Περιβάλλον και καταναλωτές
Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης: σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης ενημέρωσης, η τράπεζα μπορεί να χάσει το δικαίωμα είσπραξης τόκων
Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης: σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης ενημέρωσης, η τράπεζα μπορεί να χάσει το δικαίωμα είσπραξης τόκων
Αυτό ισχύει ακόμη και όταν η σοβαρότητα κάθε μεμονωμένης παράβασης της υποχρέωσης ενημέρωσης και οι συνέπειές της για τον καταναλωτή μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση
Η Lexitor είναι πολωνική εταιρία είσπραξης απαιτήσεων στην οποία ένας καταναλωτής εκχώρησε τις απαιτήσεις του από σύμβαση πίστωσης που είχε συνάψει με μια τράπεζα. Η εταιρία αυτή υποστηρίζει ότι η τράπεζα παρέβη την υποχρέωσή της να ενημερώσει τον καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης. Άσκησε αγωγή ενώπιον πολωνικού δικαστηρίου διεκδικώντας από την τράπεζα την καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο αντιστοιχεί στους τόκους και τις επιβαρύνσεις που είχε καταβάλει ο καταναλωτής.
Προς στήριξη της αγωγής της, η Lexitor υποστηρίζει, αφενός, ότι το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ [1]) είχε υπερεκτιμηθεί. Κατά την άποψή της, μία από τις ρήτρες της σύμβασης η οποία λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ πρέπει να κηρυχθεί καταχρηστική και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει τον καταναλωτή [2]. Αφετέρου, η εταιρία αυτή προβάλλει ότι στη σύμβαση δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια οι λόγοι και ο τρόπος αύξησης των επιβαρύνσεων που σχετίζονται με την εκτέλεσή της [3]. Κατά τη Lexitor, οι παραβάσεις αυτές επισύρουν την κύρωση που προβλέπει ο πολωνικός νόμος και, επομένως, η πίστωση δεν υπόκειται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις που είχαν οριστεί με τη σύμβαση.
Το πολωνικό δικαστήριο απευθύνθηκε στο Δικαστήριο, ζητώντας να διευκρινιστεί αν η τράπεζα παρέβη την προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση ενημέρωσης [4] και αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η εκ μέρους της τράπεζας απώλεια του δικαιώματος είσπραξης τόκων και επιβαρύνσεων.
Πρώτον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, το ΣΕΠΕ όπως υπολογίζεται κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης. Εντούτοις, ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ στηρίζεται στο τεκμήριο ότι η σύμβαση πίστωσης θα εξακολουθήσει να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της. Κατά συνέπεια, δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση της υποχρέωσης ενημέρωσης η αναγραφή σε σύμβαση πίστωσης ΣΕΠΕ το οποίο προκύπτει ότι είχε υπερεκτιμηθεί λόγω του ότι ορισμένες ρήτρες της σύμβασης πίστωσης αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων ως καταχρηστικές.
Δεύτερον, στη σύμβαση πρέπει να εκτίθενται, με σαφή και κατανοητό τρόπο, οι όροι υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την εκτέλεσή της. Το γεγονός ότι, προς τούτο, η σύμβαση στηρίζεται σε δείκτες τους οποίους δυσχερώς μπορεί να εξακριβώσει ο καταναλωτής μπορεί να συνιστά παράβαση της υποχρέωσης ενημέρωσης. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που ο μέσος καταναλωτής δεν μπορεί να εξακριβώσει τη συνδρομή των περιστάσεων που δικαιολογούν την τροποποίηση ούτε τις συνέπειές τους επί των επιβαρύνσεων και, συνεπώς, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει το περιεχόμενο της δέσμευσής του. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει αν αυτό συμβαίνει στην ενώπιόν του υπόθεση.
Αυτό ισχύει ακόμη και όταν η σοβαρότητα κάθε μεμονωμένης παράβασης της υποχρέωσης ενημέρωσης και οι συνέπειές της για τον καταναλωτή μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση
Η Lexitor είναι πολωνική εταιρία είσπραξης απαιτήσεων στην οποία ένας καταναλωτής εκχώρησε τις απαιτήσεις του από σύμβαση πίστωσης που είχε συνάψει με μια τράπεζα. Η εταιρία αυτή υποστηρίζει ότι η τράπεζα παρέβη την υποχρέωσή της να ενημερώσει τον καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης. Άσκησε αγωγή ενώπιον πολωνικού δικαστηρίου διεκδικώντας από την τράπεζα την καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο αντιστοιχεί στους τόκους και τις επιβαρύνσεις που είχε καταβάλει ο καταναλωτής.
Προς στήριξη της αγωγής της, η Lexitor υποστηρίζει, αφενός, ότι το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ [1]) είχε υπερεκτιμηθεί. Κατά την άποψή της, μία από τις ρήτρες της σύμβασης η οποία λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ πρέπει να κηρυχθεί καταχρηστική και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει τον καταναλωτή [2]. Αφετέρου, η εταιρία αυτή προβάλλει ότι στη σύμβαση δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια οι λόγοι και ο τρόπος αύξησης των επιβαρύνσεων που σχετίζονται με την εκτέλεσή της [3]. Κατά τη Lexitor, οι παραβάσεις αυτές επισύρουν την κύρωση που προβλέπει ο πολωνικός νόμος και, επομένως, η πίστωση δεν υπόκειται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις που είχαν οριστεί με τη σύμβαση.
Το πολωνικό δικαστήριο απευθύνθηκε στο Δικαστήριο, ζητώντας να διευκρινιστεί αν η τράπεζα παρέβη την προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση ενημέρωσης [4] και αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η εκ μέρους της τράπεζας απώλεια του δικαιώματος είσπραξης τόκων και επιβαρύνσεων.
Πρώτον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, το ΣΕΠΕ όπως υπολογίζεται κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης. Εντούτοις, ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ στηρίζεται στο τεκμήριο ότι η σύμβαση πίστωσης θα εξακολουθήσει να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της. Κατά συνέπεια, δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση της υποχρέωσης ενημέρωσης η αναγραφή σε σύμβαση πίστωσης ΣΕΠΕ το οποίο προκύπτει ότι είχε υπερεκτιμηθεί λόγω του ότι ορισμένες ρήτρες της σύμβασης πίστωσης αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων ως καταχρηστικές.
Δεύτερον, στη σύμβαση πρέπει να εκτίθενται, με σαφή και κατανοητό τρόπο, οι όροι υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την εκτέλεσή της. Το γεγονός ότι, προς τούτο, η σύμβαση στηρίζεται σε δείκτες τους οποίους δυσχερώς μπορεί να εξακριβώσει ο καταναλωτής μπορεί να συνιστά παράβαση της υποχρέωσης ενημέρωσης. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που ο μέσος καταναλωτής δεν μπορεί να εξακριβώσει τη συνδρομή των περιστάσεων που δικαιολογούν την τροποποίηση ούτε τις συνέπειές τους επί των επιβαρύνσεων και, συνεπώς, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει το περιεχόμενο της δέσμευσής του. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει αν αυτό συμβαίνει στην ενώπιόν του υπόθεση.
Τρίτον, σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης ενημέρωσης η οποία επηρεάζει την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δέσμευσής του, η τράπεζα μπορεί να χάσει το δικαίωμα είσπραξης τόκων και επιβαρύνσεων. Με την επιφύλαξη του ελέγχου εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κύρωση αυτή είναι αναλογική, μολονότι η σοβαρότητα της παράβασης και οι συνέπειές της για τον καταναλωτή μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση.
1 Συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης.
2 Η επίμαχη σύμβαση επιτρέπει στην τράπεζα να εισπράττει τόκους όχι μόνον επί του ποσού που πράγματι καταβλήθηκε στον καταναλωτή, αλλά και επί του κόστους της πίστωσης το οποίο αυτή χρεώνει. Αν ο συγκεκριμένος όρος δεν ληφθεί υπόψη, λόγω της καταχρηστικότητάς του, οι τόκοι πρέπει να υπολογιστούν μόνον επί του καταβληθέντος ποσού της πίστωσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ΣΕΠΕ είναι χαμηλότερο εκείνου που αναγραφόταν αρχικά στη σύμβαση.
3 Ήταν δυνατή η αύξηση ορισμένων επιβαρύνσεων και προμηθειών σε περίπτωση συνδρομής μιας από τις προϋποθέσεις που απαριθμούσε η σύμβαση, όπως η μεταβολή των κατώτατων μισθών ή του επιπέδου των δεικτών που δημοσιεύει η πολωνική Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία και οι τροποποιήσεις των φορολογικών διατάξεων και/ή των λογιστικών κανόνων που εφαρμόζει η τράπεζα, κατά το μέτρο που οι τροποποιήσεις αυτές επηρεάζουν το κόστος με το οποίο αυτή επιβαρύνεται για την εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης.
4 Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης.
2 Η επίμαχη σύμβαση επιτρέπει στην τράπεζα να εισπράττει τόκους όχι μόνον επί του ποσού που πράγματι καταβλήθηκε στον καταναλωτή, αλλά και επί του κόστους της πίστωσης το οποίο αυτή χρεώνει. Αν ο συγκεκριμένος όρος δεν ληφθεί υπόψη, λόγω της καταχρηστικότητάς του, οι τόκοι πρέπει να υπολογιστούν μόνον επί του καταβληθέντος ποσού της πίστωσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ΣΕΠΕ είναι χαμηλότερο εκείνου που αναγραφόταν αρχικά στη σύμβαση.
3 Ήταν δυνατή η αύξηση ορισμένων επιβαρύνσεων και προμηθειών σε περίπτωση συνδρομής μιας από τις προϋποθέσεις που απαριθμούσε η σύμβαση, όπως η μεταβολή των κατώτατων μισθών ή του επιπέδου των δεικτών που δημοσιεύει η πολωνική Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία και οι τροποποιήσεις των φορολογικών διατάξεων και/ή των λογιστικών κανόνων που εφαρμόζει η τράπεζα, κατά το μέτρο που οι τροποποιήσεις αυτές επηρεάζουν το κόστος με το οποίο αυτή επιβαρύνεται για την εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης.
4 Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Με την προδικαστική παραπομπή τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει κάθε άλλο εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Το πλήρες κείμενο και, εφόσον υπάρχει, η σύνοψη της αποφάσεως είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα CURIA από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως.
Επικοινωνία: Jacques René Zammit ✆ (+352) 4303 3355.
Στιγμιότυπα από τη δημοσίευση της αποφάσεως διατίθενται από το «Europe by Satellite» ✆ (+32) 2 2964106
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Το πλήρες κείμενο και, εφόσον υπάρχει, η σύνοψη της αποφάσεως είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα CURIA από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως.
Επικοινωνία: Jacques René Zammit ✆ (+352) 4303 3355.
Στιγμιότυπα από τη δημοσίευση της αποφάσεως διατίθενται από το «Europe by Satellite» ✆ (+32) 2 2964106