(upd) Βολές προς πάσα κατεύθυνση – ιδίως – κατά των δικηγόρων αλλά και των «τηλεοπτικών δικαστών» που από τη μια υπεραμύνονται της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της δικαστικής κρίσης κι από την άλλη «επιχειρούν τη χειραγώγηση τους», μετέχοντας σε τηλεοπτικές δίκες, εξαπέλυσε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα Χριστοδουλέα σε μια παρέμβαση καταπέλτη.
Ειδικότερα, η ανώτατη λειτουργός μίλησε στο συνέδριο της Ένωσης Εισαγγελέων για το νέο ποινικό κώδικα και «φωτογράφησε» τους δικηγόρους με αφορμή πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις και δη με όσα έλαβαν χώρα μετά την υπόθεση Λύτρα: “…όσοι (λίγοι είναι αλήθεια) υπεραμύνονται, ενθέρμως, μάλιστα, της δικαστικής ανεξαρτησίας, αυτοαναγορεύομενοι σε υπερασπιστές της, είναι οι ίδιοι που επιχειρούν να την πλήξουν, εκφέροντας στις τηλεοπτικές κάμερες και στα τηλεοπτικά παράθυρα, απαξιωτικά σχόλια για δικαστικές ενέργειες ή εισαγγελικές προτάσεις, κατά τη διάρκεια δικών ή δικαστικών ενεργειών, υποτιμώντας τη θέση, την ακεραιότητα και την προσωπικότητα δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, διώκοντας την χειραγώγησή τους.
Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι πολλοί εξ αυτών μετέχουν σε τηλεοπτικές εκπομπές, στη διεξαγωγή τηλεοπτικών δικών ή ανακριτικών διαδικασιών, κάνοντας χρήση αποδεικτικών εγγράφων και δικογράφων, που αποτελούν υλικό της δικογραφίας, εξετάζοντας, τηλεφωνικώς, συνήθως, «μάρτυρες», πολλάκις δε καταλήγουν σε «δικαστική απόφαση», καταρρακώνοντας το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων και τη δικαστική κρίση, την οποία διώκουν να υποβάλουν”.
Παραπληγικό… σαλιγκάρι η ελληνική Δικαιοσύνη
Σχετικά με το θέμα των καθυστερήσεων στη Δικαιοσύνη, η ανώτατη δικαστής της χώρας, αναγνωρίζοντας μεν ευθύνες και των δικαστών, καταφέρθηκε εναντίον των δικηγόρων (επίσης χωρίς να τους κατονομάζει), ανοίγοντας ένα νέο μέτωπο:
“…Ένα μεγάλο ζητούμενο, που αντιμετωπίζει το ελληνικό δικονομικό σύστημα, είναι η εύλογη διάρκεια της δίκης, παθογένεια, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά πλέον. Η, κατά πολύ, υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί την καταδίκη της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε ή να απομειώνουμε τη δική μας ευθύνη στη βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα Δικαιοσύνη, άξιο επισημάνσεως τυγχάνει ότι όσοι επιχειρούν προσκόμματα σε μια λογική και ασφαλή επιτάχυνση, εν προκειμένω της ποινικής διαδικασίας, είναι οι ίδιοι που προσφεύγουν στο ΕΔΔΑ, διώκοντας αποζημίωση για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης”.
Η κα Κλάπα αναφέρθηκε επίσης εκτενώς στα φαινόμενα βίας στην ελληνική κοινωνία (κυρίως στην ενδοοικογενιακή βία) ζητώντας από τους δικαστικούς λειτουργούς “..ενσυναίσθηση και εμβάθυνση κάθε υπόθεσης, σαν να είναι μοναδική, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο,τιδήποτε απειλεί την ασφάλεια και την ποιότητα της ζωής των πολιτών”.
Όσον αφορά στη μεταρρύθμιση στο δικαστικό σύστημα της χώρας, αναφέρθηκε στην κρισιμότητα να πετύχει στην κατεύθυνση της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης απονομής της Δικαιοσύνης αλλά έστειλε ένα ακόμα μήνυμα προς τους συναδέλφους της: “..Προσοχή όμως: να μην προσαρμόσουμε τα καινούργια στις παλιές, πεπατημένες και αποτυχημένες μας συνήθειες”.
Οι έμμεσες αναφορές της κας Κλάπα προκάλεσαν την αντίδραση της Ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων Ελλάδος, οι οποίοι αναφέρουν ότι οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων στην πολιτική Δικαιοσύνη αποτελούν τον κανόνα και μάστιγα, ενώ όπως αναφέρουν η πρόεδρος δεν απάντησε σε βασικά ερωτήματα.
Ολόκληρη η ομιλία της κας Κλάπα έχει ως εξής:
“Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι ανάμεσα σε συναδέλφους και φίλους και θα ήθελα να συγχαρώ την Ένωση Εισαγγελέων και το Δικηγορικό Σύλλογο Μυτιλήνης για τη διοργάνωση αυτού του συνεδρίου.
Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, ως εκπρόσωποι και συντελεστές της τρίτης εξουσίας στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό μας πολίτευμα, είμαστε –πρέπει να είμαστε- θεματοφύλακες της δημοκρατικής νομιμότητας, της πιστής εφαρμογής των νόμων και της απόδοσης δικαιοσύνης. Ως εκ της ασκήσεως του λειτουργήματός μας καθιστάμεθα συγκοινωνοί και συμμέτοχοι των προβλημάτων και των προκλήσεων, που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή άσκηση των καθηκόντων μας.
Ως εθνικοί και ενωσιακοί δικαστές και εισαγγελείς, είμαστε υπεύθυνοι για τη λειτουργία του κράτους δικαίου στη χώρα μας, οι εγγυητές των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών, του δικαιώματός τους να ζουν σε μια ασφαλή και δίκαιη κοινωνία, προστατεύουμε την ανθρώπινη ζωή, την αξία και αξιοπρέπεια, την κοινωνική ειρήνη, αγνοώντας όσους, εξυπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα, αμφισβητούν τον καθημερινό αγώνα μας.
Οφείλουμε να κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να εμπεδώσουμε το αίσθημα δικαίου στη συνείδηση του πολίτη, με αφοσίωση, σθένος, ήθος, δικαστική ενσυναίσθηση και αυτοδέσμευση, αποστασιοποιημένοι από τις πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες προσωπικές μας αντιλήψεις, απορρίπτοντας τη διεκπεραιωτική λογική.
Η βάναυση προσβολή της ζωής και της αξιοπρέπειας γυναικών από συζύγους ή συντρόφους, που θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου στο σώμα και την ψύχή τους, μικρών παιδιών από τους, κατ΄όνομα μόνο, «γονείς» τους, ανήμπορων ή ευάλωτων από τους κατ’ όνομα «προστάτες» τους, η έξαρση της σεξιστικής και ρατσιστικής βίας, λόγω και έργω, τα περιστατικά αναίτιας και παράλογης βίας μεταξύ ανηλίκων ή νέων ατόμων για μια ανάρτηση και επιβράβευση στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, η κλιματική αλλαγή, η άνοδος του λαϊκισμού, αποτελούν καθημερινά, σχεδόν, προκλήσεις για τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.
Αποτελούν μια συνεχόμενη δοκιμασία, που απαιτεί ενσυναίσθηση και εμβάθυνση κάθε υπόθεσης, σαν να είναι μοναδική, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο,τιδήποτε απειλεί την ασφάλεια και την ποιότητα της ζωής των πολιτών.
Ένα μεγάλο ζητούμενο, που αντιμετωπίζει το ελληνικό δικονομικό σύστημα, είναι η εύλογη διάρκεια της δίκης, παθογένεια, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά πλέον. Η, κατά πολύ, υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί την καταδίκη της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε ή να απομειώνουμε τη δική μας ευθύνη στη βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα Δικαιοσύνη, άξιο επισημάνσεως τυγχάνει ότι όσοι επιχειρούν προσκόμματα σε μια λογική και ασφαλή επιτάχυνση, εν προκειμένω της ποινικής διαδικασίας, είναι οι ίδιοι που προσφεύγουν στο ΕΔΔΑ, διώκοντας αποζημίωση για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα, θεωρώ ότι οφείλω να επισημάνω και ενώπιόν σας ότι όσοι (λίγοι είναι αλήθεια) υπεραμύνονται, ενθέρμως, μάλιστα, της δικαστικής ανεξαρτησίας, αυτοαναγορεύομενοι σε υπερασπιστές της, είναι οι ίδιοι που επιχειρούν να την πλήξουν, εκφέροντας στις τηλεοπτικές κάμερες και στα τηλεοπτικά παράθυρα, απαξιωτικά σχόλια για δικαστικές ενέργειες ή εισαγγελικές προτάσεις, κατά τη διάρκεια δικών ή δικαστικών ενεργειών, υποτιμώντας τη θέση, την ακεραιότητα και την προσωπικότητα δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, διώκοντας την χειραγώγησή τους. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι πολλοί εξ αυτών μετέχουν σε τηλεοπτικές εκπομπές, στη διεξαγωγή τηλεοπτικών δικών ή ανακριτικών διαδικασιών, κάνοντας χρήση αποδεικτικών εγγράφων και δικογράφων, που αποτελούν υλικό της δικογραφίας, εξετάζοντας, τηλεφωνικώς, συνήθως, «μάρτυρες», πολλάκις δε καταλήγουν σε «δικαστική απόφαση», καταρρακώνοντας το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων και τη δικαστική κρίση, την οποία διώκουν να υποβάλουν.
Σήμερα ήδη η μεταρρύθμιση στο δικαστικό σύστημα της χώρας, στην κατεύθυνση της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης απονομής της, συνιστά την πλέον κρίσιμη παράμετρο για την ικανοποίηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, βασικό δείκτη του νομικού μας πολιτισμού. Η επίτευξη αυτού του στόχου έγκειται στην οικειοποίησή του και την προώθησή του από μας.
Προσοχή όμως: να μην προσαρμόσουμε τα καινούργια στις παλιές, πεπατημένες και αποτυχημένες μας συνήθειες
Θα χρειαστεί χρόνος, επιμονή, υπομονή και πίστη στη βελτίωση της ποιότητας της δικαιοσύνης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το βαθμό πολιτισμού της κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας απονέμεται.
Η απάντηση της Ολομέλειας δικηγορικών συλλόγων
Οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων στην πολιτική Δικαιοσύνη αποτελούν τον κανόνα και μάστιγα, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά στοιχεία της αρμόδιας επιτροπής CEPEJ της Ε.Ε. – απαντούν οι δικηγόροι- , σύμφωνα με τα οποία ο χρόνος απονομής της αστικής δικαιοσύνης είναι 746 ημέρες, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 282,14 ημέρες.
Για τις άνω καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης η χώρα μας έχει καταδικασθεί επανειλημμένως από το ΕΔΔΑ, κατέχουσα μια από τις πρώτες θέσεις στο σχετικό πίνακα. Από τη χθεσινή απάντηση της Πρόεδρου του Αρείου Πάγου, δια του εκπροσώπου τύπου του Δικαστηρίου, μετά την ανάδειξη της ενδεικτικής των καθυστερήσεων στον Άρειο Πάγο
υπόθεσης για την οποία παρήλθαν 2.373 ημέρες μόνο για την έκδοση αποφάσεως στην αναιρετική διαδικασία, περισσότερα ερωτήματα γεννώνται απ’ όσα αποπειράται να απαντήσει:
1) Ποιο κατά νόμο αρμόδιο όργανο διεπίστωσε το ανυπαίτιο κώλυμα του/της Εισηγητή/τριας ; Απασχόλησε το ζήτημα τα αρμόδια Πειθαρχικά Όργανα του Αρείου Πάγου για την κρισιολόγηση του ανυπαίτιου χαρακτήρα ;
2) Για ποιον λόγο στην εν λόγω υπόθεση δεν αφαιρέθηκε ο φάκελος της υπόθεσης από τον/την έχοντα/ουσα το ανυπαίτιο κώλυμα Εισηγητή/τριας εντός 8-10 μηνών λόγω μη έκδοσης απόφασης, όπως συμβαίνει για τους κατώτερους Δικαστές; Υπάρχει κάποια ειδική πρόβλεψη για τον Άρειο Πάγο στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων ;
3) Για ποιον λόγο παρήλθαν πέντε (5) έτη για την διαπίστωση του ανυπαίτιου κωλύματος του/της Εισηγητή/τριας της υπόθεσης ;
4) Γιατί καθυστέρησε επί ένα (1) έτος ο προσδιορισμός της υπόθεσης και δεν προσδιορίστηκε κατά προτίμηση σε σύντομο χρόνο;
5) Γιατί μεσολάβησε ακόμα ένα (1) έτος από την επανασυζήτηση της υπόθεσης έως την πραγματοποίηση της διάσκεψης και την έκδοση της απόφασης ;