Δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βρήκε μία δικαστής η οποία απολύθηκε αφού κατηγορήθηκε για το αδίκημα της διαφθοράς. Οι κατηγορίες προέκυψαν μετά από υποκλοπή και απομαγνητοφώνηση τηλεφωνικών συνομιλιών στις οποίες φαίνεται να συμμετείχε. Το ΕΔΔΑ για την απόλυση δικαστή διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης  (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Το Περιφερειακό Συμβούλιο Δικαστικών Προσόντων κίνησε πειθαρχική διαδικασία εναντίον της προσφεύγουσας και αποφάσισε την απόλυσή της από το αξίωμα του δικαστή, καθώς θεωρήθηκε ότι η προσφεύγουσα παραβίασε τους κανόνες δικαστικής δεοντολογίας. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή βασίστηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν χωρίς προηγούμενη δικαστική άδεια και έγιναν δεκτά κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι δεν δόθηκε απάντηση στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την προέλευση των ηχογραφήσεων ή την πιθανότητα να είχαν υποστεί επεξεργασία. Ομοίως, αυτά τα κρίσιμα επιχειρήματα για την αξιολόγηση της γνησιότητας και της αξιοπιστίας των ηχογραφήσεων ως αποδεικτικών στοιχείων δεν εξετάστηκαν ούτε από το Περιφερειακό Δικαστήριο ούτε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ακόμη διαπίστωσε ότι οι εγχώριες αποφάσεις δεν αιτιολόγησαν επαρκώς γιατί θεώρησαν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία παραδεκτά, αυθεντικά και αξιόπιστα ούτε απάντησαν  συγκεκριμένα και ρητά στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

Η υπόθεση

Στις 14 Απριλίου 1989 η προσφεύγουσα διορίστηκε δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λένινσκι του Καλίνινγκραντ. Στις 17 Ιανουαρίου 2003 προήχθη σε Πρόεδρο.

Τον Νοέμβριο του 2004, μέλος του Περιφερειακού Συμβουλίου του Καλίνινγκραντ και ιδρυτής και αρχισυντάκτης μιας τοπικής εφημερίδας, βρήκε δύο ηχητικές κασέτες στο γραμματοκιβώτιό του από έναν ανώνυμο αποστολέα. Οι ηχητικές κασέτες περιείχαν ηχογραφήσεις τηλεφωνικών συνομιλιών ενός επιχειρηματία, του Κ. με πολλά άτομα, μεταξύ των οποίων υποτίθεται ότι ήταν η προσφεύγουσα και ο σύζυγός της, ο δικηγόρος του Κ. Αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2004 και τον Μάιο του 2005, τα αποσπάσματα από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Κ. με την προσφεύγουσα δημοσιεύτηκαν από τοπικές και εθνικές εφημερίδες. Τα δημοσιεύματα, μεταξύ άλλων, κατηγόρησαν την προσφεύγουσα για διαφθορά.

Στις 28 Οκτωβρίου 2005 το Περιφερειακό Συμβούλιο Δικαστικών Προσόντων σε πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε κατά της προσφεύγουσας διέταξε την απόλυσή της από δικαστή και Πρέοδρο του Περιφερειακού Δικαστηρίου Λένινσκι. Η απόφαση αναφερόταν στα αποσπάσματα από τις ηχογραφημένες τηλεφωνικές συνομιλίες που αποτέλεσαν αποφασιστικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την απόλυση της προσφεύγουσας για παραβίαση των κανόνων της δικαστικής δεοντολογίας.

Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση υποστηρίζοντας ότι η απόφαση αυτή βασίστηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν χωρίς προηγούμενη δικαστική άδεια και έγιναν δεκτά κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων. Στις 3 Φεβρουαρίου 2006, οι απομαγνητοφωνήσεις των τηλεφωνικών ηχογραφήσεων διαβάστηκαν σε δημόσια συνεδρίαση, παρά τις αντιρρήσεις της προσφεύγουσας. Στις 6 Φεβρουαρίου 2006 το Περιφερειακό Δικαστήριο του Καλίνινγκραντ επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Δικαστικών Προσόντων, δηλώνοντας ότι οι πληροφορίες σχετικά με την παραβίαση της δικαστικής δεοντολογίας από την προσφεύγουσα που αναφέρθηκαν στον Τύπο και οι τηλεφωνικές ηχογραφήσεις επιβεβαιώθηκαν. Στις 12 Απριλίου 2006 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας επικύρωσε την εφετειακή απόφαση.

Απόλυση δικαστή: Η απόφαση του ΕΔΔΑ

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο εξέτασε πρώτα την ποιότητα των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Σημείωσε ότι οι ηχογραφήσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών της προσφεύγουσας προέρχονταν αρχικά από ανώνυμη πηγή, γεγονός που καθιστά αμφισβητήσιμη την αυθεντικότητα και την αξιοπιστία τους.

Όσον αφορά τη σημασία των αμφισβητούμενων αποδεικτικών στοιχείων, οι ηχογραφήσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών της προσφεύγουσας ήταν αποφασιστικά στοιχεία εναντίον της. Από τη δικογραφία που είχε στη διάθεσή του το ΕΔΔΑ προέκυψε ότι τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία προέρχονται είτε από τις ηχογραφήσεις, όπως άρθρα στον Τύπο που περιείχαν τις απομαγνητοσκοπήσεις τους ή από καταθέσεις μαρτύρων που επιβεβαίωναν ότι μία από τις φωνές στην κασέτα ανήκε στην προσφεύγουσα είτε από έμμεσα στοιχεία που αποδείκνυαν παράπλευρα γεγονότα, όπως μια φιλική σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και του Κ., παρά το γεγονός ότι είχε διαπράξει παραβίαση της δεοντολογίας. Πράγματι, στην τελική παράγραφο της απόφασης του Περιφερειακού Συμβουλίου Δικαστικών προσόντων, η οποία συνοψίζει το σκεπτικό του, δεν αναφέρεται σε κανένα άλλο στοιχείο εκτός από τις ηχογραφήσεις ως αποφασιστικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει παραβίαση της δικαστικής δεοντολογίας.

Δεδομένης της σημασίας των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, των σοβαρών αμφιβολιών ως προς την ποιότητά τους και του γεγονότος ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία καταπάτησαν την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο υπέβαλε τη διαδικασία σε ενδελεχή έλεγχο.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα κατέθεσε λεπτομερείς και συγκεκριμένες παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα του παραδεκτού των ηχογραφήσεων ως αποδεικτικών στοιχείων, τη γνησιότητά τους και την αξιοπιστία τους και αντιτάχθηκε στη χρήση τους. Από το κείμενο των εγχώριων αποφάσεων δεν προέκυψε ότι όλα τα επιχειρήματά της κρίθηκαν δεόντως από το Συμβούλιο Δικαστικών Προσόντων. Το τελευταίο περιορίστηκε στο να παρατηρήσει ότι είχε αποδειχθεί, κυρίως βάσει των καταθέσεων μαρτύρων, ότι μία από τις φωνές στην κασέτα ανήκε σε αυτήν. Ωστόσο, δεν δόθηκε απάντηση στα επιχειρήματά της σχετικά με την προέλευση των ηχογραφήσεων ή την πιθανότητα να είχαν υποστεί επεξεργασία. Ομοίως, αυτά τα κρίσιμα επιχειρήματα για την αξιολόγηση της γνησιότητας και της αξιοπιστίας των ηχογραφήσεων ως αποδεικτικών στοιχείων δεν εξετάστηκαν ούτε από το Περιφερειακό Δικαστήριο ούτε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν βρήκε καμία ένδειξη στις εγχώριες αποφάσεις ότι οι δικαστές προσέγγισαν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία με προσοχή, δεδομένων των συνθηκών υπό τις οποίες είχαν αποκτηθεί. Ειδικότερα, δεν αιτιολόγησαν επαρκώς γιατί θεώρησαν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία ως παραδεκτά, αυθεντικά και αξιόπιστα ούτε απάντησαν  συγκεκριμένα και ρητά στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σε σχέση με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, τα οποία ήταν καθοριστικά για την έκβαση της διαδικασίας. Επομένως, το δικαίωμά της για δίκαιη ακρόαση δεν έγινε σεβαστό επειδή δεν της δόθηκε ουσιαστική και αποτελεσματική ευκαιρία να αμφισβητήσει το παραδεκτό, τη γνησιότητα και την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων και να αντιταχθεί στη χρήση τους.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Πηγή: echrcaselaw.com