Από την: Ελπίδα Γεωργιακάκη, φοιτήτρια της Νομικής Αθηνών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε μια ενδιαφέρουσα κρίση προχώρησε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την απόφαση υπ’ αριθμό ΑΠ 1/2022, σχετικά με την αρμοδιότητα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες να αποφαίνεται για τη δέσμευση των εν γένει περιουσιακών στοιχείων των κατηγορουμένων κατά το διάστημα της άσκησης της ποινικής δίωξης.

Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ρυθμίζεται στα άρθρα 47 επ. του ν. 4557/2018, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2015/849/ΕΕ. Ειδικότερα, σκοπός της εν λόγω Αρχής είναι η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και την καταπολέμηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (47 παρ. 1 ν. 4557/2018). Όπως κάθε άλλη ανεξάρτητη αρχή, έτσι και αυτή απολαμβάνει λειτουργική και διοικητική ανεξαρτησία (47 παρ.2 ν. 4557/2018). Ο Πρόεδρος της, ο οποίος πρέπει να είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, είναι υπεύθυνος για την διεύθυνση των εργασιών της Αρχής και για την δικαστική και εξώδικη εκπροσώπησή της (47 παρ. 3 και 5 ν. 4557/2018).

H Αρχή χωρίζεται ακόμη σε τρείς επιμέρους ομάδες, οι οποίες υπάγονται στον έλεγχο του Προέδρου: την Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών, την Μονάδα Χρηματοοικονομικών Κυρώσεων και την Μονάδα Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (άρθρο 48 ν. 4557/2018). Οι Μονάδες αυτές έχουν πρόσβαση σε οποιδήποτε αναγκαίο αρχείο και πληροφορία, μπορούν να διενεργούν ελέγχους, ενώ δεν εφαρμόζεται σε αυτές οποιοδήποτε είδος απορρήτου (άρθρο 49 ν. 4557/2018).1

Εν προκειμένω, οι κατηγορούμενοι διώκονταν για τα εγκλήματα της εγκληματικής οργάνωσης (ΠΚ 187), της φοροδιαφυγής (ν. 4174/2013) και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ν. 4557/2018). Για το λόγο αυτό, η ανωτέρω Αρχή, με διάταξη του Προέδρου της, τους επέβαλε δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματιστηριακών προϊόντων, χωρίς να αποκλείει και την πίστωσή τους ή την απαγόρευση ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων θησαυροφυλακίου ή την μεταβίβασή των ανωτέρω με οποιαδήποτε άλλο τρόπο (άρθρο 42 ν. 4557/2018). Ωστόσο, οι κατηγορούμενοι άσκησαν προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστικό Συμβούλιο. Το τελευταίο δέχτηκε ότι η διάταξη περί δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων των κατηγορουμένων εκδόθηκε από αναρμόδια αρχή, καθώς, εφόσον έχει ήδη ασκηθεί η ποινική δίωξη και διενεργείται κύρια ανάκριση, μόνοι αρμόδιοι για μια τέτοια απόφαση είναι ο ανακριτής και το δικαστικό συμβούλιο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 2, 40 και 42 του ν. 4557/2018.

Αντίθετα, ο Πρόεδρος της Αρχής έχει την ανωτέρω δυνατότητα έως ότου φτάσει η δικογραφία στον εισαγγελέα, και σε κάθε περίπτωση πριν την κύρια ανάκριση. Εναντίον του βουλεύματος αυτού άσκησε αναίρεση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υποστηρίζοντας πως το Συμβούλιο διέπραξε το παράπτωμα της υπέρβασης εξουσίας (ΚΠΔ 484 παρ. 1 περ. στ). Τελικά, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε πως πράγματι υφίσταται υπέρβαση εξουσίας στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς μετά από μια εκτενή αιτιολόγηση κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η αρμοδιότητα του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου και του προέδρου της Αρχής περί δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να ασκηθεί παράλληλα, χωρίς να θίγεται κανένα από τα δύο όργανα. Έτσι λοιπόν, το βούλευμα αναιρέθηκε και παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο συμβούλιο (ΚΠΔ 485 παρ. 1 και 519).

Σχετικά με το ένδικο μέσο που άσκησε ο εισαγγελέας στην επίδικη υπόθεση, την αναίρεση κατά βουλεύματος, οφείλουμε να αναφέρουμε τα εξής: με αυτήν ελέγχεται το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου για τα νομικά σφάλματα και μόνο για συγκεκριμένους νομικούς λόγους (ΚΠΔ 484). Σε αντίθεση με την έφεση, η αναίρεση κατά βουλεύματος μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον εισαγγελέα, είτε πρόκειται για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, είτε για τον εισαγγελέα εφετών, είτε για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ΚΠΔ 483). Επιπλέον, ισχύουν και εδώ οι γενικές αρχές των ένδικων μέσων, δηλαδή το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (ΚΠΔ 468), το επεκτατικό (ΚΠΔ 469) και το ανασταλτικό (ΚΠΔ 471).

Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί εδώ πως η αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου (ΚΠΔ 470) είναι ανεφάρμοστη σε κάθε διαδικασία επί του δικαστικού συμβουλίου. Η προθεσμία για την άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου μέσου είναι 10 ημέρες από την δημοσίευση της απόφασης ή 30 μέρες από την επίδοσή της, αν ο δικαιούμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι αγνώστου διαμονής (ΚΠΔ 473). Ως προς το παραδεκτό, θα πρέπει ακόμα να παρέχεται το δικαίωμα άσκησης από το νόμο, να ασκείται νομότυπα και να υπάρχει έννομο συμφέρον. Επιπλέον, για να είναι παραδεκτό το ένδικο μέσο και να μπορέσει κατόπιν να εξεταστεί η βασιμότητά του, θα πρέπει να περιέχει έναν τουλάχιστον ορισμένο και σαφή λόγο. Τέλος, η συζήτηση διεξάγεται στον Άρειο Πάγο σύμφωνα με το άρθρο ΚΠΔ 485.2

Εν προκειμένω, ο μοναδικός αναιρετικός λόγος που προέβαλε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είναι η υπέρβαση εξουσίας (ΚΠΔ 484 παρ.1στ). Ειδικότερα, η υπέρβαση εξουσίας διακρίνεται σε θετική και αρνητική. Η θετική υφίσταται, όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Από την άλλη, η αρνητική υπάρχει όταν το ίδιο παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, ακόμα και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αναφέρει μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις εδώ, όπως για παράδειγμα όταν το δικαστήριο έκρινε υπόθεση ή προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σε άλλη δικαιοδοσία ή καταδίκασε για έγκλημα που δεν είχε υποβληθεί έγκληση ή άδεια δίωξης ή έκδοση. Ακόμη, υπέρβαση εξουσίας υπάρχει και όταν παραβιάζεται το μεταβιβαστικό ή το επεκτατικό αποτέλεσμα ενός ένδικου μέσου, όταν παραβιάζεται η καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμοδιότητα, όταν παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών κ.λπ.. Έτσι λοιπόν, η υπέρβαση εξουσίας, έχοντας σημαντικό αντίκρισμα στο βούλευμα που θα εκδοθεί, καταλήγει να είναι ένας από τους σπουδαιότερους λόγους αναίρεσης3

Η ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΑΦΥΟΜΕΝΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Το πιο κρίσιμο νομοθέτημα στον οποίο στήριξε την κρίση του εδώ το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο είναι ο νόμος 4557/2018. Ο νόμος αυτός προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Το έγκλημα αυτό δεν ήταν πάντοτε γνώριμο στην Ελλάδα. Αντιθέτως, η ποινικοποίησή του έγινε μόλις το 1993. Με έναν πρόχειρο ορισμό θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για «τη διαδικασία μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο ώστε μετά να εμφανίζεται νόμιμη η προέλευσή τους». Το έγκλημα αυτό στηρίζεται ουσιαστικά σε ένα άλλο βασικό έγκλημα, από το οποίο προέρχονται τα παράνομα έσοδα που θα νομιμοποιηθούν αργότερα.

Τα «βασικά» αυτά εγκλήματα προβλέπονται περιοριστικά στο νόμο 4557/2018 στο άρθρο 4. Ως προς το προστατευόμενο έννομο αγαθό έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με μία από αυτές, σκοπός του νόμου είναι να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία της οικονομίας. Κατά άλλη άποψη, το έννομο αγαθό διαφέρει κάθε φορά, ανάλογα με το βασικό έγκλημα που τελείται, ενώ σε κάθε περίπτωση ενδυναμώνεται η εγκληματική οργάνωση. Κατά μια τρίτη άποψη, το έγκλημα έχει δημόσιο χαρακτήρα και θίγει υπερατομικά έννομα αγαθά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις του νόμου δικαιολογούν απλώς τη δυνατότητα δήμευσης των εσόδων από τα εγκλήματα. Ωστόσο, η άποψη που τελικά επικράτησε είναι πως προστατευόμενο έννομο αγαθό δεν είναι άλλο, παρά μόνο η απονομή δικαιοσύνης, υπό τις διάφορες εκφάνσεις της.4

Το παραδοσιακό μοντέλο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες περιλαμβάνει τρία στάδια. Κατά το πρώτο, την «τοποθέτηση» (placement), μεγάλες ποσότητες μετρητών εισχωρούν στο νόμιμο χρηματοπιστωτικό σύστημα με διάφορες τεχνικές. Στο δεύτερο στάδιο, τη «διαστρωμάτωση» (layering), τα έσοδα αυτά διαχωρίζονται από την πηγή τους, έτσι ώστε να μην μπορούν να ταυτοποιηθούν με τον πραγματικό τους δικαιούχο. Τέλος, στο τρίτο στάδιο, την «ολοκλήρωση» (integration), τα ανωτέρω έσοδα αρχίζουν να κυκλοφορούν στην αγορά ως νόμιμα -πλέον- έσοδα. Τα τρία αυτά στάδια μπορούν να συντρέχουν ή και να συνδυάζονται μεταξύ τους. Οι ποινικές κυρώσεις σε κάθε περίπτωση προβλέπονται στο άρθρο 39 του ν. 4557/2018.5

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 αυτού, όταν διεξάγεται ανάκριση για εγκλήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτό της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 2 και 4 ν. 4557/2018), ο ανακριτής μπορεί με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα να δεσμεύσει τους λογαριασμούς ή τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή το περιεχόμενο των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, καθώς και να ενημερώνεται για τις διενεργούμενες συναλλαγές του, χωρίς να υπάρχει εδώ η δέσμευση του τραπεζικού απορρήτου. Οι παραπάνω ενέργειες μπορούν να διαταχθούν όχι μόνο με διάταξη του ανακριτή, αλλά και με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου κατά την προκαταρκτική εξέταση ή την προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 4557/2018 και με την επιφύλαξη του άρθρου ΚΠΔ 36 παρ. 2.

Και οι δύο τρόποι επιβολής της δέσμευσης επέχουν θέση έκθεσης κατάσχεσης. Αυτό σημαίνει πως δεν απαιτείται προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου, αλλά αρκεί η γνωστοποίηση με κάθε μέσο, εφόσον εξασφαλίζεται η έγγραφη απόδειξη και γίνεται επίσης καταχώρηση της εγγραφής στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολογικό γραφείο ή στο γραφείο νηολογίου ή σε άλλη υπηρεσία. Απαιτείται επιπλέον επίδοση της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στον κατηγορούμενο και σε οποιοδήποτε τρίτο δικαιούχο εντός 20 ημερών από την έκδοση τους. Σε κάθε περίπτωση η δέσμευση ξεκινάει να ισχύει από τη γνωστοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Αξίζει να αναφερθεί εδώ πως καλόπιστοι τρίτοι, που έχουν αποκτήσει προγενέστερα δικαιώματα επί των δεσμευθέντων δεν θίγονται. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επισημανθεί πως η δέσμευση δεν είναι απεριόριστη. Αντιθέτως, εξαιρούνται από αυτή τα ποσά που κρίνονται αναγκαία για τις βιοτικές ανάγκες του κατηγορουμένου και της οικογένειάς του, καθώς και τα έξοδα για την νομική του υποστήριξη, ποσά για τα οποία μπορούν οι δικαιούχοι να ζητήσουν την αποδέσμευσή τους.

Ωστόσο, τόσο η διάταξη του ανακριτή, όσο και το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου δεν είναι ανεπίδεκτα προσβολής. Έτσι, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η δέσμευση μπορεί να προσφύγει στο δικαστικό συμβούλιο και είτε να ζητήσει την άρση ή ανάκληση αυτής, είτε τον περιορισμό της σε περιουσιακό στοιχείο μικρότερης αξίας. Όμως, η προθεσμία άσκησης αυτής της προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της δέσμευσης. Πέρα από την ανωτέρω προσφυγή, η δέσμευση μπορεί να αρθεί ή να περιοριστεί και αυτεπαγγέλτως αν προκύψουν νέα στοιχεία ή μεταβληθούν σημαντικά οι περιστάσεις και τούτο κρίνεται αναγκαίο. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα ΚΠΔ 311 παρ. 3, 373 και 544.

Παράλληλα, στο άρθρο 42 του ν. 4557/2018 προβλέπεται και η δυνατότητα επιβολής της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων ή της αναστολής εκτέλεσης μιας συγκεκριμένης συναλλαγής από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Για να γίνει αυτό, πέρα από τις ανωτέρω προϋποθέσεις απαιτείται επίσης να συντρέχει και το στοιχείο της επείγουσας περίπτωσης κατά την διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, δηλαδή να υφίσταται άμεσος κίνδυνος να χαθούν τα ίχνη που θα οδηγήσουν στην αποκάλυψη του εγκλήματος (άρθρο 42 παρ. 7 σε συνδυασμό με παρ. 1-3 και άρθρο 48 παρ. 2δ). Τότε, αντίγραφο της διάταξης του Προέδρου μεταβιβάζεται και στον αρμόδιο εισαγγελέα και η έρευνα της Αρχής μπορεί να συνεχιστεί κανονικά χωρίς κανένα εμπόδιο. Εάν όμως από την έρευνα δεν εξακριβωθούν οι υπόνοιες που υπάρχουν για την τέλεση του αδικήματος, θα πρέπει να διαταχθεί η άρση της προσωρινής δέσμευσης.

Μάλιστα, εδώ ο Πρόεδρος αρκεί να έχει βάσιμες υπόνοιες για την τέλεση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, και όχι σοβαρές ενδείξεις, όπως απαιτείται συνήθως. Αυτό εξυπηρετεί στην ευχέρεια της δήμευσης και την εξασφάλιση του δημευτέου αντικειμένου, καθώς επίσης και στην ταχύτητα και ευελιξία της διαδικασίας. Ακόμη, η δέσμευση αυτή αποτελεί ένα «προπαρασκευαστικό στάδιο» για την μεταγενέστερη κατάσχεση και δήμευση, ενώ συγχρόνως διακόπτει τη σύνδεση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ της εγκληματικής δράσης και του τραπεζικού συστήματος. Επίσης, είναι σημαντικό να επισημανθεί στο σημείο αυτό, πως τόσο η έρευνα της Αρχής, όσο και η πράξη του Προέδρου είναι διοικητικής φύσεως, με αποτέλεσμα να μην εντάσσονται στο προανακριτικό έργο των οργάνων της ποινικής δικαιοσύνης και να μην τυγχάνει εφαρμογής σε αυτές ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Έτσι, προκύπτει ότι οι ενέργειες του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου μπορούν να βαίνουν παράλληλα με αυτές της Αρχής.6

Με το τελευταίο αυτό ζήτημα ασχολήθηκε ιδιαιτέρως η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην επίδικη υπόθεση κατά την εξέταση της αίτησης αναίρεσης του εισαγγελέα κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ειδικότερα, το μείζων ζήτημα που τέθηκε με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης ήταν αν το δικαστικό συμβούλιο, αποδεχόμενο την προσφυγή των κατηγορουμένων και διατάζονταν την άρση της δέσμευσης που τους είχε επιβάλλει ο Πρόεδρος της Αρχής (δέσμευση λογαριασμών/τίτλων/χρηματοπιστωτικών προϊόντων, απαγόρευση ανοίγματος θυρίδων θησαυροφυλακίου, απαγόρευση εκποίησης και μεταβίβασης ακινήτων), υπέπεσε σε υπέρβαση εξουσίας (ΚΠΔ 484 παρ.1στ). Και αυτό γιατί, η ποινική δίωξη είχε ασκηθεί και βρισκόταν στο στάδιο της ανάκρισης, και επομένως κατά το συμβούλιο υπάρχει αποκλειστική αρμοδιότητα του ίδιου ή του ανακριτή για επιβολή της ανωτέρω δέσμευσης.

Έτσι, σύμφωνα με την ίδια γνώμη, αν ο Πρόεδρος της Αρχής έχει εκδώσει διάταξη για δέσμευση της περιουσίας ενός προσώπου, και κατόπιν ασκηθεί η ποινική δίωξη, προκειμένου να συνεχίσει να έχει ισχύς η ανωτέρω διάταξη θα πρέπει να αποφανθεί περί αυτού ο ανακριτής, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, και το δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Παράλληλα δεν συντρέχει εδώ και το στοιχείο του «επείγοντος» για την έκδοση της διάταξης του Προέδρου, αφού η περιουσία του κατηγορουμένου βρίσκεται ήδη υπό έρευνα από τον ανακριτή, ο οποίος μπορεί να επιβάλει οποιοδήποτε μέτρο ή ανακριτική πράξη κρίνει αναγκαίο. Μάλιστα, κατά το συμβούλιο, η δέσμευση αυτή της Αρχής δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα από τα διωκτικά μέτρα του ποινικού συστήματος, με αποτέλεσμα να μπορεί να ελεγχθεί και αυτή από το δικαστικό συμβούλιο (άρθρα 42 παρ.4-5 ν. 4557/2018 και 96 παρ. 1 Σ και ΣΤΕ 4427/2014, 4428/2014).

Σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν περιττή και δογματικώς παράδοξη η πρόβλεψη της δυνατότητας επιβολής της δέσμευσης από τον ανακριτή (άρθρο 42 ν. 4557/2018), αφού σε κάθε περίπτωση ο Πρόεδρος της Αρχής θα μπορούσε να λάβει ο ίδιος το επαχθές αυτό δικονομικό μέτρο χωρίς τη συνδρομή του πρώτου. Κατά την κρίση, επομένως, του δικαστικού συμβουλίου δεν υφίσταται συντρέχουσα αρμοδιότητα του ανακριτή και του Προέδρου της Αρχής.

Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος διαφώνησε με το ανωτέρω βούλευμα. Έκρινε δηλαδή πως η μεταβίβαση των πληροφοριών που έχει συλλέξει η Αρχή στον Εισαγγελέα δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση των ερευνών της, ούτε την καθιστά αναρμόδια. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με το γράμμα και το σκοπό του νόμου και θα καθιστούσε την διαδικασία περίπλοκη και ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 42 παρ. 5 ν.4557/2018 και 15 ν. 4637/2019). Επιπλέον, η άποψη αυτή του συμβουλίου οδηγεί στην υιοθέτηση μιας χρονοβόρας διαδικασίας, αφού για κάθε επιμέρους πράξη θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, αλλά και να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις (άρθρο 42 ν. 4557/2018) και να τηρούνται οι ποινικοί δικονομικοί κανόνες. Επιπροσθέτως, όχι μόνο δεν εντάσσεται στο ποινικό σύστημα η διάταξη του Προέδρου της Αρχής, αλλά υπάγεται στο ειδικό καθεστώς του ν. 4557/2018. Με αυτόν τον τρόπο οι έρευνες της Αρχής διαθέτουν ευελιξία, καθώς είναι δυνατή η ανταλλαγή πληροφοριών με τους παράγοντες της ποινικής δίκης και η πρόσβαση σε αρχεία και δεδομένα, ενώ εξακολουθεί να μην ισχύει και εδώ το τραπεζικό/φορολογικό/χρηματιστηριακό ή επαγγελματικό απόρρητο (άρθρο 49 ν. 4557/2018).

Συμπερασματικά, ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης και αναγνώρισε την θετική υπέρβαση εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου. Εφόσον η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο μπορούν να διεξάγονται συγχρόνως, δεν τίθεται θέμα αναρμοδιότητας. Έτσι, η υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα κρίση στο συμβούλιο, το οποίο όμως θα πρέπει να συγκροτηθεί υπό νέα σύνθεση (ΚΠΔ 485 παρ. 1 και 519).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ο Άρειος Πάγος σε αυτήν την υπόθεση προχώρησε, κατά τη γνώμη της γράφουσας, σε μια σωστή κρίση, ερμηνεύοντας ορθά το νόμο. Και αυτό διότι, αν το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου γινόταν δεκτό, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα όλη η διαδικασία της δέσμευση και της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων των κατηγορουμένων να αποτελεί μια χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία, πράγμα το οποίο θα απόβαινε στο τέλος υπέρ των κατηγορουμένων. Σε ένα τόσο σοβαρό έγκλημα όμως, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι πολύ σημαντικό η κάθε διαδικασία και κίνηση των αρμόδιων αρχών να είναι γρήγορη και συνεπής. Διαφορετικά η καταπολέμησή του θα είναι δυσχερής και ακατόρθωτη.

Συγχρόνως, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έγκλημα δεν έχει άμεσους παθόντες, αλλά αντίθετα θίγονται υπερατομικά έννομα αγαθά, όπως η ομαλή λειτουργία της οικονομία, ή επίσης ενδυναμώνονται οι εγκληματικές οργανώσεις και προκαλούνται άλλα εγκλήματα, όπως η αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος (ΠΚ 394) ή η υπόθαλψη εγκληματία (ΠΚ 231). Όλα αυτά επηρεάζουν άμεσα την κοινωνία και τους ανθρώπους της. Συνεπώς, δεν θα πρέπει η έννομη τάξη να προσκρούει στην αυστηρή ερμηνεία μιας διάταξης, αλλά να επιδιώκει την καλύτερη δυνατή λύση για την καταπολέμηση του εγκλήματος και την προστασία του συνόλου. Και αυτό ακριβώς κατάφερε εδώ και ο Άρειος Πάγος.

 

Πηγή: https://nomikospalmos.wordpress.com/