Σε μια ιστορική στγια τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump δήλωσε «αθώος» και στις 34 κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν περί παραποίησης επαγγελματικών εγγράφων, σε μια κατάμεστη δικαστική αίθουσα του Manhattan, και αφέθηκε ελεύθερος, χωρίς εγγύηση, μέχρι τη δίκη.
Το κατηγορητήριο, το πρώτο εναντίον πρώην προέδρου, αποσφραγίστηκε, σε μια σύντομη διαδικασία ενώπιον του δικαστή Juan Merchan.
Η διαδικασία κράτησε περίπου δύο ώρες και ολοκληρώθηκε στις 22:30 (ώρα Ελλάδος), οπότε ο πρώην πρόεδρος και η συνοδεία του μετέβησαν στο αεροδρόμιο La Guardia για να επιστρέψoυν στη Φλόριντα.
Η παραποίηση επαγγελματικών εγγράφων είναι κακούργημα, σύμφωνα με το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, αλλά οι προβλεπόμενες ποινές είναι από τις πιο ελαφριές, με μέγιστη τα τέσσερα χρόνια για κάθε αδίκημα.
Το κατηγορητήριοΤο Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης απήγγειλε στον Trump 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων σε πρώτο βαθμό.
«Η πολιτεία της Νέας Υόρκης υποστηρίζει ότι ο Donald Trump παραποίησε επανειλημμένως και με δόλο επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αποκρύψει επιζήμιες πληροφορίες από το εκλογικό κοινό κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016», δήλωσε ο εισαγγελέας.
«Το Manhattan φιλοξενεί τη σημαντικότερη επιχειρηματική αγορά στη χώρα.
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε επιχειρήσεις της Νέας Υόρκης να χειραγωγούν τα αρχεία τους για να καλύψουν εγκληματικές συμπεριφορές (…)
Έχουμε την ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα και τα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2017, ο Trump ενορχήστρωσε το σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» μέσω μιας σειράς πληρωμών, τις οποίες στη συνέχεια απέκρυψε με ψευδείς επιχειρηματικές καταχωρήσεις τους επόμενους μήνες.
Σε μια περίπτωση, η American Media Inc (ΑΜΙ) κατέβαλε 30.000 δολάρια σε έναν πρώην θυρωρό στον Πύργο Trump, ο οποίος ισχυριζόταν ότι γνώριζε την ιστορία ενός παιδιού που ο Trump είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Σε άλλη περίπτωση, η AMI πλήρωσε 150.000 δολάρια σε μια γυναίκα που ισχυρίστηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Trump.
Όταν εκείνος ζήτησε από δικηγόρο που εργαζόταν τότε ως «ειδικός σύμβουλος» για τον Οργανισμό Trump να επιστρέψει τα χρήματα στην AMI, ο ειδικός σύμβουλος συμβούλευσε τον Trump ότι η καταβολή θα έπρεπε να γίνει από μια εταιρία-κέλυφος και όχι με μετρητά.
Η AMI αρνήθηκε τελικά την αποζημίωση, κατόπιν διαβούλευσης με τον νομικό της σύμβουλο.
Η AMI – η οποία αργότερα παραδέχθηκε, στο πλαίσιο συμφωνίας με ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, ότι η συμπεριφορά της ήταν παράνομη – έκανε ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία της σχετικά με τον πραγματικό σκοπό της καταβολής των 150.000 δολαρίων.
Σε μια τρίτη περίπτωση – 12 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές – ο ειδικός σύμβουλος (του Οργανισμού Τραμπ) έστειλε 130.000 δολάρια σε δικηγόρο μιας ηθοποιού ταινιών για ενηλίκους. Η πληρωμή είχε γίνει από μια εταιρία-κέλυφος που χρηματοδοτήθηκε μέσω τράπεζας του Μανχάταν. Ο ειδικός σύμβουλος ομολόγησε αργότερα την ενοχή του και εξέτισε ποινή φυλάκισης για την παράνομη καταβολή χρημάτων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Trump αποζημίωσε τον ειδικό σύμβουλο με μια σειρά μηνιαίων επιταγών, αρχικά από ανακλητό καταπίστευμα του Donald Trump – που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού Trump κατά τη διάρκεια της προεδρίας του – και αργότερα από προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του Trump.
Συνολικά εκδόθηκαν 11 επιταγές με ψευδή αιτιολόγηση.
Εννέα από αυτές τις επιταγές υπογράφηκαν από τον Trump.
Όλες τις επιταγές διαχειρίστηκε ο Οργανισμός Trump και έφεραν τον μανδύα της πληρωμής για νομικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν δυνάμει ανύπαρκτης συμφωνίας.
Έγιναν συνολικά 34 ψευδείς καταχωρήσεις σε επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, για να μείνει κρυφή η αρχική πληρωμή των 130.000 δολαρίων.
Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο έλαβαν μέτρα για να παραποιήσουν – για φορολογικούς σκοπούς – την πραγματική φύση των αποζημιώσεων.Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Trump και οι δικηγόροι του μπορούν να εξετάσουν πλήρως την έκταση των κατηγοριών εναντίον του και τι πρέπει να αποδείξουν οι εισαγγελείς στη δίκη.
Η διαδικασία κράτησε περίπου δύο ώρες και ολοκληρώθηκε στις 22:30 (ώρα Ελλάδος), οπότε ο πρώην πρόεδρος και η συνοδεία του μετέβησαν στο αεροδρόμιο La Guardia για να επιστρέψoυν στη Φλόριντα.
Η παραποίηση επαγγελματικών εγγράφων είναι κακούργημα, σύμφωνα με το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, αλλά οι προβλεπόμενες ποινές είναι από τις πιο ελαφριές, με μέγιστη τα τέσσερα χρόνια για κάθε αδίκημα.
Το κατηγορητήριοΤο Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης απήγγειλε στον Trump 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων σε πρώτο βαθμό.
«Η πολιτεία της Νέας Υόρκης υποστηρίζει ότι ο Donald Trump παραποίησε επανειλημμένως και με δόλο επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αποκρύψει επιζήμιες πληροφορίες από το εκλογικό κοινό κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016», δήλωσε ο εισαγγελέας.
«Το Manhattan φιλοξενεί τη σημαντικότερη επιχειρηματική αγορά στη χώρα.
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε επιχειρήσεις της Νέας Υόρκης να χειραγωγούν τα αρχεία τους για να καλύψουν εγκληματικές συμπεριφορές (…)
Έχουμε την ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα και τα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2017, ο Trump ενορχήστρωσε το σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» μέσω μιας σειράς πληρωμών, τις οποίες στη συνέχεια απέκρυψε με ψευδείς επιχειρηματικές καταχωρήσεις τους επόμενους μήνες.
Σε μια περίπτωση, η American Media Inc (ΑΜΙ) κατέβαλε 30.000 δολάρια σε έναν πρώην θυρωρό στον Πύργο Trump, ο οποίος ισχυριζόταν ότι γνώριζε την ιστορία ενός παιδιού που ο Trump είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Σε άλλη περίπτωση, η AMI πλήρωσε 150.000 δολάρια σε μια γυναίκα που ισχυρίστηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Trump.
Όταν εκείνος ζήτησε από δικηγόρο που εργαζόταν τότε ως «ειδικός σύμβουλος» για τον Οργανισμό Trump να επιστρέψει τα χρήματα στην AMI, ο ειδικός σύμβουλος συμβούλευσε τον Trump ότι η καταβολή θα έπρεπε να γίνει από μια εταιρία-κέλυφος και όχι με μετρητά.
Η AMI αρνήθηκε τελικά την αποζημίωση, κατόπιν διαβούλευσης με τον νομικό της σύμβουλο.
Η AMI – η οποία αργότερα παραδέχθηκε, στο πλαίσιο συμφωνίας με ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, ότι η συμπεριφορά της ήταν παράνομη – έκανε ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία της σχετικά με τον πραγματικό σκοπό της καταβολής των 150.000 δολαρίων.
Σε μια τρίτη περίπτωση – 12 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές – ο ειδικός σύμβουλος (του Οργανισμού Τραμπ) έστειλε 130.000 δολάρια σε δικηγόρο μιας ηθοποιού ταινιών για ενηλίκους. Η πληρωμή είχε γίνει από μια εταιρία-κέλυφος που χρηματοδοτήθηκε μέσω τράπεζας του Μανχάταν. Ο ειδικός σύμβουλος ομολόγησε αργότερα την ενοχή του και εξέτισε ποινή φυλάκισης για την παράνομη καταβολή χρημάτων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Trump αποζημίωσε τον ειδικό σύμβουλο με μια σειρά μηνιαίων επιταγών, αρχικά από ανακλητό καταπίστευμα του Donald Trump – που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού Trump κατά τη διάρκεια της προεδρίας του – και αργότερα από προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του Trump.
Συνολικά εκδόθηκαν 11 επιταγές με ψευδή αιτιολόγηση.
Εννέα από αυτές τις επιταγές υπογράφηκαν από τον Trump.
Όλες τις επιταγές διαχειρίστηκε ο Οργανισμός Trump και έφεραν τον μανδύα της πληρωμής για νομικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν δυνάμει ανύπαρκτης συμφωνίας.
Έγιναν συνολικά 34 ψευδείς καταχωρήσεις σε επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, για να μείνει κρυφή η αρχική πληρωμή των 130.000 δολαρίων.
Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο έλαβαν μέτρα για να παραποιήσουν – για φορολογικούς σκοπούς – την πραγματική φύση των αποζημιώσεων.Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Trump και οι δικηγόροι του μπορούν να εξετάσουν πλήρως την έκταση των κατηγοριών εναντίον του και τι πρέπει να αποδείξουν οι εισαγγελείς στη δίκη.