Σχεδόν τρεις δεκαετίες από την πρόβλεψη του Νόμου 2145/1993, άρθρο 36, περί ιδρύσεως δικαστικής αστυνομίας, το ζήτημα συνεχίζει να εκκρεμεί και να προβληματίζει το δικαιικό σύστημα της ελληνικής πολιτείας.

Επιτροπές επί επιτροπών, διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων και νομοσχέδια επί νομοσχεδίων, συνθέτουν και δημιουργούν μία άνευ προηγουμένου συγκεχυμένη κατάσταση για τη σύσταση ενός νέου θεσμού τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του οποίου, όπως εμφαίνονται στο τελευταίο νομοσχέδιο για την ίδρυση δικαστικής αστυνομίας του 2018, αποτελούν καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας από ιδρύσεώς της.

Και τούτο διότι όλοι οι απόφοιτοι των σχολών αστυφυλάκων και αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας από το 1995 και εντεύθεν, είναι γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι και εκτελούν τα προανακριτικά καθήκοντά τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υπαγόμενοι στον καθ’ ύλην αρμόδιο εισαγγελέα, ενώ εκτελούν κατά προτεραιότητα κάθε εισαγγελική παραγγελία και κάθε αίτημα των δικαστικών αρχών της χώρας.

Με άλλα λόγια, όλοι οι αστυνομικοί που υπηρετούν σε όλα τα τμήματα τάξης, ασφάλειας καθώς και στις διευθύνσεις και  υποδιευθύνσεις ασφαλείας, η αποστολή των οποίων είναι αποκλειστικά η πρόληψη και καταστολή όλων των εκφάνσεων της εγκληματικότητας, εκτελούν κατ’ ουσία καθήκοντα δικαστικής αστυνομίας

Αναμφίβολα, οι επί σειρά ετών διαβουλεύσεις για τη σύσταση της δικαστικής αστυνομίας επιδιώκουν την εξεύρεση μιας αποτελεσματικής λύσης για τη βελτίωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, που αποτελεί τον πυλώνα μιας δημοκρατικά συντεταγμένης πολιτείας.

Ο εκσυγχρονισμός όμως του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας, δεν θα μπορούσε να επιλυθεί με τη σύσταση μιας νέας δομής που θα λειτουργήσει  με αλληλεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες και καθήκοντα με τις ήδη υφιστάμενες δομές.  Αυτός είναι άλλωστε και ο κύριος λόγος που η ίδρυση και λειτουργία της δικαστικής αστυνομίας στην Ελλάδα δεν ευδοκίμησε μέχρι σήμερα.

Οι προσπάθειες λοιπόν που καταβάλλονται επί σειρά ετών για την ίδρυση δικαστικής αστυνομίας, θα έπρεπε να επικεντρωθούν στην εξεύρεση νέων μεθόδων  συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Αστυνομίας και των Δικαστικών Αρχών της χώρας, όπως για παράδειγμα στη γαλλική και βελγική αστυνομία στις δομές των οποίων λειτουργούν κεντρικές διευθύνσεις δικαστικής αστυνομίας, με κύρια αποστολή τον συντονισμό της συνεργασίας μεταξύ δικαστικών και αστυνομικών αρχών και την έρευνα σοβαρών μορφών εγκληματικότητας.

Εν κατακλείδι, ο συντονισμός και η βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, σε συνδυασμό με τον τεχνικό-οργανωτικό εκσυγχρονισμό τους με τη  χρήση νέων τεχνολογιών, θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία της σταδιακής βελτίωσης του συστήματος απονομής δικαιοσύνης της χώρας, χωρίς να  απαιτείται η ίδρυση ενός νέου αστυνομικού σώματος.

*Ο Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ