Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου 

Στην δημοφιλή, κατά τα στατιστικά, διαδικασία μετατροπής συμβάσεων από πλήρη σε μερική υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που αν παραβιαστούν οδηγούν σε ακύρωση και αναδρομική δικαίωση του μισθωτού. Ειδικότερα τα απαραίτητα βήματα που νομιμοποιούν την μετατροπή μιας σύμβασης είναι :

  1. Συμφωνία εργοδότη – εργαζόμενουΗ σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου είναι απαραίτητη για να μετατραπεί η σύμβαση σε μερικής απασχόλησης. Ο εργοδότης έχει νόμιμο δικαίωμα να προχωρήσει μονομερώς στην αλλαγή σύμβασης, μόνο αν πρόκειται να εφαρμόσει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας και όχι για την αλλαγή από πλήρη σε μερική απασχόληση. Αν ο εργαζόμενος δεν συμφωνήσει η αλλαγή δεν είναι δυνατή ούτε νόμιμη. Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου και ειδικότερα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 όπως ισχύει : «κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση)».
  2. Απόλυση του μισθωτού επειδή δεν συμφώνησε σε σύστημα μερικής απασχόλησης είναι παράνομη και άκυρη. Σύμφωνα με την παρ. 8 του επίμαχου άρθρου «καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω μη αποδοχής από το μισθωτό εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση είναι άκυρη». Αυτό σημαίνει πως αν ο μισθωτός απολυθεί επειδή δεν συναινεί σε σχήμα μερικής απασχόλησης δικαιούται να προσφύγει στα δικαστήρια και να επαναπροσληφθεί με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, διεκδικώντας ταυτόχρονα και τους μισθούς που θα έχει χάσει στο μεταξύ.
  3. Για να είναι σύννομη η μετατροπή απαιτείται η τήρηση συγκεκριμένου έγγραφου τύπου. Η συμφωνία μερικής απασχόλησης μπορεί να συναφθεί κατά την πρόσληψη ή κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, οπότε προκύπτει μετατροπή της σύμβασης πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση μερικής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η συμφωνία πρέπει να γίνει εγγράφως, με συγκεκριμένη διαδικασία και με ατομική σύμβαση. Για το λεπτό αυτό ζήτημα έχει αποφανθεί και το ΣτΕ με την απόφασή του υπ αριθμόν 152/2013. Συγκεκριμένα το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απεφάνθη πως αν δεν καταρτίζεται νόμιμη έγγραφη σύμβαση η παροχή εργασίας με μερική απασχόληση είναι άκυρη. «Για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχόλησης απαιτείται έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η μη τήρηση δε του τύπου αυτού συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως για τη μερική απασχόληση που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως». Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες της ακυρότητας, οι δικαστές έκαναν τις εξής διακρίσεις:
  • Αν πρόκειται για μετατροπή σύμβασης πλήρους απασχόλησης σε μερική χωρίς διακοπή και εφόσον δεν τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και η διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο, τότε δεν παράγονται τα αποτελέσματα που αυτή η μετατροπή επιδιώκει. Δηλαδή δεν μετατρέπεται η πλήρης απασχόληση σε μερική αλλά τεκμαίρεται πως συνεχίζει να ισχύει η έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, η ακυρότητα της μερικής δεν θεραπεύεται ακόμη και αν εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου. Ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την  αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και οφείλει σε αυτόν την αμοιβή για πλήρη απασχόληση. Ο ΕΦΚΑ επιβάλλει εισφορές για πλήρη  απασχόληση.
  • Αν πρόκειται για μετατροπή σύμβασης πλήρους απασχόλησης σε μερική με ταυτόχρονη λύση της σύμβασης πλήρους απασχόλησης ή αν η μερική απασχόληση συμφωνείται χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε μια ενδεχόμενη ακυρότητα της μερικής λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου δεν οδηγεί αυτόματα σε έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης αφού τέτοια δεν υπήρξε. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός μπορεί να αξιώσει με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια που αποκόμισε ο εργοδότης από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής που αντιστοιχεί σε έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης. Ο ΕΦΚΑ επιβάλλει εισφορές μερικής απασχόλησης.
  1. Η συμφωνία για την μετατροπή της σύμβασης πρέπει να γνωστοποιηθεί μέσα σε 8 ημέρες από την κατάρτισή της στην οικεία επιθεώρηση εργασίας. «Αν η συμφωνία αυτή δεν καταρτιστεί εγγράφως ή δεν γνωστοποιηθεί εντός 8 ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται η πλήρης απασχόληση του μισθωτού», λέει ο νόμος.
  2. Η έγγραφη ατομική σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει :

α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων

β)τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση του εργοδότη

γ) τον χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας

δ) τον τρόπο αμοιβής και

ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης  

Δικαιώματα και Υποχρεώσεις

Η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μια φορά την ημέρα. Δεν είναι δηλαδή νόμιμο το 4ωρο να είναι σπαστό σε δυο 2ωρα μέσα στην ημέρα κ.ο.κ.

Οι μερικώς απασχολούμενοι έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα αδείας.

Η συμφωνία για μερική απασχόληση μπορεί να είναι για ορισμένη ή αόριστη διάρκεια και αφορά εργασία μικρότερη της κανονικής ημερήσιας ή εβδομαδιαίας. Μπορεί να εμφανίζεται με περισσότερες μορφές όπως:

α) καθημερινή απασχόληση, 5 ή 6 ημέρες την εβδομάδα, με μειωμένο ωράριο. (παρ.2 του άρθ.2 του Ν.3846/2010)

β) διαλείπουσα απασχόληση, δηλαδή, για λιγότερες από 5 ή 6 ημέρες την εβδομάδα κατά μειωμένο ωράριο. (παρ.2 του άρθ.2 του Ν.3846/2010)

γ) Καθημερινή απασχόληση, 5 ή 6 ημέρες την εβδομάδα, κάποιες με μειωμένο ωράριο και τις υπόλοιπες με πλήρες. (συνδυασμός των παρ. 2 και 3 του άρθ.2 του Ν.3846/2010 )

Η διαλείπουσα απασχόληση, αλλά κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο – δηλαδή πλήρες ωράριο αλλά λιγότερες από 5 ή 6 ημέρες την εβδομάδα – είναι η  εκ περιτροπής εργασία (παρ.3 του άρθ.2 του Ν.3846/2010). Η εκ περιτροπής εργασία είναι η μόνη μορφή ευέλικτης απασχόλησης που μπορεί να επιβληθεί από τον εργοδότη χωρίς συμφωνία με τον εργαζόμενο. Η μονομερής επιβολή δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τους 9 μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις και έχει τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπει ο νόμος.

Μισθός

Οι αποδοχές των εργαζομένων με μερική απασχόληση υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου πλήρους απασχόλησης και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης. Η αμοιβή, δηλαδή, για τους μισθωτούς που υποαπασχολούνται είναι συνάρτηση του ύψους του μηνιαίου μισθού που αντιστοιχεί στην  πλήρη μηνιαία απασχόληση του αντίστοιχου εργαζόμενου.

ΠΗΓΗ: dikigorosergatologos.gr