Γράφει ο κ. Λεωνίδας Χ. Στάμος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Maître en Droit
Η ύπαρξη δύο παράλληλων νομοθετικών πλαισίων, ενός παλαιότερου και γενικού (Ν. 3156/2003) και ενός νεότερου και ειδικού (Ν. 4354/2015), δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη νομική κρίση που ακολούθησε. Η κρίση αυτή πυροδοτήθηκε από μια στρατηγική επιλογή: οι μαζικές τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής» δομήθηκαν νομικά με βάση τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και όχι του Ν. 4354/2015.
Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία. Αποτέλεσε έναν υπολογισμένο κίνδυνο, όπου η ανάγκη για ταχύτητα και λειτουργική ευελιξία υπερίσχυσε της ανάγκης για απόλυτη νομική βεβαιότητα.
Ο Ν. 4354/2015, αν και παρείχε ρητή δικονομική νομιμοποίηση στους servicers, περιείχε ταυτόχρονα και πιο επαχθείς διαδικαστικές προϋποθέσεις, ιδίως όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, όπως η υποχρέωση προηγούμενης πρόσκλησης του δανειολήπτη για ρύθμιση πριν από την πώληση της απαίτησης.
Τέτοιες διαδικασίες, αν και ορθές σε μεμονωμένες περιπτώσεις, θα καθιστούσαν εξαιρετικά χρονοβόρα και πολύπλοκη τη διαδικασία της μαζικής τιτλοποίησης χαρτοφυλακίων με χιλιάδες δάνεια, όπως απαιτούσε το πρόγραμμα «Ηρακλής» για την ταχεία εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών.
Ο Ν. 3156/2003, σχεδιασμένος για εμπορικές συναλλαγές, προσέφερε ένα πιο ευέλικτο και γρήγορο πλαίσιο. Οι ιθύνοντες πόνταραν στο ότι τα δικαστήρια, σταθμίζοντας τον προφανή οικονομικό σκοπό του προγράμματος «Ηρακλής», θα προέβαιναν σε μια τελολογική ερμηνεία του νόμου, αναγνωρίζοντας τη νομιμοποίηση των servicers ακόμη και υπό το καθεστώς του 2003.

Αυτή η στρατηγική επιλογή, ωστόσο, οδήγησε σε μια βαθιά διχογνωμία στη νομολογία. Ορισμένα δικαστήρια της ουσίας, αλλά και τμήματα του Αρείου Πάγου, υιοθέτησαν μια αυστηρά γραμματική ερμηνεία.
Με εμβληματική την απόφαση 822/2022 του Α2 Τμήματος, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι εφόσον ο Ν. 3156/2003 δεν παρέχει ρητά την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, οι Εταιρείες Διαχείρισης δεν διαθέτουν ενεργητική νομιμοποίηση να επισπεύδουν πλειστηριασμούς για απαιτήσεις που τιτλοποιήθηκαν με βάση τον νόμο αυτό.15 Η προσέγγιση αυτή ακολουθούσε την κλασική αρχή ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, ως απόκλιση από τον κανόνα που θέλει τον δικαιούχο της απαίτησης να είναι και ο μόνος που νομιμοποιείται να την επιδιώξει δικαστικά, πρέπει να προβλέπεται ρητά και να ερμηνεύεται στενά.
Αντίθετα, άλλες αποφάσεις του ίδιου του Αρείου Πάγου (όπως οι ΑΠ 1102/2022, 1343/2022 και 865/2022) κατέληξαν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, κρίνοντας ότι οι servicers νομιμοποιούνται, προβαίνοντας σε μια πιο συστηματική και τελολογική ερμηνεία των δύο νόμων. Αυτή η ανεπίτρεπτη νομολογιακή αντίφαση επί ενός ζητήματος με τεράστιες οικονομικές προεκτάσεις δημιούργησε ένα καθεστώς απόλυτης ανασφάλειας δικαίου.
Η κατάσταση αυτή κατέστησε αναπόφευκτη την παραπομπή του ζητήματος προς οριστική επίλυση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την παραπεμπτική απόφαση ΑΠ 1873/2022, προκειμένου να αποκατασταθεί η ενότητα της νομολογίας και να αρθεί το αδιέξοδο.15
*Η συνέχεια σε επόμενα άρθρα που θα δημοσιευθούν στο D.
Διαβάστε επίσης: