Την συνδρομή εννόμου συμφέροντος για την προσβολή όρων διακήρυξης στο πλαίσιο διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, ερμήνευσε με πρόσφατη απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1113/2025).
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, έννομο συμφέρον να ζητήσει έννομη προστασία κατά της διακήρυξης διαγωνισμού, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, προς το οποίο στοιχεί το άρθρο 372 παρ. 1 του ν. 4412/2016, έχει ενδιαφερόμενος ο οποίος περιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, στον κύκλο των οικονομικών φορέων που δικαιούνται να μετάσχουν στον διαγωνισμό και επικαλείται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, άμεση βλάβη από όρους που παραβιάζουν, κατά την άποψή του, τους κανόνες που διέπουν τις προϋποθέσεις συμμετοχής, τη διαδικασία επιλογής ή τα εφαρμοστέα για την ανάδειξή του ως αναδόχου κριτήρια, σε σημείο που να αποκλείεται ή να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η συμμετοχή του στον διαγωνισμό.
Η νομολογιακή αυτή παραδοχή στοιχεί προς την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία, αν ένας οικονομικός φορέας δεν έχει υποβάλει προσφορά, δύσκολα μπορεί να αποδείξει ότι έχει συμφέρον να αμφισβητήσει την νομιμότητα της διαδικασίας ανάθεσης, από την άποψη ότι ζημιώθηκε ή ενδέχεται να υποστεί ζημία, όπως απαιτούν οι προαναφερθείσες διατάξεις, εκτός αν δεν υποβάλει προσφορά για τον λόγο ότι τα τεύχη του διαγωνισμού περιέχουν όρους που, κατά τον ίδιο, εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, οι οποίες έχουν ως συνέπεια να μην είναι σε θέση να υποβάλει λυσιτελή και ανταγωνιστική προσφορά, έχοντας καταστήσει ανύπαρκτες ή μηδαμινές τις πιθανότητες να του ανατεθεί η σύμβαση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την ειδικότερη γνώμη ενός Συμβούλου, ένα τέτοιο επίπεδο απαιτήσεων σε ό,τι αφορά την θεμελίωση εννόμου συμφέροντος, αν και δεν αντιβαίνει καθαυτό στο δίκαιο της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις, δεν αποκλείεται, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, να συνεπάγεται προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής κατά την ανωτέρω διάταξη της οδηγίας 89/665, ιδίως όταν ο φορέας αμφισβητεί όρους της διακήρυξης, οι οποίοι δεν καθιστούν μεν αδύνατη την συμμετοχή του στον διαγωνισμό, αλλά ενδέχεται να παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του υγιούς ανταγωνισμού. Και σε αυτή, όμως, την περίπτωση η κατάφαση του εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει την διαπίστωση ότι ο πληττόμενος όρος της διακήρυξης συνδέεται με παραβίαση των ανωτέρω θεμελιωδών αρχών, η οποία οδηγεί σε συμμετοχή σε διαγωνισμό υπό συνθήκες ασύμβατες προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό, με κατάσταση δηλαδή η ανοχή της οποίας δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον οικονομικό φορέα.
Δεν αρκεί, συνεπώς κατά την ειδικότερη αυτή γνώμη, για την θεμελίωση εννόμου συμφέροντος, η προβολή από τον ενδιαφερόμενο αιτιάσεων που αφορούν απλώς την νομιμότητα όρων, οι οποίοι δεν συνδέονται με παραβίαση των ως άνω θεμελιωδών αρχών, ακόμη και αν έχουν ως συνέπεια την διεύρυνση του κύκλου των δυναμένων να μετάσχουν στον διαγωνισμό φορέων και την μείωση των πιθανοτήτων του αιτούντος να του ανατεθεί ο διαγωνισμός.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη γνώμη της μειοψηφίας, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 346 (παρ. 1 και 2), 360 (παρ. 1) και 372 (παρ. 1) του ν. 4412/2016, ερμηνευομένων υπό το φως της δικονομικής οδηγίας 89/665 ΕΟΚ και της διασφάλισης της ύπαρξης ταχέων και αποτελεσματικών προσφυγών σε περίπτωση παράβασης τόσο του ενωσιακού δικαίου όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις όσο και των εθνικών κανόνων μεταφοράς του δικαίου αυτού στην εσωτερική έννομη τάξη, ιδίως σε στάδιο κατά το οποίο οι παραβάσεις επιδέχονται ακόμη διόρθωση, συντρέχει έννομο συμφέρον του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα να ασκήσει αίτηση ακύρωσης και αναστολής κατά Διακήρυξης αμφισβητώντας τη νομιμότητα των όρων της όχι μόνο όταν προβάλλει ότι καθίσταται ουσιωδώς δυσχερής η συμμετοχή του, επειδή αδυνατεί να εκπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή προδιαγράφεται (άμεσα ή έμμεσα) εις βάρος του το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, αλλά και όταν προβάλλει ότι το κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού δεν διασφαλίζει τις θεμελιώδεις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του υγιούς ανταγωνισμού, πλην άλλων, διευρύνοντας παρανόμως τη δυνατότητα συμμετοχής ή περιέχοντας ασαφείς όρους, με συνέπεια την αδυναμία διαμόρφωσης ανταγωνιστικής προσφοράς, ιδίως σε περιπτώσεις που ο διαγωνισμός δεν έχει εισέτι διενεργηθεί.
Και τούτο, διότι ο οικονομικός φορέας μετ’ εννόμου συμφέροντος επιδιώκει την συμμετοχή του σε νόμιμη διαδικασία που πληροί τις ως άνω θεμελιώδεις αρχές, δεδομένου άλλωστε ότι, κατά πάγια νομολογία, τυχόν παρανομία όρων της Διακήρυξης δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς και να εξεταστεί παρεμπιπτόντως σε επόμενο στάδιο του διαγωνισμού, αλλά πρέπει να προβάλλεται επικαίρως σε στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο τυχόν πλημμέλειες αυτού επιδέχονται ακόμα διόρθωση.
Δείτε την περίληψη της απόφασης στο adjustice.gr.

















