To ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της ΕΣΔΑ σε περίπτωση απόλυσης δικαστή, που δημοσιοποίησε τους λόγους για τους οποίους μειοψήφησε σε δικαστική απόφαση.
Συγκεκριμένα η υπόθεση Manole κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας (αίτηση αρ. 26360/19) αφορούσε στην απόλυση της προσφεύγουσας από τα καθήκοντά της ως δικαστή λόγω ενημέρωσης του Τύπου για τους λόγους της αντίθετης γνώμης της –η ύπαρξη της οποίας ήταν ήδη γνωστή– πριν από τη δημοσίευση του πλήρους κειμένου της απόφασης που εξέδωσε το Εφετείο.
Το Δικαστήριο με απόφαση του στις 18.7.2023 διευκρίνισε ότι το καθήκον διακριτικής ευχέρειας των δικαστών επέβαλε να μην αποκαλύπτουν την αιτιολογία της απόφασης προτού αυτή καταστεί διαθέσιμη στο κοινό. Ωστόσο, επανέλαβε ότι οι διαδικαστικές διασφαλίσεις και η φύση και η αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής αποτελούσαν περαιτέρω κριτήρια εξέτασης κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας μιας παρέμβασης στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης όπως εγγυάται το άρθρο 10 της Σύμβασης.
Όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις, το Δικαστήριο εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με το να επαφίεται στην Εθνική Επιτροπή Δικαστικών και Νομικών Υπηρεσιών η επιλογή ως προς το είδος της διοικητικής διαδικασίας που θα χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Σημείωσε επίσης ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε επιληφθεί του θέματος λόγος αναιρέσεως της προσφεύγουσας σχετικά με την μη τήρηση των διατάξεων του Νόμου αριθ. 947/1996. Η νομοθεσία αυτή αναφερόταν, στο πλαίσιο ενδεχόμενων διοικητικών κυρώσεων για παράβαση της απαγόρευσης αποκάλυψης πληροφοριών, στην πειθαρχική διαδικασία που ενσωμάτωσε διαδικαστικές εγγυήσεις.
Όσον αφορά στην επιβληθείσα κύρωση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόλυση της δικαστή ήταν η μόνη κύρωση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ήταν μια πολύ βαριά ποινή που έβαζε οριστικό τέλος στην καριέρα της μετά από 18 χρόνια επιτυχημένης υπηρεσίας. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι όταν το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε την έφεση της προσφεύγουσας, ο νόμος αριθ. 544/1995 (περί καθεστώτος των δικαστών), βάσει του οποίου είχε επιβληθεί η κύρωση στην προσφεύγουσα, είχε πρόσφατα τροποποιηθεί έτσι ώστε οι παραβιάσεις της απαγόρευσης της αποκάλυψης πληροφοριών από τους δικαστές δεν τιμωρούνταν πλέον με αυτή τη νομική βάση.
Παράλληλα, ο νόμος αριθ. 178/2014 (περί πειθαρχικής ευθύνης δικαστών) τον οποίο η προσφεύγουσα θεωρούσε εφαρμοστέο στην περίπτωσή της, προέβλεπε ένα εύρος κυρώσεων για παραβάσεις της εν λόγω απαγόρευσης. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το παράπτωμα της αποκάλυψη πληροφοριών από τους δικαστές έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα του πλήρους φάσματος των κυρώσεων που διατίθενται στον τομέα της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές δεν εφάρμοσαν τις σχετικές αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 10 της Σύμβασης και ότι, σε κάθε περίπτωση, η κύρωση που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δικαστική λειτουργό δεν ήταν απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Ενόψει των παραπάνω το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Μολδαβία σε καταβολή 4.500 ευρώ ως ηθική βλάβη της προσφεύγουσας και 5.000 ευρώ έξοδα. (Πηγή: legalnews24.gr/echr.coe.int).