Με αφορμή την επικείμενη έναρξη της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο, με κατηγορούμενο πρώην Υπουργό και συγκατηγορουμένη εισαγγελική λειτουργό, επανέρχεται στην επικαιρότητα το ζήτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ της πολιτικής διελκυστίνδας και του ποινικού δικαίου.
Η ελληνική ιστορία έχει δείξει μέχρι σήμερα ότι το ποινικό δίκαιο εργαλειοποιήθηκε διαχρονικά για την για την πολιτική κυριαρχία του νικητή του πολιτικού διαγκωνισμού. Για να περιοριστώ σε παλαιότερες υποθέσεις θυμίζω το ιδιώνυμο, τα «Σιμωνιακά», το Γ’ ψήφισμα, τη χρήση του παρασυντάγματος και τις μετεμφυλιακές διώξεις, την υπόθεση «Ασπίδα», το σκάνδαλο «καλαμποκιού», το «βρώμικο ‘89».
Η αιμάσσουσσα αυτή ιστορία είναι αναμφίβολα διδακτική. Αποτελεί δείγμα υγείας της Δημοκρατίας και ωριμότητας των κοινοβουλευτικών θεσμών, αφ’ ενός η επίλυση των πολιτικών συγκρούσεων να πραγματοποιείται μέσα από την δημοκρατική διαδικασία και αφ’ ετέρου η εναλλαγή στην εξουσία να γίνεται ομαλά, με σεβασμό της λαϊκής ετυμηγορίας. Αντιθέτως, η αθέμιτη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και η μεταφορά της πολιτικής αντιπαράθεσης στις δικαστικές αίθουσες, με σκοπό την εξόντωση του αντιπάλου είναι νοσηρό σημάδι μιας καχεκτικής Δημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά, το δίκαιο, ιδίως στα δημοκρατικά καθεστώτα, δεν ανέχεται την ανεύθυνη άσκηση εξουσίας. Σε καθεστώς ισονομίας, τα μέλη της Κυβέρνησης και οι βουλευτές υπόκεινται στον ποινικό νόμο όπως όλοι οι πολίτες, καθώς όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. Η διαφορετική μεταχείριση των υπουργών (δια του νόμου περί ευθύνης υπουργών) και των βουλευτών (στο πλαίσιο του ακαταδίωκτου και της ισχύουσας διαδικασίας άρσης της ασυλίας) είναι όλως εξαιρετική και υφίσταται αποκλειστικά προκειμένου να επιτραπεί η ακώλυτη άσκηση των καθηκόντων τους, γι’ αυτό και έχει πρωτίστως δικονομικό (και όχι ουσιαστικό) χαρακτήρα.
Το βάρος πέφτει τώρα στο Ειδικό Δικαστήριο να κρίνει εάν εμφιλοχώρησαν πράγματι ποινικά αδικήματα, ή εάν πρόκειται περί αθέμιτης απόπειρας ποινικοποίησης πράξεων που στερούνται ποινικής απαξίας. Τούτο δε, οφείλουν να πράξουν τα μέλη του Δικαστηρίου τηρώντας μια δικονομικά ανεπίληπτη διαδικασία, σύμφωνα με τις αρχές της δίκαιης δίκης, του σεβασμού των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και των βασικών αρχών του ποινικού δόγματος. Υπ’ αυτή την έννοια, το Ειδικό Δικαστήριο, στην παρούσα συγκυρία, μεθίσταται σε λυδία λίθο της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Δημήτρης Βερβεσός, Πρόεδρος του ΔΣΑ και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”