Από τον: Χαράλαμπο Κουτσιούμπα, ασκούμενο δικηγόρο ΔΣΘ, μεταπτυχιακό φοιτητή Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου ΑΠΘ, υπότροφος ΙΚΥ


Την εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης, με την ραγδαία μείωση μισθών και συντάξεων, μειώθηκε ανάλογα και η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών1. Από την μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών επηρεάστηκαν οι επιχειρήσεις, αφού μειώθηκαν οι πωλήσεις των παραγόμενων προϊόντων τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους προέβησαν σε σειρά επιχειρηματικών αποφάσεων. Μεταξύ αυτών ήταν η αλλαγή προμηθευτών, η σημαντική μείωση μισθών του προσωπικού, οι καταγγελίες συμβάσεων εργασίας κ.λπ. Γενικότερα σε κάθε εποχή κρίσεων, ακόμη και μη οικονομικών αλλά με βαθιές επιδράσεις στην οικονομία, λ.χ. υγειονομική κρίση του covid 19, επιστρατεύονται από την εργοδοτική πλευρά δυσμενή μέτρα σε βάρος των εργαζομένων κατόπιν επιχειρηματικών αποφάσεων που στηρίζονται στις οικονομικοτεχνικές συνθήκες της εποχής. Αυτές οι επιχειρηματικές αποφάσεις, που στηρίζονται στις οικονομικοτεχνικές συνθήκες και ευρίσκονται στην σφαίρα ευθύνης του εργοδότη είναι δυνατόν να ελεγχθούν δικαστικώς; Στα πλαίσια της παρούσης, θα γίνει προσπάθεια προς απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα με πεδίο αναζήτησης την ΑΠ 698/2018 και τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ.

§2 Οι οικονομικοτεχνικοί λόγοι ως αιτία επιχειρηματικών αποφάσεων που οδηγούν μεταξύ άλλων σε απολύσεις

Οικονομικοτεχνικοί λόγοι είναι εκείνοι που δεν αφορούν το πρόσωπο και γενικότερα την συμπεριφορά του εργαζομένου, αλλά ανήκουν στην σφαίρα ευθύνης του εργοδότη2, ως τμήμα του επιχειρηματικού κινδύνου που αναλαμβάνει3. Οι λόγοι αυτοί είναι είτε ενδοεπιχειρησιακοί είτε εξωεπιχειρησιακοί. Ενδοεπιχειρησιακοί είναι εκείνοι που προέρχονται από επιχειρηματικές αποφάσεις που λαμβάνει ο ίδιος ο εργοδότης στα πλαίσια του δικαιώματός του να οργανώνει την παραγωγή ως επιθυμεί. Εξωεπιχειρησιακοί είναι εκείνοι που δεν προέρχονται άμεσα από επιχειρηματική απόφαση του εργοδότη, προέρχονται από παράγοντες εκτός, έξω από αυτή πλην όμως είναι τμήμα του ευρύτερου επιχειρηματικού κινδύνου που αναλαμβάνει ο εργοδότης, λόγου χάρη μείωση των πωλήσεων-τζίρου,αύξηση των τιμών στις πρώτες ύλες κ.λπ.

Ενδέχεται τους λόγους αυτούς ο εργοδότης μέσω της καταγγελίας να προσπαθήσει να τους επιρρίψει στους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν φέρουν ευθύνη για αυτούς4. Οι λόγοι αυτοί στα πλαίσια επιχειρηματικών αποφάσεων του εργοδότη εμφανίζονται υπό τις ακόλουθες δύο μορφές5. Πρώτον, ως λόγοι για τακτική αναιτιώδη καταγγελία με βάση το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Δεύτερον, ως λόγοι για έκτακτη καταγγελία , εντασσόμενοι στην έννοια του “σπουδαίου λόγου”, τόσο σε σύμβαση ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση όμως οι λόγοι αυτοί θα πρέπει να μην είναι ασήμαντοι, αλλά να επηρεάζουν ουσιωδώς την δραστηριότητα της επιχείρησης6, προκειμένου να οδηγήσουν σε δυσμενή μέτρα για τους εργαζόμενους. Θα πρέπει δηλαδή να μην είναι συνήθεις λόγοι διευθέτησης τεχνικών θεμάτων της επιχείρησης, αλλά να έχουν τέτοια επίδραση και τέτοιο επείγοντα χαρακτήρα ώστε να προκύπτει “πλεονάζον προσωπικό” ή πλεονάζουσα ποσότητα εργασίας7. Αυτό το πλεονάζον προσωπικό δεν αρκεί να καθίσταται απλά πλέον μη αξιοποιήσιμο και αναγκαίο, αλλά θα πρέπει να προκύπτουν σαφείς κίνδυνοι για την επιβίωση της ίδιας της επιχείρησης και των υπολοίπων θέσεων εργασίας από την διατήρησή του8. Στην δε δεύτερη μορφή όμως, εκείνη της έκτακτης καταγγελίας, προκειμένου να ιδρύσουν σπουδαίο λόγο θα πρέπει να έχουν ακόμη περισσότερη ένταση άλλως “βαρύτητα και πυκνότητα” ακριβώς λόγω του ιδιαίτερου είδους της καταγγελίας και της προϋπόθεσης στοιχειοθέτησης σπουδαίου λόγου9. Σε κάθε περίπτωση πάντως είτε ενδοεπιχειρησιακών είτε εξωεπιχειρησιακών οικονομικοτεχνικών λόγων και είτε έκτακτης είτε τακτικής καταγγελίας, η επιχειρηματική απόφαση είναι αυτή που οδηγεί σε απολύσεις. Οι οικονομικοτεχνικοί λόγοι είναι απλώς η αφορμή, το κίνητρο για να ληφθεί η επιχειρηματική απόφαση.

§3 Ο δικαστικός έλεγχος των επιχειρηματικών αποφάσεων

i) Εισαγωγικά, προκειμένου να θέσουμε και την ερμηνευτική κατεύθυνση που οφείλει να έχει ο δικαστικός έλεγχος της καταγγελίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους θα αναφερθούμε στον θεμελιώδη για το εργατικό δίκαιο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Συντάγματος10. Ήδη σύμφωνα με την Ολομ. ΑΠ 40/199811 έγινε δεκτό ότι υπάρχει ιεράρχηση μεταξύ των συμφερόντων που προστατεύει το Σύνταγμα, με τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου να βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας των προστατευτέων δικαιωμάτων. Επομένως, όταν συγκρούονται συμφέροντα καθαρά υλικά με άλλα συμφέροντα που αφορούν το ίδιο το κοινωνικό δικαίωμα εργασίας, ως απαραίτητο τμήμα για την διαφύλαξη της αξιοπρεπούς διαβίωσης ενός ανθρώπου, προβάδισμα πρέπει να δίνεται στο τελευταίο12. Άλλωστε, εκτός της εξασφάλισης της αξιοπρεπούς διαβίωσής του ο εργαζόμενος μέσω της εργασίας του απολαμβάνει και τα απαραίτητα ψυχικά, ηθικά οφέλη και ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα13.

ii) Είναι αλήθεια ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις του εργοδότη εν γένει δεν ελέγχονται, κατά κρατούσα σίγουρα στην νομολογία14 και μάλλον και στην θεωρία άποψη15, δικαστικά. Τα επιχειρήματα της θέσης αυτής είναι ότι ο δικαστής δεν έχει τις γνώσεις για να κρίνει τέτοιου είδους αποφάσεις, καθώς επίσης δεν διαθέτει τις απαραίτητες πληροφορίες που μόνο ο επιχειρηματίας μπορεί να έχει. Επιπρόσθετα, ο δικαστής σε κάθε περίπτωση δεν φέρει την ευθύνη και τον κίνδυνο αποτυχίας των αποφάσεων αυτών16. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο τρόπος που θα αντιδράσει στις διαφόρων ειδών μεταβολές και διακυμάνσεις της αγοράς ο εργοδότης δεν ελέγχεται επ’ουδενί δικαστικώς καθώς ανήκει στην ελεύθερη κρίση του στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του ελευθερίας. Κατ’αυτόν τον τρόπο δεν ελέγχεται δικαστικώς ούτε η απόφασή του να αναθέσει εργασίες σε τρίτη επιχείρηση ούτε ακόμη να παύσει την λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματός της17. Δεν επιτρέπεται δηλαδή έλεγχος σκοπιμότητας των επιχειρηματικών αποφάσεων.

Από την άλλη πλευρά, όπως έχει καυστικά διατυπωθεί, όταν η κρατούσα άποψη εφαρμόζεται απόλυτα δίχως εξαιρέσεις, φαίνεται η επιχειρηματική ελευθερία, να αντιμετωπίζεται έτσι σαν “ιερή αγελάδα” του δικαιϊκού μας συστήματος18. Δεν φαίνεται συστηματικά εύστοχο να αντιμετωπίζεται η επιχειρηματική ελευθερία ξεχωριστά ως προς τον δικαστικό έλεγχο, ειδικότερα ως προς τον έλεγχο αναλογικότητας, από όλα τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα19. Έχει κατακριθεί η κρατούσα θέση ότι είναι οπισθοδρομική στην γενικότητά της και απηχεί αντιλήψεις άλλων εποχών, με την έννοια ότι παρέχει πλήρη εξουσιαστικά δικαιώματα στον εργοδότη ρύθμισης και του έμψυχου υλικού της επιχείρησής του ακόμη και απόλυσής του κατά βούληση20. Ακόμη, ήδη στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, στο πεδίο προστασίας του οποίου συμπεριλαμβάνεται η οικονομική-επιχειρηματική ελευθερία, τίθεται επιφύλαξη υπέρ των δικαιωμάτων των άλλων, του Συντάγματος ή των χρηστών ηθών.

iii) Αρχικά, η νομολογία υπήρξε υπερβολικά διστακτική21 με τον έλεγχο αναλογικότητας των επιχειρηματικών αποφάσεων που οδηγούν σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Όμως, πλέον γίνεται δεκτό και από την νομολογία η οποία ήδη το πράττει, ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις που οδηγούν σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας ελέγχονται δικαστικώς σε επίπεδο καταγγελίας. Τα τρία κλασικά στάδια ελέγχου που ακολουθεί η νομολογία είναι εάν όντως υφίστανται οικονομικοτεχνικοί λόγοι, ο έλεγχος κατ’άρθρο 281 ΑΚ και ο έλεγχος ορθής επιλογής απολυτέου εργαζομένου. Όσον αφορά το πρώτο στάδιο ελέγχου, κατά βάση η νομολογία περιορίζεται στον έλεγχο αν υφίστανται πράγματι οικονομικοτεχνικοί λόγοι22 ή αν αντίθετα είναι προσχηματικοί ή υποκρύπτουν εμπάθεια ή μίσος σε βάρος του εργαζομένου23. Φαίνεται δηλαδή η νομολογία να αυτοπεριορίζεται σε βαθμό εμμονής προκειμένου να αποφύγει τον έλεγχο σκοπιμότητας των επιχειρηματικών αποφάσεων. Σχετικά με το δεύτερο στάδιο, ήτοι τον έλεγχο καταχρηστικότητας, στα πλαίσια εφαρμογής της αρχής της ultima ratio, ελέγχεται αν υπήρχαν ηπιότερα μέτρα από εκείνο της απόλυσης24. Ένα από τα μέτρα αυτά είναι και η τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας25, δηλαδή η περίπτωση όπου ο εργοδότης καταθέτει πρόταση τροποποίησης της σύμβασης εργασίας με δυσμενέστερους κατά βάση για τον εργαζόμενο όρους και σε περίπτωση απόρριψής της επέρχεται καταγγελία της σύμβασης.

Η τροποποιητική καταγγελία ελέγχεται και εκείνη για καταχρηστικότητα26. Εάν ο εργοδότης παραλείψει να λάβει ηπιότερα μέσα συνεκτιμάται αυτό στον έλεγχο καταχρηστικότητας της απόλυσης. Γίνεται δηλαδή έλεγχος προσφορότητας και κατά βάση αναγκαιότητας της καταγγελίας. Και πάλι όμως κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, ο έλεγχος αυτός λαμβάνει χώρα μόνο στο επίπεδο υλοποίησης της επιχειρηματικής απόφασης του εργοδότη27. Δηλαδή η επιχειρηματική απόφαση αυτή καθεαυτή λαμβάνεται ως δεδομένη, και ο δικαστής περιορίζεται να ελέγξει αν υπάρχουν ηπιότερα μέσα για την πραγμάτωσή της. Υποστηρίζεται όμως μειοψηφικά και η αντίθετη και πιο προωθημένη άποψη, ήτοι πως πρέπει να ελέγχεται και η γενικότερη επιχειρηματική απόφαση, και όχι μόνο στο στάδιο υλοποίησής της όταν είναι προφανώς παράλογη ή αυθαίρετη28. Η άποψη αυτή αντλεί επιχειρήματα τόσο από τον συγκεκαλυμμένο έλεγχο σκοπιμότητας που έχει κάνει κατά καιρούς η ελληνική νομολογία29 όσο και από την πάγια θέση της γερμανικής νομολογίας, η οποία δέχεται τον έλεγχο της ευρύτερης επιχειρηματικής απόφασης και όχι μόνο των μέτρων πραγμάτωσής της όταν αυτή συνδέεται με απολύσεις. Τρίτο και τελευταίο στάδιο ελέγχου είναι ο έλεγχος ορθής επιλογής απολυτέου προσώπου, στάδιο κατά το οποίο δεν ελέγχεται το αν θα απολυθεί κάποιος εργαζόμενος αλλά το ποιος30. Η επιλογή αυτή προκύπτει από την γενική ρήτρα της καλής πίστης31.Τα κριτήρια που έχει αναδείξει η νομολογία και η θεωρία για την επιλογή μεταξύ του κύκλου του προσώπου του απολυτέου είναι κατά βάση η απόδοση του εργαζομένου,η αρχαιότητα, τα οικογενειακά βάρη, η ηλικία, ενώ από άποψη βαρύτητας φαίνεται εκείνο της απόδοσης32 και μετά της αρχαιότητας να είναι τα πιο κρίσιμα.

§ 4 Η τροποποιητική καταγγελία και ο δικαστικός της έλεγχος

Η τροποποιητική καταγγελία, ως αναφέρθηκε, είναι η καταγγελία που γίνεται υπό την αίρεση απόρριψης από τον εργαζόμενο πρότασης σημαντικής μεταβολής των όρων εργασίας του από τον εργοδότη33. Σκοπό έχει την τροποποίηση των όρων εργασίας34 και όχι την λύση της. Ο εργαζόμενος μπορεί είτε να αποδεχθεί την πρόταση τροποποίησης των όρων εργασίας και να συνεχίσει να εργάζεται είτε να απορρίψει την πρόταση, ενέργεια όμως που θα έχει ως συνέπεια την καταγγελία της σύμβασης από την μεριά του εργοδότη. Η τροποποιητική καταγγελία που λαμβάνει χώρα για οικονομικοτεχνικούς λόγους ελέγχεται δικαστικώς όπως και η συνήθης κοινή καταγγελία, ήτοι ελέγχεται η συνδρομή των λόγων αυτών, ο τυχόν καταχρηστικός της χαρακτήρας κατ’άρθρον 281 ΑΚ και η ορθή επιλογή απολυτέου35. Σχετικά με την προσχηματικότητα των λόγων και την ορθή επιλογή απολυτέου36 ισχύουν τα ανωτέρω. Εν όψει όμως του διαφορετικού σκοπού της τροποποιητικής καταγγελίας από την κοινή, στο στάδιο ελέγχου καταχρηστικότητας της τροποποιητικής καταγγελίας, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει όχι το δικαιολογημένο ή μη της καταγγελίας αλλά το δικαιολογημένο ή μη της προτεινόμενης μεταβολής37. Εκτός τούτου, πρέπει να ελέγξει και τους νέους όρους της προτεινόμενης τροποποιημένης σύμβασης εργασίας.

Όσον αφορά το κύριο ζήτημα του ελέγχου της επιχειρηματικής απόφασης, ισχύει πως και στην τροποποιητική καταγγελία όπως στην κοινή, η επιχειρηματική απόφαση του εργοδότη κατά κρατούσα άποψη δεν ελέγχεται δικαστικά. Όμως, ενώ τούτο γίνεται γενικώς δεκτό, φαίνεται ειδικότερα ως προς την τροποποίηση για μείωση μισθού να υπάρχει ευρύτερη μειοψηφία και αντίθεση της θεωρίας στην κρατούσα στην νομολογία άποψη περί μη ελέγχου της επιχειρηματικής απόφασης38. Συγκεκριμένα, τόσο επειδή η μείωση μισθού εμπίπτει στην αντιπαροχή του εργοδότη και όχι σε παροχή του εργαζομένου όσο και επειδή σε κάθε σύμβαση άρα και στην σύμβαση εργασίας βρίσκει εφαρμογή η αρχή “pacta sunt servanda”, υποστηρίζεται στην θεωρία διευρυμένα και ορθά η θέση ότι η επιχειρηματική απόφαση για μείωση μισθών ελέγχεται δικαστικώς39 και πιο συγκεκριμένα ελέγχεται η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης. Η αντιγνωμία αυτή σε νομολογιακό επίπεδο θα παρουσιασθεί κατωτέρω (υπό §5) με βάση την ΑΠ 698/2018.

§5 Ιστορικό της ΑΠ 698/2018: Δικονομικός έλεγχος των επιχειρηματικών αποφάσεων – Πρόταση μείωσης μισθού για οικονομικοτεχνικούς λόγους και καταγγελία συμβάσεων

Κατ’αρχάς, η καταγγελία που έχει καταχρηστικό χαρακτήρα είναι άκυρη. Ως άκυρη, η σύμβαση εργασίας παραμένει ενεργή, ο εργοδότης με την άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου καθίσταται υπερήμερος δανειστής40 και συνεπώς ο εργαζόμενος δικαιούται με την αγωγή του να αξιώσει μισθούς υπερημερίας. Μάλιστα δεν χρειάζεται καν ο εργαζόμενος να αναφέρει στην αγωγή του την προσήκουσα προσφορά εργασίας του, γιατί με την καταγγελία ο εργοδότης δηλώνει ότι δεν την αποδέχεται41. Ο εργοδότης θα προβάλει την ένσταση ότι η σύμβαση λύθηκε με νόμιμη καταγγελία και επομένως δεν οφείλει μισθούς υπερημερίας. Συνεπώς, ο εργαζόμενος είτε εκ των προτέρων στην ίδια του την αγωγή είτε με αντένσταση επί ενστάσεως42 με τις προτάσεις θα ισχυριστεί ότι δεν ήταν νόμιμη η καταγγελία ως καταχρηστική43. Εάν όμως στην αγωγή του εργαζομένου περιέχεται αυτοτελές αίτημα ακυρότητας της καταγγελίας, τότε δεν επιτρέπεται η συμπλήρωση του ισχυρισμού με πραγματικά περιστατικά με τις προτάσεις αλλά πρέπει εξαρχής να εκτίθενται με πληρότητα τα περιστατικά που την θεμελιώνουν44. Ο εργαζόμενος μπορεί ακόμη να αξιώσει την επαναπρόσληψή του. Πλέον, με τον ν.4808/2021 αντί της ακυρότητας της καταγγελίας και την καταβολή μισθών υπερημερίας μπορεί να ζητήσει αντ’αυτών45 την καταβολή πρόσθετης αποζημίωσης.

Συγκεκριμένα,στην υπό σχολιασμό ΑΠ 698/201846 τέθηκε το ζήτημα του ελέγχου του κύρους (μη καταχρηστικότητας) καταγγελιών σύμβασης εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους, με βάση τον οποίο αναπτύχθηκαν γενικότερα ζητήματα ελέγχου άσκησης της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη από τα δικαστήρια της ουσίας . Ειδικότερα, στην υπό κρίση περίπτωση, ενάγοντες σε πρώτο βαθμό ήταν ένας οδηγός φορτηγού και μία εργάτρια που προσελήφθησαν από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παραγωγής και εμπορίας αλλαντικών και τυροκομικών προϊόντων με συμβάσεις αορίστου χρόνου, ο μεν πρώτος το 2005 και η δεύτερη το 2010. Το 2012 μεσούσης της οικονομικής κρίσης, η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία άρχισε να λειτουργεί με ζημία, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και συνεπώς και του κύκλου εργασιών της. Παράλληλα είχε υποχρεώσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αυξημένο μισθολογικό κόστος αλλά και βρισκόταν αντιμέτωπη με συνθήκες ανταγωνισμού με τις άλλες εταιρείες στον κλάδο, οι οποίες είχαν ήδη προβεί σε επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας με τις οποίες είχαν περικόψει τους μισθούς των εργαζομένων τους. Τον Ιούνιο του 2012 προέβη σε τροποποιητικές συμβάσεις εργασίας σημαντικής μείωσης των μισθών των εργαζομένων της (περικοπές ίσες με το 30-40 τοις εκατό των μισθών). Σε περίπτωση δε που δεν θα γινόντουσαν αποδεκτές οι τροποποιητικές συμβάσεις η εταιρία θα προχωρούσε στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας (τροποποιητική καταγγελία). Τις τροποποιήσεις των όρων εργασίας αποδέχθηκε το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων. Οι ενάγοντες, ήτοι ο οδηγός φορτηγού και η εργάτρια, ήταν μεταξύ αυτών που δεν αποδέχθηκαν τις τροποποιήσεις των όρων εργασίας τους και δεν υπέγραψαν την νέα τροποποιητική σύμβαση. Έτσι, η ανώνυμη εταιρία και ήδη εναγόμενη προέβη στις 31 Ιουλίου 2012 στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους καταβάλλοντας την σχετική αποζημίωση.

Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι το καλοκαίρι του 2012, η ανώνυμη εταιρία προτού τους απολύσει, τους είχε αναθέσει την εκπαίδευση τριών νέων οδηγών και δύο εργατριών αντίστοιχα, μερικούς εκ των οποίων, αν και προσέλαβε για αντιμετώπιση εποχιακών αναγκών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, διατήρησε μετά την απόλυση των εναγόντων στο ενεργητικό της. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι η από 31-07-2012 καταγγελία της σύμβασης εργασίας είχε λάβει χώρα κατά την διάρκεια της νόμιμης τακτικής άδειας της εργάτριας κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ.6 του α.ν. 539/194547 που απαγορεύει στους εργοδότες να απολύσουν τους μισθωτούς κατά την διάρκεια της νόμιμης άδειάς τους. Γι’αυτό μάλιστα τον λόγο, η εναγομένη προέβη και σε δεύτερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτής με την από 12.11.2012 εξώδικη δήλωσή της προς την ενάγουσα. Τις πρώτες λοιπόν από 31-07-2012 καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας προσέβαλαν ως άκυρες λόγω καταχρηστικότητας οι ενάγοντες με την από 31-10-2012 αγωγή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την 11315/2014 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε ότι οι από 31-07-2012 καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων ήταν άκυρες ως καταχρηστικές.

§6 Παραδοχές του Εφετείου ως προς την καταχρηστικότητα των τροποποιητικών καταγγελιών

Σε βάρος της 11315/2014 οριστικής απόφασης του ΜΠρΘεσ., η εναγομένη εταιρία άσκησε έφεση.Το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την απόφασή του 802/2016 έκανε δεκτή την έφεση αυτή αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή. Σχετικά με την ακυρότητα της από 31-07-2012 καταγγελίας της εργάτριας και δεύτερης ενάγουσας για τον λόγο ότι έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της νόμιμής της άδειας, έκρινε ότι πράγματι ήταν άκυρη για τον λόγο αυτό, πλην όμως με την δεύτερη έγκυρη από 12.11.2012 καταγγελία, η σύμβαση λύθηκε και διακόπηκε η υπερημερία της εναγομένης ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας. Σχετικά δε με το κρίσιμο και υπό ανάλυση θέμα της καταχρηστικότητας έκρινε ότι οι καταγγελίες δεν ήταν καταχρηστικές. Και τούτο διότι σύμφωνα με την Εφετειακή, η εταιρία ευρισκόμενη εν μέσω οικονομικής κρίσης, περιορισμού του κύκλου εργασιών της, μεγάλου μισθοδοτικού κόστους και χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων προχώρησε σε καταγγελίες μέσα στα όρια της επιχειρηματικής της ελευθερίας. Ειδικότερα, επειδή η εναγομένη και νυν εκκαλούσα εταιρία είχε να αντιμετωπίσει και συνθήκες ανταγωνισμού από τις υπόλοιπες εταιρίες του κλάδου, έπρεπε να μειώσει την τιμή των προϊόντων της. Το μέτρο στο οποίο προέβη προς τούτο, (το μόνο βέβαια μέτρο πριν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας), ήταν σύμφωνα με την Εφετειακή, η προσπάθεια για μείωση των τιμών των πρώτων υλών κατόπιν διαπραγμάτευσης με τους προμηθευτές, οι οποίοι όμως την αρνήθηκαν. Κατόπιν τούτου προχώρησε σε τροποποιητικές συμβάσεις εργασίας τις οποίες αποδέχθηκε η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων. Έκρινε ότι οι τροποποιητικές αυτές καταγγελίες δεν ήταν καταχρηστικές καθώς δεν αρκεί το γεγονός ότι έλαβαν χώρα κατόπιν άρνησης των τροποποιήσεων από τους ενάγοντες48, καθώς επίσης υπήρχαν σοβαροί οικονομικοτεχνικοί λόγοι που δικαιολογούσαν την μείωση των αποδοχών.

Ειδικότερα, ως προς το δεύτερο κρίσιμο σημείο, εκείνο της συνδρομής ιδιαίτερα σοβαρών οικονομικοτεχνικών λόγων, το Εφετείο έκρινε ότι υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στους οικονομικοτεχνικούς λόγους και την προτεινόμενη μείωση των αποδοχών, η προτεινόμενη μείωση εξυπηρετούσε το οικονομικό συμφέρον της επιχείρησης ενώ τέλος δεν προκύπτει ότι οι καταγγελίες έγιναν για άλλα ταπεινά αίτια όπως εμπάθεια ή έχθρα της εταιρίας προς τους συγκεκριμένους εργαζόμενους. Προσθέτει ότι καταχρηστικές δεν ήταν ούτε λόγω της μεθοδευμένης πρόσληψης νέων υπαλλήλων στην θέση τους μετά την εκπαίδευση αυτών μάλιστα από τους ίδιους, αφού η εταιρία προσέλαβε τους νέους εργαζόμενους αρχικά για την αντιμετώπιση έκτακτων εποχιακών αναγκών, όπως συνήθιζε να πράττει, δίχως να γνωρίζει ότι οι ενάγοντες θα αρνούνταν τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, άρνηση η οποία θα οδηγούσε στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Επιπλέον, ακόμη κι αν ο εργοδότης μεθοδεύει την απόλυση μισθωτών με σκοπό να προσλάβει νέους, δεν αρκεί το γεγονός αυτό από μόνο του για να κριθούν οι απολύσεις καταχρηστικές αλλά θα πρέπει να συνοδεύονται και από άλλες περιστάσεις49. Τέλος, σχετικά με τον ισχυρισμό της εναγομένης εταιρίας ότι η επιχειρηματική απόφαση της μισθολογικής μείωσης απέδωσε άμεσα και ήταν ορθολογικό μέτρο το Εφετείο έκρινε ότι είναι αλυσιτελής ισχυρισμός, αφού ούτως ή άλλως δεν μπορεί το ίδιο να σταθμίσει και να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των μέτρων, αφού κάτι τέτοιο θα έπληττε την επιχειρηματική ελευθερία του εργοδότη. Αρνήθηκε δηλαδή άνευ ετέρου να εξετάσει εάν υπήρχαν λοιπές δυνατότητες και εάν ήταν όντως το προσήκον μέτρο η μείωση των μισθών των εργαζομένων, θεμελιώνοντας την άρνηση αυτή στην σκέψη ότι η επιλογή των κατάλληλων μέσων αντιμετώπισης οικονομικών κρίσεων από τον εργοδότη δεν ελέγχεται δικαστικά. Εκείνο μόνο που ελέγχει είναι αν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι για την μεταβολή των όρων εργασίας και δεν είναι προσχηματικοί.

§7 Αναιρετικός δικονομικός έλεγχος στην υπό κρίση περίπτωση

Οι ενάγοντες (ο οδηγός φορτηγού και η εργάτρια) και νυν εφεσίβλητοι άσκησαν αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων τον λόγο που ιδρύει το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ. Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ συνιστά την δικονομική επιταγή του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος και συμπληρώνει τον λόγο υπ’αριθμ.150. Ιδρύεται όταν παραβιάζεται κανόνας του ουσιαστικού δικαίου51. Πρόκειται για την περίπτωση όπου στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, είτε δεν περιέχονται καθόλου πραγματικά περιστατικά είτε όσα εκτίθενται δεν επαρκούν για την επέλευση ή μη της έννομης συνέπειας του κανόνα δικαίου είτε όσα εκτίθενται αντιφάσκουν μεταξύ τους. Ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του υπ’αριθμ. 698/2018 (Πρόεδρος: Χρυσούλα Παρασκευά, Εισηγητής Χαράλαμπος Μαχαιράς), έκανε δεκτή την αναίρεση των εργαζομένων και αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση για ανεπαρκείς αιτιολογίες παραπέμποντας την υπόθεση στο Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης για εκ νέου εκδίκαση συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Έκρινε ότι η εφετειακή απόφαση είχε ανεπαρκείς αιτιολογίες σε τέσσερα κύρια σημεία. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η εφετειακή απόφαση δεν αιτιολογούσε επαρκώς για ποιον λόγο η εταιρία προχώρησε σε δεύτερη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αφού είχε ήδη καταγγείλει τις συμβάσεις τους για πρώτη φορά στις 31-07-2012. Ακόμη, δεν αιτιολόγησε πως η εταιρία μπορούσε να αντέξει το μισθολογικό κόστος πέντε νέων υπαλλήλων, τους οποίους εκπαίδευσαν οι ενάγοντες και νυν αναιρεσίοντες, και γιατί δεν μπορούσε να προτιμήσει την πρόσληψη λιγότερων εποχιακών με την διατήρηση στο ενεργητικό της και των εναγόντων. Επιπρόσθετα, δεν αιτιολογεί εάν πριν την προσφυγή στο όλως επαχθές μέτρο μεγάλης περικοπής των μισθών των εργαζομένων, υπήρχαν άλλες πρόσφορες δυνατότητες μείωσης του κόστους λειτουργίας της επιχείρησης, ποιες ήταν και αν εφαρμόσθηκαν ή έγινε προσπάθεια να εφαρμοσθούν και δεν πέτυχαν.

Παρατηρούμε επομένως ότι η αρεοπαγιτική απόφαση μέσω της αιτιολογίας δεν στάθηκε μόνο στον έλεγχο των τροποποιητικών καταγγελιών. Δεν έλεγξε μόνο το προφανές, ήτοι την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των οικονομικοτεχνικών λόγων και της καταγγελίας ή την περίπτωση προσχηματικότητας των οικονομικοτεχνικών λόγων, αλλά προχώρησε σε μεγαλύτερο βάθος σε αντίθεση με όσα πρεσβεύει η κρατούσα άποψη. Ειδικότερα, έλεγξε εάν προβλήθηκαν και εάν έγινε προσπάθεια εφαρμογής διαφορετικών δυνατοτήτων πλην της μείωσης των αποδοχών των εργαζομένων. Ήλεγξε ακόμη κατά πόσο δικαιολογούταν η λήψη αυτού του δυσμενούς μέτρου σε σχέση και με την ένταση των οικονομικοτεχνικών λόγων που επικαλέστηκε ο εργοδότης52. Σε αντίθεση με την πάγια και κρατούσα άποψη, έκρινε ότι προκειμένου να θεωρηθεί πλήρης η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, θα πρέπει να αιτιολογείται εάν υπήρχαν και διαφορετικοί τρόποι αντίδρασης53 στις ανάγκες που παράγουν οι επικαλούμενοι οικονομικοτεχνικοί λόγοι. Από αυτή την άποψη, έλεγξε την αναγκαιότητα του μέτρου της μείωσης των αποδοχών. Εν συνόλω δηλαδή, δεν στάθηκε σε έναν έλεγχο στα στενά πλαίσια του δικαίου της καταγγελίας, αλλά έκανε ένα προωθημένο βήμα ελέγχοντας την προβολή διαφορετικών δυνατοτήτων πλην της μείωσης των αποδοχών. Συμπερασματικά, η ΑΠ 698/2018 κινήθηκε σε ένα πιο προοδευτικό ρεύμα απόψεων που δεν αποδέχεται την απόλυτη θέση περί μη ελέγχου της επιχειρηματικής απόφασης.

Η δικαστική περιπέτεια πάντως συνεχίστηκε με την έκδοση της μετά παραπομπή ΜΕφΘεσ 17/2019 η οποία εξαφανίζοντας την πρωτόδικη έκανε δεκτή την αγωγή κατά το σκέλος της αναγνώρισης της ακυρότητας των από 31.7.2012 καταγγελιών, υποχρέωσε την εταιρία σε αποδοχή των προσφερόμενων υπηρεσιών των εναγόντων και στην καταβολή των συμφωνημένων αποδοχών ως μισθών υπερημερίας περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών με τον νόμιμο τόκο. Αξίζει όπως επισημανθεί ότι η απόφαση του Εφετείου έχει μία εξαιρετική κατά την άποψή μας αιτιολογία. Ακολουθώντας την θέση της ΑΠ 698/2018 ήλεγξε την ένταση των οικονομικοτεχνικών λόγων και πιο συγκεκριμένα εάν αυτή είναι τέτοια που να δικαιολογεί ένα τόσο επαχθές μέτρο54. Ειδικότερα, έκρινε55 ότι η εταιρία αντιμετώπιζε περιορισμένης έκτασης οικονομικά προβλήματα, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της οικονομικής κρίσης βεβαίως, και πάντως τα προβλήματα αυτά δεν οφείλονταν στο ελάχιστα αυξημένο μισθολογικό της κόστος. Μάλιστα το όφελος από την ραγδαία μείωση των μισθών ήταν αληθινά μικρό και δυσανάλογο της ποσοστού της μείωσης, και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα. Στο σημείο μάλιστα αυτό, η απόφαση κάνοντας ένα εξαιρετικό νομολογιακό βήμα επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι η εταιρία προέβη στις ακόλουθες σημαντικές μειώσεις όχι για να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα αλλά για να αυξήσει την κερδοφορία της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ελέγχει την αναγκαιότητα56 και κατά την άποψή μας συγκεκαλυμμένα και την σκοπιμότητα της επιχειρηματικής απόφασης. Τέλος, υπογραμμίζει ότι η εταιρία δεν προέβη σε κανένα διαφορετικό57 μέτρο πλην της προσέγγισης των εκ του εξωτερικού προμηθευτών, δεν προσπάθησε καν να εφαρμόσει λελογισμένα αναλογικά τις μειώσεις, ή να απευθυνθεί σε προμηθευτές του εσωτερικού, ή να μειώσει περισσότερο τα έξοδα ταξιδίων του διοικητικού της προσωπικού. Συνολικά δηλαδή, η ΜΕφΘεσ 17/2019 αξιοποιώντας τις νομικές σκέψεις της ΑΠ 698/2018 τις εμπλούτισε σε επίπεδο πραγματικών περιστατικών και προέβη σε μία πρότυπη μορφή ελέγχου καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος. Φαίνεται να εξέτασε όλα τα στάδια του ελέγχου αναλογικότητας και κυρίως ήλεγξε την αναγκαιότητα και την προφανή σκοπιμότητα αύξησης των κερδών της επιχείρησης με την ραγδαία μείωση των μισθών των εργαζομένων.

Η εταιρία όμως άσκησε και πάλι αναίρεση και εκδόθηκε με ισχυρή μειοψηφία η ΑΠ 751/202058. Η απόφαση ακολούθησε την πεπατημένη και πιο συντηρητική εκδοχή. Παρόλο που αρχικά δέχθηκε ότι ορθά η ΜΕφΘεσ 17/2019 έκρινε ως καραχρηστικές τις απολύσεις, πλην όμως δέχθηκε ότι τούτο το έκανε γιατί έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν καθόλου οικονομικοτεχνικοί λόγοι, και όχι επειδή συνέτρεχαν αλλά ήταν δυσανάλογο το μέτρο προς αντιμετώπισή τους. Ακολούθως έκανε, κατά πλειοψηφία, δεκτό τον κατ’άρθρον 559 αρ.19 λόγο αναίρεσης για αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες της εφετειακής απόφασης. Μάλιστα, έκρινε ως ανεπαρκείς και αντιφατικές τις αιτιολογίες σε όλα (!) τα προτεινόμενα της δευτεροβάθμιας απόφασης μέτρα, σε κάθε ένα ξεχωριστά αλλά και σε κάθε μία επιμέρους κρίση της περί δυσαναλογίας του μέτρου (!). Η κρίση αυτή βρήκε αντίθετη την Πρόεδρο του Δικαστηρίου και Αντιπρόεδρο του ΑΠ κα Πηνελόπη Ζωντανού59, η οποία θεώρησε όχι απλώς πλήρη την αιτιολογία της δευτεροβάθμιας απόφασης αλλά σε σημεία και πλεονάζουσα και περιττή. Υποστήριξε ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί η μνεία διαφορετικών δυνατοτήτων και όχι η περαιτέρω οικονομική τους εξειδίκευση ιδίως από την στιγμή που η δευτεροβάθμια έκρινε ότι δεν ήταν μεγάλης έντασης οι προβαλλόμενοι οικονομικοτεχνικοί λόγοι ώστε να δικαιολογούν τέτοιου ύψους μειώσεις αποδοχών. Έγινε δεκτό όμως ομόφωνα ότι συντρέχει ο λόγος του άρθρου 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ υπό την έννοια επιδίκασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περισσότερων από όσα ζητήθηκαν. Τούτο τόσο διότι οι ενάγοντες είχαν τρέψει με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο το αίτημά τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ενώ η δευτεροβάθμια δέχθηκε και καταψηφιστικά αιτήματα όσο και επειδή αναγνώρισε την ακυρότητα της μεταγενέστερης από 12.11.2012 καταγγελία της σύμβασης της δεύτερης ενάγουσας χωρίς τούτο να έχει ζητηθεί.

§8 Επίλογος: Προτάσεις de lege lata και de lege ferenda

Η ΑΠ 698/2018 θέτει τις σωστές ερμηνευτικές διαστάσεις του ελέγχου των επιχειρηματικών αποφάσεων. Αξιοποιώντας τον έλεγχο καταχρηστικότητας, απαιτεί στην αιτιολογία να συμπεριλαμβάνεται τυχόν προσπάθεια εφαρμογής διαφορετικών λιγότερο επαχθών μέτρων για την υλοποίηση μίας επιχειρηματικής απόφασης. Δεν προβαίνει σε υπόδειξη των ορθότερων λύσεων, και τούτο είναι κρίσιμο, αλλά επιζητά τουλάχιστον την προβολή διαφορετικών δυνατοτήτων από την πλευρά του εργοδότη. Σε επίπεδο υλοποίησης της απόφασης περί μείωσης του κόστους λειτουργίας, προχωρά σε μία φυσιολογική αναζήτηση των επικαλούμενων μέτρων και ανακαλύπτει ότι ουδέποτε προβλήθησαν διαφορετικά μέτρα πλην μόνο της προσέγγισης προμηθευτών εκ του εξωτερικού. Είναι προφανές ότι δεν είναι δικαϊκά και συστηματικά ορθό να γίνεται αποδεκτό το αναιτιολόγητο κάθε είδους επιχειρηματικής απόφασης, και να ελέγχεται δικαστικά μόνο αν είναι ακραία προσχηματική ή αν ελλείπει κάθε είδους αιτιώδης σύνδεσμος με το επιχειρούμενο μέτρο, προκειμένου να μην θιγεί ο πυρήνας της επιχειρηματικής ελευθερίας.

Η θεμελιώδης νομολογιακή θέση για τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Συντάγματος και την υπεροχή του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία, παρόλο που μας βρίσκει σύμφωνους, δεν φαίνεται να αποτελεί πάγια νομολογιακή γραμμή60 αλλά ούτε φαίνεται να επιδρά πάντοτε άμεσα σε ελέγχους καταχρηστικότητας που απαιτούν τέτοιου είδους σταθμίσεις. Προς τούτο επειδή νομολογιακά δεν φαίνεται δυστυχώς να γίνεται παγίως δεκτή η άποψη περί κανονιστικού χαρακτήρα του δικαιώματος61,θα πρέπει να κατοχυρωθεί νομοθετικά το ίδιο το δικαίωμα στην θέση εργασίας ή και συνταγματικά να αποδοθεί καθαρότερα ο κανονιστικός του χαρακτήρας62 προς αποφυγή εσκεμμένων,ή και μη, ερμηνευτικών συσκοτίσεων και νομολογιακών παλινδρομήσεων. De lege ferenda, σύμφωνα με την πάγια απαίτηση της θεωρίας αλλά και την πρόσφατη νομοθετική προσπάθεια που αποσύρθηκε63, κρίνεται σκόπιμο να καθιερωθεί ως προϋπόθεση ο βάσιμος λόγος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Εκτός από συνταγματικό έρεισμα64, η θέση αυτή έχει και υπερνομοθετική βάση, ιδίως τα άρθρα 24 ΑΕΚΧ65 και 40 ΧΘΔΕΕ. Όσον αφορά δε εν γένει σε επιχειρηματικές αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση οικονομικοτεχνικούς λόγους, δεν φαίνεται να υφίσταται συστηματικά λογική εξήγηση για την πλήρη έλλειψη νομοθετικών ρυθμίσεων επ’αυτής. Τούτο ιδίως από την στιγμή που το ίδιο το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος περιέχει ρητή επιφύλαξη υπέρ των δικαιωμάτων των άλλων. Ιδίως σε εποχές διαδοχικών οικονομικών κρίσεων, η επέμβαση του νομοθέτη ακόμη και μέσω διοικητικών μέτρων – κυρώσεων για καταχρηστικές περιπτώσεις επίκλησης οικονομικοτεχνικών λόγων φαίνεται απαραίτητη. Διαφορετικά, σχεδόν κάθε επιχείρηση που πλήττεται από την μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών θα μπορούσε με μόνο έλεγχο εκείνο της προσχηματικότητας και της ορθής επιλογής απολυτέου να αξιοποιεί την κρίση για μείωση εξόδων και θέσεων εργασίας. Ο νομοθέτης δηλαδή πρέπει να δώσει την απαραίτητη βοήθεια στην νομολογία, ώστε εκείνη εν συνεχεία με ερμηνεία de lege lata να μην έχει άλλες λοξοδρομήσεις και να θέσει μια σταθερή νομολογιακή γραμμή ευρύτερου ελέγχου της επιχειρηματικής ελευθερίας. Σε περιπτώσεις που συντρέχουν ιδίως εξωεπιχειρησιακοί οικονομικοτεχνικοί λόγοι, ο νομοθέτης θα μπορούσε να υποβοηθήσει την νομολογία να προστατεύσει το ασθενέστερο μέρος της σύμβασης εργασίας. Και τούτο όχι λόγω δογματικής εμμονής αλλά προκειμένου να εξασφαλιστεί η εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, η σωματική και ψυχική υγεία του και εν τέλει η ίδια η οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη του τόπου.

1 Σήμερα εν μέσω ενεργειακής κρίσης πάντως, η απώλεια αγοραστικής δύναμης αδύναμων οικονομικά στρωμάτων (μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ) αγγίζει το 40% (!) βλ. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ,Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, Δ13,Νοέμβριος 2022, σελ.8 διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ : https://www.inegsee.gr/ekdosi/13-deltio-ikonomikon-exelixeon-noemvrios-2022/

2 Ζερδελή Δ.,Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας,2002,αρ.664,σελ.400 επόμ.

3 βλ.Ζερδελή Δ., Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ζ Έκδοση,αρ.2070,σελ.764.

, του ιδίου Η απόλυση ως ultima ratio, 1991, σελ.150

4 Ζερδελή Δ.,Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας,ό.π.,σελ.400

5 Βλ.Αναλυτικά σε Καζάκο Α., Απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους και επιχειρηματικός κίνδυνος-Νόμιμοι περιορισμοί των απολύσεων για οικονομικοτεχνικούς λόγους και δικαστικός έλεγχος, ΕΕργΔ,Τόμος 71,2012,σελ.1292

6 Βλ. Και Παπαδημητρίου Κ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο,2021,σελ.547

7 Καζάκος Α.,ό.π.,σελ.1293, βλ. Και Ζερδελή Δ.,Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου,ό.π.,αρ.2072,σελ.764-765

8 Καζάκος Α.,ο.π.,σελ.1293

9 Καζάκος Α.,ό.π.σελ. 1293 και 1294

10 Για τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Συντάγματος και την σημασία του στην ερμηνεία του δικαίου βλ. Καζάκο Α.,Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο,3η έκδοση 2013,σελ.48-50

11 Δ 1999,230, με σημείωμα Μπέη

12 Βλ. Καζάκο Α., Το δικαίωμα απασχόλησης και η απαγόρευση της προσωρινής δικαστικής προστασίας του, 1992, σ.170 επόμ., βλ. Για το θέμα που θα μας απασχολήσει εν συνεχεία και Βλαστός, Απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους, ΕΕργΔ 2002,σελ.14

13 Βλ.Σιδέρη Δ. Παρατηρήσεις Σε ΜΠρΑθ 470/2009,Αρμ 2010,σελ.690-691 και εκεί παραπομπές

14 Βλ. Μεταξύ άλλων ΑΠ 485/2019,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 638/2008 ΕΕΔ 68,298

15 Βλ. Μεταξύ άλλων Κουκιάδη Ι., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της Ευελιξίας της Εργασίας,σελ.1025, Ζερδελή Δ., Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου,ό.π.,ό.π.,σελ.766, Παπαδημητρίου Κ.,ό.π.,σελ. 535-536

16 Βλ. Ζερδελή Δ.,ό.π,σελ.766, με τις εξαιρέσεις που δέχεται βέβαια ο συγγραφέας στην σελ.767,αρ.2077

17 Παπαδημητρίου Κ.,Ατομικό Εργατικό Δίκαιο,2021,όπου παραπομπή σε ΑΠ 847/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

18 Καζάκος Α.,ΕΕργΔ,Τόμος 71,2012,σελ.1305

19 Καζάκος Α.,ό.π.,σελ.1295

20 Ακόμη κι αν δεν τίθενται ζητήματα βιωσιμότητας της επιχείρησης παρά μόνο με στόχο την αύξηση του κέρδους,Βλαστός, ΕΕργΔ 2002,σελ.14

21 Ενδεικτικά ΑΠ 597/2002, ΕΕργΔ 62,1499, ΑΠ 412/2004 ΔΕΝ 60,1847

22 ΑΠ 944/2005, ΑΠ 1199/2002 σχετ. ΑΠ 922/2010 όλες ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

23 Βλ. ΑΠ 1591/2010 ΕΕργΔ 70,917, Κριτική αυτής στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη της Δερμιτζάκη Φ.,Ο δικαστικός έλεγχος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου,ΕΕργΔ 2011, σελ.910,

24 Βλ. Ενδεικτικά Ζερδελής Δ., Η απόλυση ως ultima ratio,1991,σελ.150 επόμ., Κουκιάδη Ι., Εργατικό Δίκαιο,Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις,9η έκδοση,2021,σελ.1026-1027 επόμ., Νικολαϊδης Χ., Η αρχή της αναλογικότητας στο εργατικό δίκαιο,2016,σελ.231 επόμ.

25 Παπαδημητρίου Κ.,ό.π.,σελ. 547, ΑΠ 279/1996,ΕΕργΔ 2017,1256,

26 Βλ. Μεταξύ άλλων ΑΠ 422/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2664/2007,ΔΕΝ 2007,1487

27 Ζερδελής Δ., Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου,ζ’έκδοση,2021,αρ.2081,σελ.770

28 Καζάκος Α.,ό.π.ΕΕργΔ,Τόμος 71,2012,

29 Καζάκος Α., ΕΕργΔ,Τόμος 71,2012,σελ.1303-1304 όπου εκεί παραπομπές σε ΜΠρΑθ 1881/1996,ΕΕργΔ 1997,1086, και ΑΠ 1154/1999, ΕΕργΔ 2001,822

30 Ζερδελή Δ.,Δίκαιο Καταγγελίας, σελ. 437 επόμ.

31 Κουκιάδη Ι.,ό.π.,σελ.1029 όπου εκεί παραπομπές

32 Σιδέρη Δ.,Σχόλιο σε ΜΠρΘεσ 8309/2016, Αρμ2016,σελ.1919 ,Ζερδελή Δ.,Εφαρμογές Εργατικού Δικαίου Ι,Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις,2022,σελ.571 όπου εκεί παραπομπές σε ΑΠ 2243/2013,ΕΕργΔ 2014,152, Βλαστός,ό.π.

33 Μεταξύ άλλων Βλασσόπουλος Δ.,Η Μονομερής Βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης αορίστου χρόνου και η τροποποιητική καταγγελία,1999,σελ. 28-30

34 Με αλλαγή των όρων της σχεδόν πάντοτε όμως προς το δυσμενέστερο για τους εργαζόμενους βλ.Φουντεδάκη Κ., Η τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας, Αρμ1991,σελ.213

35Ζερδελή Δ.,Το δίκαιο της καταγγελίας,σελ.696 αρ. 1198 επόμ.

36 ΑΠ 638/2008, ΕλλΔνη 2010, σελ.81-82,Γούλα Δ., Σχόλιο σε ΜΕφΘεσ 50/2020, Αρμ 2020, σελ.2045 επόμ,

37 Όπως ακριβώς Ζερδελή Δ., Το δίκαιο της καταγγελίας, αρ.1199, σελ.698 βλ. Παραπομπή με αρ. 18 του ιδίου για τις διαφορετικές θέσεις για το ζήτημα στην γερμανική επιστήμη, βλ. Μεταξύ άλλων και ΜΠρΘεσ 22923/2011, Αρμ 2011, σελ.1537

38 Βλ. Ζερδελή Δ., Το δίκαιο της καταγγελίας, αρ. 1203. Ο συγγραφέας ενώ σε πολλά έργα του, αλλά και σε αυτό υποστηρίζει το ανέλεγκτο των επιχειρηματικών αποφάσεων, ως προς την μείωση μισθού δέχεται τον έλεγχο της επιχειρηματικής απόφασης λόγω της αρχής “pacta sunt servanda”

39 Βλ. Ζερδελή Δ.,ό.π., αλλά Και Καζάκο ό.π.

40 Ζερδελή Δ.,Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου,2021,ό.π.,σελ.788 επόμ.

41 Ντάσιος Λ., Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, 1995, σελ.324, παρ.230

42 Μακρίδου Κ.,Δικονομία Εργατικών Διαφορών,2009,σελ.97-105,αρ.103

43 Κουκιάδη Ι.,ό.π.,Κεφάλαιο 5ο, παρ.2, αρ.5,σελ.1034

44 Βλ. Κουκιάδη Ι.,που παραπέμπει σε ΑΠ 471/2000 ΕΕΔ 60,263

45 Άρθρο 66 παρ.3 και 4 ν.4808/2021, Άρα όχι σωρευτικά βλ.άρθρο 66 παρ.6 ν.4808/2021

46 ΕΕργΔ 2018,σελ.1011 επόμ.

47 Μεταξύ άλλων βλ. Παπαδημητρίου Κ.,Ατομικό Εργατικό,σελ.348 και 541

48 Πράγματι κατά πάγια νομολογία η καταγγελία δεν είναι καταχρηστική εξαιτίας μόνο της άρνησης του εργαζομένου να αποδεχθεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της σύμβασής του βλ. ΑΠ 1114/2021, ΕλλΔνη,2022,σελ.770-775, σχόλιο Ανυφαντής Χ. ΑΠ 1837/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

49Βέβαια όπως ήδη παρατηρήσαμε η καταγγελία συμβάσεων εργασίας παλαιότερων μισθωτών με επιχειρηματικό σκοπό την πρόσληψη νέων που θα αμοίβονται κατά βάση λιγότερο έχει τα όριά της : ΑΠ 1155/1999,ΔΕΝ 2000,24 αναλυθείσα σε Καζάκο Α., Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο,Γ’Έκδοση,2012,σελ.50

50 Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας,ΚΠολΔ,Ερμηνεία κατ’άρθρον,2η έκδοση 2020,(-Κονδύλης)άρθρο

559,ΧΧ,αρ.219

51 Απαλαγάκη Χ.,Σταματόπουλος Σ.,Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία

κατ’άρθρον,2022,2ος τόμος,(- Ευθυμίου Χ.),άρθρο 559 αρ.19,αρ.98 επόμ.

52 Βλ. ΑΠ 1141/2021 Τμ.Β’, ΔΕΝ,2022,(1788-9),σελ.1057-1280

53 Έτσι και η νεότερη ΑΠ 392/2021,www.areiospagos.gr

54 Βλ αναλυτικά για σχολιασμό όμοιας απόφασης με την Εφετειακή : Γούλα Δ.,Σχόλιο σε ΜΕφΘεσ15/2019,Αρμ 2019,σελ.1012-1016

55 ΜΕφΘεσ 17/2019 Όπως παρατίθενται τα κρίσιμα σημεία της αυτούσια στην ΑΠ 751/2020, διαθέσιμη σε http://www.areiospagos.gr

56 Έτσι και Γούλας Δ.,ό.π., σελ.1014-1015

57 Γούλας Δ.,ό.π.,σελ.1016 ο οποίος επισημαίνει το αξιοσημείωτο του ελέγχου δυνατότητας εφαρμογής διαφορετικών μέτρων από το Δικαστήριο σε ανάλογη υπόθεση

58 ΑΠ 751/2020, διαθέσιμη σε www.areiospagos.gr

59 ΑΠ 751/2020, βλ. Όπως ακριβώς το απόσπασμα της απόφασης: “Κατά τη γνώμη όμως της Προέδρου του Δικαστηρίου Πηνελόπης Ζωντανού, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθότι…η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, αναφορικά με την ακυρότητα ως καταχρηστικής της καταγγελίας των συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των αναιρεσίβλητων εκ μέρους της αναιρεσείουσας εταιρείας (άρθ. 281 του ΑΚ)”

60 Βλ. Χαρακτηριστικά την ΟλΑΠ 11/2017 και τις πρωτοφανείς θέσεις της για την εργατοδικαϊκή προστασία ,www.areiospagos.gr βλ. Σκληρή κριτική σε Καζάκο Α., ΕΕργΔ 2017,σελ.1165-1276

61 λ.χ. ΑΠ 681/1987, ΕΕργΔ 1988,352 που κρίνει ως πολιτική διακήρυξη και ευχολόγιο το δικαίωμα στην εργασία (!) βλ. Ορθή κριτική του Ζερδελή Δ.,Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου,ό.π.,σελ.122 επόμ.,

62 Βλ. Την εξαιρετική ανάλυση και υποστήριξη της θέσης του κανονιστικού χαρακτήρα του δικαιώματος σε Παυλόπουλο Α.,Η συνταγματική προστασία της εργασίας, 2021,σελ. 143 επόμ.

63 Άρθρο 48 ν.4611/2019

64 Για τα συνταγματικά ερείσματα στο σχετικό δικαίωμα στην θέση εργασίας του εργαζομένου, βλ. και Γούλα Δ.,Εργασιακές Σχέσεις Αθλητών,2014,σ.94-112,4.5, όπου εκεί παραπομπές αλλά και Μπακόπουλο Κ., Η ελαττωματική καταγγελία και οι συνέπειές της, 2022, σελ.155

65 Γαβαλάς Ν.,ΕΕργΔ 2019,524 επόμ.,Ζερδελή Δ.,ΕΕργΔ 2019,377 επόμ.

Πηγή: https://nomikospalmos.wordpress.com/