Του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.
Η νομοθετική λειτουργία αποτελεί και είναι πράγματι κορυφαία στιγμή του κοινοβουλευτισμού, υψίστη θεσμική λειτουργική δραστηριότητα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το ιδιάζον, βεβαίως, της σοβαρότητας του νομοθετικού έργου, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει σε ανάλογης σοβαρότητας «παραγόμενο» προϊόν.
Είναι, όμως, έτσι; Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, έτσι θα έπρεπε να είναι.
Αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ των μεγεθών της σπουδαιότητας του νομοθετικού έργου και της ποιοτικής βαρύτητας του «παραγομένου» προϊόντος, δεν μπορεί παρά να αντανακλά ευθέως και αρνητικά σε αυτήν ταύτην την εικόνα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, εγείροντας ευλόγως και γενικότερα σύννοια και σκεπτικισμό.
Ο νόμος, άλλωστε, είναι η ψυχή και η λογική της δημοκρατίας.
Το «παραγόμενο» νομοθετικό έργο ή άλλως οι εκάστοτε ψηφιζόμενοι και ισχύοντες νόμοι, ταυτίζονται με το de lege lata δίκαιο ή άλλως με το τεθειμένο και ισχύον δίκαιο.
Το δίκαιο, όμως, δεν είναι απλό άθροισμα και κοινό σύνολο κανονιστικών ρυθμίσεων.
Είναι σύστημα κανόνων με εσωτερική σχέση και λογικούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ τους.
Ο αλληλοεπηρεασμός και η αλληλεξάρτησή τους κείνται πέραν πάσης αμφισβήτησης, προκύπτει δε τούτο ως χαρακτηριστικό από και δια της ισχύος τους, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας της τελευταίας.
Δεδομένο είναι, εξ άλλου, ότι δεν μπορεί να υπάρξει καλή νομοθέτηση, χωρίς αυτή να υπακούει και να ανταποκρίνεται σε κάποια τηρούμενα ελάχιστα ποιοτικά πρότυπα, είτε αυτά ανάγονται στην νομοτεχνική αρτιότητα, είτε στην ρυθμιστική πληρότητα του αντικειμένου του εκάστοτε νομοθετήματος.
Νομοθετική «υπερπαραγωγή» ως αυτοσκοπός, από πλευράς αυτών που, εκάστοτε, έχουν την νομοθετική πρωτοβουλία, αποτελεί δήθεν έργο πόρρω απέχον της καλής νομοθέτησης και το μόνο που επιτυγχάνει είναι η πολυνομία και η κακονομία, που αποτελούν κύρια «παθογένεια» του προκύπτοντος σήμερα στην χώρα μας νομοθετικού προϊόντος.
Η υπεύθυνη και με συνέπεια στην αποστολή της Πολιτεία δεν κρίνεται και δεν χαρακτηρίζεται από την πληθωρικότητα ή μη του νομοθετικού έργου της, αλλά από την ποιότητα και ορθότητα του τελευταίου, στην βάση κριτηρίων και αρχών χρονικής διαρκείας και χρονικής προοπτικής του.
Παραγωγή νομοθετικού έργου δίκην αυτοσκοπού, σε τίποτε δεν διαφέρει της άσκησης επί χάρτου.
Η Πολιτεία ήχθη στην απόφαση κατάργησης του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα και στην ψήφιση αντιστοίχου νέου, που τέθηκε σε εφαρμογή από 1-7-2019, κατόπιν ώριμης σκέψης και μακράς σύντονης προσπάθειας εμπείρων και εξειδικευμένων νομικών, λόγω του ότι κρίθηκε πως ο Κώδικας αυτός (καταργηθείς) έχει απωλέσει την εσωτερική του συνοχή και έχει υπονομευθεί από σωρεία τροποποιήσεων, περιστασιακών και εμβαλλωματικής φύσης, με συνακόλουθη περαιτέρω συνέπεια να εμφανίζει εσωτερικές ανακολουθίες και αξιολογικές αντινομίες ασύμβατες με την ιδιότητα και τα συνάδοντα σε νομοθετικό Κώδικα χαρακτηριστικά, χωρίς βεβαίως να υποβαθμίζεται και υποτιμάται, ως προς τούτο, η σε διαφόρους ειδικούς νόμους ύπαρξη «πανσπερμίας» ποινικών διατάξεων παραλλήλων ή και αποκλινουσών έναντι των ρυθμίσεων και των βασικών επιλογών ενός κεντρικού και βασικού Κώδικα, όπως ο Ποινικός.
Ενώ, όμως, οι νομικές προβλέψεις δεν αρκούν αφ’ εαυτών και η καλύτερη θεωρία είναι η συστηματοποίηση της πράξης και η «αποθησαύριση» της εμπειρίας που αυτή παρέχει, αντί της ευλόγως αναμενόμενης πρακτικής δοκιμασίας του νέου Ποινικού Κώδικα, άρχισαν αμέσως και δη «πολυβοληδόν» οι τροποποιήσεις του, με μόνη βεβαιότητα την ανάδειξη και την αναπόφευκτη όξυνση προβλημάτων διαχρονικού δικαίου, εις βάρος πάντοτε της σταθερότητας και της ασφάλειας που τούτο (δίκαιο) οφείλει και πρέπει να εμπνέει και να παρέχει.
Επαναλήφθηκε έτσι ή, επί το ακριβέστερον, συνεχίσθηκε (ουσιαστικώς δεν υπήρξε διακοπή) το οξύμωρο να διαπράττεται το ίδιο λάθος και να τηρείται η ίδια σφαλερά νομοθετική πρακτική, την αμέσως «επομένη» της χρησιμοποίησης αυτής, από την ίδια νομοθετούσα Πολιτεία, ως επιχειρήματος περί του αντιθέτου.
Όμως λιτά και απλά, σε επίπεδο όχι μόνον «λαλούντων χειλέων» αλλά εν ταυτώ και «σκεπτομένων κεφαλών», που σίγουρα υπάρχουν και δεν αποτελούν ουσιώδες εν ανεπαρκεία «είδος» και για το ενδεχόμενο, ενίοτε, το «αυτονόητο» να μην είναι και τόσον αυτονόητο, όσον κοινώς νομίζεται, επισημαίνονται, δίκην υπογραμμής, τα ακόλουθα:
Πίσω από κάθε δυσλειτουργία ή λειτουργική αναποτελεσματικότητα των λοιπών συντεταγμένων πολιτειακών λειτουργιών, συνήθως και κατά κανόνα ευρίσκεται μία πλημμελής κατά την ορθότητά της ή ελλιπής κατά την πληρότητά της νομοθετική λειτουργία.
Η μειωμένη έως ασθενική ικανότητα του συγχρόνου ελληνικού ποινικού συστήματος να ανταποκριθεί στην βασική αποστολή του, που είναι η προστασία των εννόμων αγαθών των πολιτών, μέσω της τελεσφόρου και στα πλαίσια πάντοτε των αρχών του Κράτους Δικαίου καταπολέμησης της εγκληματικότητας, κατά κοινή παραδοχή και σε μη αμελητέο βαθμό αποτελεί συνέπεια και απόρροια και της κακής νομοθέτησης.
Κακή νομοθέτηση και αντεγκληματική αποτελεσματικότητα είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα.
Με την αντεγκληματική αναποτελεσματικότητα είναι ευθέως ανάλογο μέγεθος η κακή νομοθέτηση.
Καλή ποινική νομοθέτηση δεν νοείται και είναι ασύμβατη μακράν της συστηματοποιημένης συγκέντρωσης και της προσεκτικής μελέτης εμπειρικού υλικού, που αντλείται από την ικανού χρόνου παρατήρηση της καθημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, ούτε, βεβαίως, νοείται ερήμην των εγνωσμένων διαχρονικών ειδικογενικοπροληπτικών και κατασταλτικών κανόνων της εφαρμοσμένης εγκληματολογίας και σωφρονιστικής ή εκτός πλαισίου συγκεκριμένου μακρόπνοου αντεγκληματικού σχεδιασμού.
Η επισήμανση της έλλειψης των ως άνω καίριων χαρακτηριστικών από πλείστες όσες των εγχωρίων ποινικών νομοθετικών πρωτοβουλιών, αν δεν κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί, ενδεχομένως, ως κοινοτοπία, σίγουρα και σε κάθε περίπτωση, δεν φαίνεται να κινείται στην σφαίρα της υπερβολής.
Αποτελεί, άλλωστε, κοινό μυστικό αναγόμενο σε ικανό βάθος χρόνου η επιρρέπεια της νομοθετικής μας λειτουργίας προς τον αστόχαστο νομοθετικό υπερπληθωρισμό και, εν τέλει, προς την νομοθετική γραφειοκρατία της λαβυρινθώδους και χαοτικής πολυνομίας, κατά το βιβλικό «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε ως η άμμος της θαλάσσης».
Σίγουρα, η νομοθετική αντιμετώπιση του ζητήματος της ψήφισης και της μετ’ αυτήν διαχείρισης του νέου Ποινικού Κώδικα, δεν μπορεί να διεκδικήσει «δάφνες» καλής νομοθέτησης.
Δεν υπεισερχόμαστε σε λεπτομέρειες, ούτε αμφισβητούμε το έγκριτο και την επιστημοσύνη των επιτροπών που ασχολήθηκαν με το ζήτημα.
Την μεταξύ αυτών και επί καίριων ζητημάτων εντόνως χασματική προσέγγιση δεν κατανοούμε.
Ούτε το ενδεχόμενο της επιδίωξης μιας «εξισορρόπησης» μεταξύ των νομοθετικώς προβλεπομένων ποινικών κυρώσεων και του δυσχερέστατου, πράγματι, σήμερα ζητήματος της πρακτικής διαχείρισης των επιβαλλομένων ποινών, μπορεί να παράσχει κάποια, επί του θέματος, λογικώς και επιστημονικώς ικανοποιητική εξήγηση.
Τυγχάνει πασίδηλο, άλλωστε, ότι μόνο με την στόχευση στο πραγματικό πρόβλημα και με την ευθεία αντιμετώπιση του τελευταίου επιτυγχάνονται, εφ’ όσον επιδιώκονται βεβαίως, οι αναγκαίες λύσεις και όχι με ουσιαστικώς «άσφαιρες» και θεωρητικής υφής τροποποιήσεις και προβλέψεις.
Η εκδοχή, εξ άλλου, να υπολανθάνει της συνόλης επί του θέματος αυτού νομοθετικής συμπεριφοράς ένα είδος πολιτικής διαχείρισης του δικαίου, η οποία πλειστάκις αποβλέπει στον συμβολισμό, στις εντυπώσεις και στην λογική των εκάστοτε ποικιλωνύμων σκοπιμοτήτων, καθιστά το πρόβλημα σοβαρότερο και αναγκαιοτέρα, κατά μείζονα λόγο, την επιβεβλημένη ταχεία αλλαγή νομοθετικής «ρότας».
Χωρίς την τελευταία, η συνέχιση του φαινομένου που τείνει να αποτελέσει πάγιο αρνητικό και «στιγματικό» χαρακτηριστικό της νομοθετικής μας λειτουργίας, δεν θα αποτελεί απλώς κακή νομοθέτηση, αλλά τον μόνιμο και σταθερό αντίποδα της αναγκαίας καλής νομοθέτησης, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΕΦΣΥΝ