Εργίνα Γεωργίου, προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Το Σύνταγμα της Ελλάδας θέτει ως θεμελιώδη αρχή την προστασία της μητρότητας, αναδεικνύοντας τη σημασία της. Το παραπάνω, ιδίως στο πεδίο του εργατικού δικαίου, αποδεικνύεται από την κρατική υποχρέωση λήψης μέτρων προστατευτικών της μητρότητας, θέσπισης νόμων, ενσωμάτωσης σχετικών ενωσιακών Οδηγιών και σύναψης εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η εργαζόμενη μητέρα προστατεύεται τόσο στο στάδιο της πρόσληψης, όσο και κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης της με τον εργοδότη, ενώ λαμβάνονται μέτρα προστασίας και κατά της απόλυσής της. Ο συνδυασμός της μητρότητας και της εργασίας συνιστά αδιαμφισβήτητα δύσκολο έργο. Ως εκ τούτου, ο νόμος προβλέπει για την εργαζόμενη μητέρα ειδικές άδειες, παροχές κοινωνικής ασφάλισης, μη ελαστικούς όρους για τη λύση της εργασιακής σχέσης της με απόλυση και εν γένει, μέτρα προς τη διευκόλυνσή της.
Στο πεδίο προστασίας της μητρότητας από το εργατικό δίκαιο δεν προβλέπονται εξαιρέσεις. Η νομοθεσία προστατεύει κάθε εργαζόμενη εγκυμονούσα, ανεξαρτήτως ηλικίας, φυλής ή θρησκείας. Επιπρόσθετα, δεν διακρίνει ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις την άγαμη με την έγγαμη μητέρα. Έως έναν βαθμό καλύπτονται και οι εργαζόμενες οι οποίες υιοθέτησαν τέκνο και όσες απέκτησαν παιδί με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας.
Η προστασία της εγκύου από το εργατικό δίκαιο εκκινεί ήδη από το στάδιο της πρόσληψης. Ειδικότερα, ο εργοδότης δεν δικαιούται να μην προσλάβει μια γυναίκα λόγω της εγκυμοσύνης της. Ακόμη και στην περίπτωση της αναγκαστικής προσκόμισης ιατρικής βεβαίωσης για τη διενέργεια συγκεκριμένων εργασιών, ο εργοδότης δεν δικαιούται να αρνηθεί την πρόσληψη της εγκύου, εφόσον οι απαιτούμενες για την προσκόμιση της σχετικής ιατρικής βεβαίωσης εξετάσεις δύνανται να διακινδυνεύσουν την υγεία της εγκύου. Εν προκειμένω, ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει τη βεβαίωση αυτή κατόπιν λήξης της λοχείας.
Η μέριμνα του εργατικού δικαίου για την εργαζόμενη κυοφορούσα ισχύει και κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης. Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες εργασίας, υφίσταται υποχρέωση λήψης των αναγκαίων μέτρων για τη διευκόλυνση της εγκυμονούσας ή της ευρισκόμενης σε γαλουχία εργαζόμενης από τον εργοδότη. Η έγκυος δεν πρέπει να βρίσκεται ενώπιον κινδύνων που επιβαρύνουν την κατάσταση της υγείας της. Ταυτόχρονα, κρίνεται απαραίτητος ο εναρμονισμός της οικογενειακής και εργασιακής ζωής της μέσω κατάλληλης διαμόρφωσης των συνθηκών και του ωραρίου εργασίας της. Επεξηγηματικά, η εργαζόμενη – είτε με πλήρη είτε με μερική απασχόληση – έγκυος δικαιούται να αποφεύγει, κατά τη διαμόρφωση του ωραρίου εργασίας της, τις νυκτερινές βάρδιες. Εάν παρ’ όλα αυτά έχει τεθεί σε νυκτερινή βάρδια, δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της εγκυμοσύνης της να αιτηθεί τη μετακίνησή της σε θέση ημερήσιας απασχόλησης, επικαλούμενη σχετικούς λόγους υγείας.
Σε περίπτωση που η θέση εργασίας θέτει σε κίνδυνο την ομαλή εξέλιξη της κύησης, ο εργοδότης χρειάζεται να μεταθέσει την έγκυο σε διαφορετική, μη επικίνδυνη θέση εργασίας για όσο διαρκεί η εγκυμοσύνη, εφόσον υπάρχει κενή θέση και η μέλλουσα μητέρα διαθέτει την απαραίτητη κατάρτιση. Εάν σημειωθούν επιπλοκές στην εγκυμοσύνη, ο εργοδότης πρέπει να χορηγεί στη μέλλουσα μητέρα τις αναγκαίες άδειες είτε για ανάπαυση είτε για τη διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων. Εν πάση περιπτώσει απαγορεύεται κάθε δυσμενής μεταχείριση ή αναδιαμόρφωση της σύμβασης εργασίας της μέλλουσας μητέρας εξαιτίας της εγκυμοσύνης της. Αφού λήξει η άδεια μητρότητας, η οποία θα αναλυθεί παρακάτω, και επανέλθει στην εργασία η δικαιούχος της, έχει το δικαίωμα να αιτηθεί την τροποποίηση του ρυθμού εργασίας της, λόγω της νέας οικογενειακής της κατάστασης, και ο εργοδότης έχει – βάσει της καλής πίστης – την υποχρέωση να φροντίσει για αυτό και να θέσει υπό εξέταση ένα αίτημα για πιο ευέλικτο ωράριο εργασίας, διατηρώντας, όμως, τη δυνατότητά του να το απορρίψει.
Το εργατικό δίκαιο προβλέπει ως προστατευτικό μέτρο για την κυοφορούσα την άδεια μητρότητας, όπως προαναφέρθηκε. Αυτή διαρκεί συνολικά 17 εβδομάδες, ήτοι 119 ημέρες. Η χορήγησή της διακρίνεται σε δύο διαστήματα, ένα προ της πιθανής ημερομηνίας τοκετού διαρκείας 8 εβδομάδων (56 ημέρες), και ένα υποχρεωτικά κατόπιν τοκετού διαρκείας 9 εβδομάδων (63 ημέρες). Η άδεια αυτή δεν είναι προαιρετική και την δικαιούται οποιαδήποτε έγκυος, που απασχολείται σε οποιονδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, χωρίς να έχει σημασία η τυχόν προϋπηρεσία της στον εν λόγω εργοδότη ή η ιδιότητά της. Άδεια δικαιούται και η γυναίκα, της οποίας η σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη. Εάν ο τοκετός λάβει χώρα σε ημερομηνία προ της προβλεπόμενης, δεν χάνεται το υπόλοιπο της άδειας, δηλαδή δεν μειώνεται το σύνολο των 17 εβδομάδων, αλλά χορηγείται κατόπιν τοκετού. Στην αντίθετη περίπτωση τοκετού έπειτα από την αναμενόμενη ημερομηνία, χορηγείται παράταση της άδειας κύησης (8 εβδομάδες) έως την πραγματική ημερομηνία τοκετού και δεν γίνεται συμψηφισμός με την επακόλουθη άδεια τοκετού (9 εβδομάδες), η οποία δίδεται πλήρης. Στην περίπτωση αυτή, λόγω της απουσίας της μητέρας από την εργασία της για παραπάνω από 17 εβδομάδες, χρήζουν εφαρμογής οι διατάξεις σχετικά με την ασθένεια βραχείας διάρκειας. Η κρατούσα άποψη στη νομολογία προβάλλει ότι, το γεγονός της γέννησης νεκρού τέκνου, με την προϋπόθεση συμπλήρωσης κατά κανόνα της 28ης εβδομάδας κύησης, δηλαδή της αναγκαίας – σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη – περιόδου για τη δυνατότητα γέννησης ζώντος τέκνου, δεν επηρεάζει τη διάρκεια της άδειας λοχείας. Η παραπάνω θέση έγκειται στο γεγονός της επιβάρυνσης της υγείας της εγκύου και στην περίπτωση γέννησης ζωντανού, αλλά και νεκρού τέκνου.
Η εργαζόμενη εγκυμονούσα δικαιούται άδεια για εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου διαρκούσης της κύησης. Ο μισθός της δεν θα μειωθεί, με τον όρο ότι οι ιατρικές εξετάσεις είναι απαραίτητο να διεξαχθούν κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας της. Εάν η έγκυος επικαλεστεί επαπειλούμενη εγκυμοσύνη και πρέπει να παραμείνει σπίτι για ιατρικούς λόγους, εφαρμόζεται η διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας. Η διάρκεια αυτής διαμορφώνεται ανάλογα με την χρόνο προϋπηρεσίας της εγκύου που εργάζεται στον εργοδότη. Η άδεια αυτή λαμβάνεται υπ’ όψιν ως πραγματικός χρόνος απασχόλησης και δεν αφαιρείται από την κανονική άδεια με αποδοχές.
Σε ό,τι αφορά την απόλυση της μέλλουσας μητέρας, σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου 1483/1984 δεν επιτρέπεται και είναι απολύτως άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της όχι μόνο όσο διαρκεί η εγκυμοσύνη της, αλλά και για 18 μήνες κατόπιν του τοκετού ή κατά την απουσία της για περισσότερο χρόνο εξαιτίας ασθένειας αποδιδόμενης στην κύηση ή στον τοκετό. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία. Η αόριστη αυτή νομική έννοια κρίνεται, φυσικά, κατά περίπτωση, στη βάση αντικειμενικών στοιχείων που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί η τυχόν μειωμένη αποδοτικότητα της εργαζομένης, που ανάγεται στην εγκυμοσύνη της. Αντίθετα, η βλάβη του εργοδότη ή η διακοπή λειτουργίας της εργοδότριας επιχείρησης συνεπεία σημαντικής παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της εργαζόμενης, η ανυπακοή στις εντολές και οδηγίες του εργοδότη και τυχόν ποινικές παραβάσεις της εγκύου συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, στους σπουδαίους λόγους που δικαιολογούν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Υπογραμμίζεται εδώ ότι χρόνος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας θεωρείται η προειδοποίηση της απόλυσης και όχι η ίδια η καταγγελία. Συνεπώς, αν ο εργοδότης προειδοποιήσει την εργαζόμενη προ ενάρξεως της εγκυμοσύνης της, αλλά καταγγείλει τη σύμβαση διαρκούσης της εγκυμοσύνης της, η απόλυση είναι καθ’ όλα νόμιμη, εφόσον, φυσικά, πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου. Συμπληρωματικά σχολιάζεται ότι η έγκυος εργαζόμενη, που έχει συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν απολαμβάνει την ίδια διευρυμένη προστασία που έχει η έγκυος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς η προστασία δεν επεκτείνεται στο χρονικό διάστημα κατόπιν της λήξης της σύμβασης, αλλά ισχύει μόνο για όσο διαρκεί αυτή.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η εν λόγω προστασία καλύπτει τόσο την έγκυο, όσο και τον εργοδότη, και ισχύει ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η εγκυμοσύνη, αλλά και της τυχόν γνώσης ή άγνοιας του εργοδότη για την εγκυμοσύνη. Όπως προαναφέρθηκε, η προστασία αυτή επεκτείνεται και στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, λόγω της αναγνώρισης της απλής σχέσης εργασίας, η οποία ανεξαρτήτως κύρους είναι ενεργή. Η νομοθεσία επιβάλλει στον εργοδότη να αιτιολογήσει επαρκώς και εγγράφως τη σύμφωνη με τον νόμο καταγγελία της σύμβασης εργασίας εγκύου, λεχώνας ή εργαζομένης που βρίσκεται σε κατάσταση γαλουχίας. Επιπλέον, αυτός υποχρεούται να κοινοποιήσει την καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας.
Εν προκειμένω θα γίνει μια σύντομη αναφορά σε μία δανική υπόθεση που εισήχθη στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με την παρανομία της απόλυσης εγκυμονούσας (Δ.Ε.Ε. Απόφαση της 4.10.2001, Tele Danmark A/S, C – 109/00). Η κυοφορούσα είχε προσληφθεί από την επιχείρηση για περίοδο έξι μηνών, εκ των οποίων οι πρώτοι δύο μήνες θα αφιερώνονταν στη σχετική εκπαίδευσή της. Έναν μήνα μετά από την πρόσληψή της η εργαζόμενη ενημέρωσε την εργοδότρια επιχείρηση για την εγκυμοσύνη της και για το γεγονός ότι ο τοκετός θα πραγματοποιείτο σε τρεις μήνες. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, η έγκυος είχε το δικαίωμα να της χορηγηθεί η άδεια μητρότητας, μαζί με τις συμφωνημένες αποδοχές, με έναρξη τις 8 εβδομάδες προ της αναμενόμενης ημερομηνίας τοκετού.
Ωστόσο, η περίοδος αυτή ξεκινούσε προσεγγιστικά δύο μήνες κατόπιν της πρόσληψής της. Η εργοδότρια επιχείρηση απέλυσε την εγκυμονούσα, επιχειρηματολογώντας υπέρ της «ματαίωσης του σκοπού της σύμβασης», δεδομένης της σύντομης χρονικής διάρκειάς της, και της «κακής πίστης της εργαζομένης, η οποία συνειδητά απέκρυψε κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων την εγκυμοσύνη της». Ωστόσο, το δικαστήριο αποφάσισε με βεβαιότητα ότι με την απόλυση αυτή σημειώθηκε άμεση δυσμενής διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και πως η άρνηση πρόσληψης λόγω εγκυμοσύνης δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί για αιτίες αναγόμενες στην οικονομική βλάβη του εργοδότη λόγω της άδειας μητρότητας. Εξάλλου, το ενωσιακό δίκαιο μεριμνά για την τελεσφόρα προστασία της εργαζόμενης τόσο διαρκούσης της κυοφορίας, όσο και κατόπιν αυτής. Δεν μπορούν να ληφθούν υπ’ όψιν παράμετροι, όπως η σημασία της παρουσίας της εγκύου ή της λεχώνας στην εργασία της για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Παράλληλα, σχολιάστηκε ότι ο χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν επηρεάζει τη δυσμενή φύση της διάκρισης που προκλήθηκε λόγω της απόλυσης. Βέβαια, η εν λόγω υπόθεση στην πραγματικότητα αφορούσε περισσότερο την κατάσταση πριν από την πρόσληψη και το «δικαίωμα στο ψέμα» της εργαζομένης και όχι τόσο την ίδια την απόλυσή της, η οποία, πάντως, σε κάθε περίπτωση κρίνεται ως παράνομη. Συμπληρώνεται, πάντως, ότι η απόφαση αυτή δέχθηκε κριτική στη θεωρία.
Η καταχρηστικώς και παρανόμως απολυμένη – εν μέσω εγκυμοσύνης ή εντός 18 μηνών από τον τοκετό – εργαζόμενη απολαμβάνει ορισμένα δικαιώματα. Πιο συγκεκριμένα, δύναται να ασκήσει αγωγή λόγω άκυρης απόλυσης, αξιώνοντας την ακύρωση της απόλυσης, την επανατοποθέτησή της στη θέση εργασίας της και τη λήψη των αποδοχών υπερημερίας που της αναλογούν, δεδομένου ότι η εργασιακή σχέση της εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ. Ταυτόχρονα, δεν αποκλείεται να αποφασιστεί από το δικαστήριο η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στην έγκυο από τον εργοδότη λόγω ηθικής βλάβης της. Παράλληλα, η εργαζόμενη δικαιούται να απευθυνθεί στην οικεία επιθεώρηση εργασίας. Η απολυμένη κυοφορούσα, προκειμένου να προστατευτεί αποτελεσματικά, χρειάζεται να εκκινήσει ταχύτατα την εν λόγω νομική διαδικασία, δεδομένου ότι η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ασκήσει την αγωγή αυτή διαρκεί τρεις μήνες, με αφετηρία το σημείο λύσης της εργασιακής σχέσης.
Καταληκτικά, γίνεται αντιληπτή η σημασία που έχει η μητρότητα στην ελληνική έννομη τάξη. Η προστασία της συνιστά τόσο συνταγματική επιταγή, όσο και βασική μέριμνα του εργατικού δικαίου, το οποίο χορηγεί στην εγκυμονούσα εργαζόμενη ειδικές άδειες διαρκούσης της κύησης, αλλά και μετά από αυτήν, λόγω των αυξημένων απαιτήσεων, στις οποίες καλείται η μέλλουσα μητέρα να ανταποκριθεί. Το εργατικό δίκαιο, λοιπόν, με τα προστατευτικά μέτρα που έχει λάβει, αποδεικνύει ότι ο συνδυασμός εγκυμοσύνης και εργασίας δεν φαντάζει πλέον τόσο ακατόρθωτος. Δικαίως θέτει ως προτεραιότητα την προστασία της μητρότητας, προκειμένου η έγκυος να μπορέσει να εναρμονίσει την εργασιακή με την οικογενειακή της ζωή, ήτοι το δικαίωμά της στο να αποκτήσει παιδί και στο να μπορεί πράγματι να εργαστεί, χωρίς να χρειαστεί να παραμερίσει ένα από τα δύο, όπως γινόταν σε παλαιότερες εποχές.
Πηγή: Νομικός Παλμός