών από εκείνα που πραγματικά διαλαμβάνονται σε αυτό. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραμόρφωσε αφενός το περιεχόμενο του από 3-02-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού και ιδιαίτερα τον όρο που περιείχε -σύμφωνα με τον οποίο όροι και συμφωνίες που ρητά έχουν συνομολογήσει οι συμβαλλόμενοι και τους οποίους έχουν ορίσει ως ουσιώδεις, υπερισχύουν έναντι άλλων προγενέστερων ή μεταγενέστερων όρων και συμφωνιών-, και αφετέρου το περιεχόμενο του από 4-03-2015 συμφωνητικού των εταίρων με το οποίο οι διάδικοι ρύθμιζαν τις εσωτερικές τους σχέσεις και την ευθύνη τους ως εγγυητών έναντι της πρωτοφειλέτιδος τράπεζας, κατόπιν της καταρτίσεως του ως άνω συμφωνητικού.
Ο Άρειος Πάγος, τελικώς ορθά απέρριψε τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ως απαράδεκτο, διότι ο αναιρεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι το Εφετείο υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, δηλαδή ότι το δικαστήριο «ανέγνωσε» εσφαλμένα το έγγραφο με αποτέλεσμα να κάνει δεκτά γεγονότα προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πραγματικά διαλαμβάνονταν στο έγγραφο. Τουναντίον, ο αναιρεσείων με τον ισχυρισμό του υποχρέωσε το δικαστήριο να προβεί σε κατ’ ουσίαν έλεγχο των αποδεικτικών μέσων, πράγμα το οποίο προσκρούει στον κανόνα της ανέλεγκτης αναιρετικά αξιολόγησης και εκτίμησης των αποδείξεων (αρθρ. 561 παρ.1). Σε κάθε περίπτωση όμως, η προβαλλόμενη αιτίαση του αναιρεσείοντος ήταν αβάσιμη και απορριπτέα, καθώς το Εφετείο διαμόρφωσε την κρίση του, συνεκτιμώντας τα προσκομισθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα και όχι βασιζόμενο αποκλειστικά σε αυτά.
Τέλος, ο αναιρεσείων θεώρησε ότι σύμφωνα με το άρθρ. 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείτο της επιβαλλόμενης ειδικής αιτιολογίας και ότι ήταν επιλεκτική όσον αφορά τον κατ’ ένσταση εισαγόμενο (με τις προτάσεις του εναγομένου ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) ισχυρισμό, ο οποίος επαναφέρθηκε αργότερα με σχετικό λόγο έφεσης. Συγκεκριμένα δε, ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε τη σύβαση εντός της οποίας περιλαμβανόταν ο επίμαχος όρος περί εξ ολοκλήρου εξόφλησης του χρέους της εταιρίας, έχοντας πλάνη περί της προαναφερόμενης υποχρέωσης ενώ η συγκεκριμένη ενέργεια δεν ανταποκρινόταν στη βούλησή του. Ο εν λόγω ισχυρισμός δε, ερείδετο στη διάταξη του άρθρ. 140 σε συνδυασμό με το άρθρ. 141 του ΑΚ, όπου προβλέπεται ότι, αν κάποιος συνάπτει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί λόγω ουσιώδους πλάνης με τη βούλησή του, δύναται να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Γίνεται δεκτό στη νομολογία δε, ότι ουσιώδης διάσταση μεταξύ δήλωσης και βούλησης -συνεπεία εσφαλμένης γνώσης από τον δηλούντα- υφίσταται και όταν αυτή (ήτοι η διάσταση) αφορά είτε το είδος της δικαιοπραξίας είτε τις έννομες συνέπειες κάποιου όρου.
Επιπρόσθετα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση του εναγομένου με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος είχε τη δυνατότητα να αναγνώσει προσεκτικά το περιεχόμενο της συμφωνίας και πολλώ μάλλον τους όρους εκείνους που αφορούσαν τον ίδιο, έχοντας μάλιστα την ευκαιρία να ζητήσει τη νομική συνδρομή οποιουδήποτε, ώστε να καταστεί κατανοητός ο βαθμός ευθύνης που αναλάμβανε με τη σύμβαση. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Αρείου Πάγου βάσει της οποίας κρίθηκε ότι το Εφετείο καταλήγοντας σε όμοια κρίση με αυτή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν στερήθηκε της απαιτούμενης νόμιμης βάσης ως προς το ζήτημα της απόρριψης της προβληθείσας ένστασης. Συνεπώς, ο Άρειος Πάγος ορθώς έκρινε και τον τελευταίο λόγο αναίρεσης ως αβάσιμο απορρίπτοντας ως εκ τούτου εν όλω την αίτηση αναίρεσης.
Κλείνοντας, κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται αντιληπτό ότι πολλές φορές τα όρια μεταξύ της νομικής και κατ’ ουσίαν ορθότητας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι δυσδιάκριτα και αυτό διότι, ο Άρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει μόνο τυχόν νομικά σφάλματα, χωρίς να προχωρήσει σε αξιολόγηση των εκτιμήσεων του δικαστή της ουσίας επί των πραγματικών περιστατικών. Εν προκειμένω δε, το Ανώτατο Ακυρωτικό ορθά περιορίστηκε μόνο επί των νομικών ζητημάτων που αναδύονται δυνάμει των λόγων αναίρεσης και δη, ορθά απέρριψε τον τέταρτο λόγο αναίρεσης ο οποίος «εξανάγκαζε» το δικαστήριο να εξετάσει το περιεχόμενο αποδεικτικών εγγράφων, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.