Τρομακτικά στοιχεία ένα από τα πιο βασικά τρόφιμα της ελληνικής διατροφής, αποκαλύπτει νέα επιστημονική μελέτη.
Ειδικότερα, τα αυγά που καταναλώνουμε καθημερινά είναι επιβαρυμένα με καρκινογόνες «αιώνιες χημικές ουσίες» (PFAS), φυτοφάρμακα αλλά και φαρμακευτικά κατάλοιπα. Οι συγκεντρώσεις σε πολλές περιοχές της χώρας ξεπερνούν τα ευρωπαϊκά όρια ασφαλείας, εκθέτοντας ανυποψίαστους πολίτες -ακόμη και παιδιά- σε έναν αόρατο, αλλά θανατηφόρο κίνδυνο.
Οι ειδικοί εδώ και χρόνια κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: οι PFAS έχουν συνδεθεί με καρκίνο, βλάβες στο συκώτι και το ανοσοποιητικό, αλλά και με προβλήματα ανάπτυξης στα παιδιά. Έρευνες σε Γαλλία, Γερμανία και Δανία είχαν δείξει εκτεταμένη μόλυνση αυγών. Το ζητούμενο ήταν αν παρόμοια εικόνα υπάρχει και στην Ελλάδα.
Η έρευνα στην Ελλάδα
Την απάντηση έδωσαν οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του ΕΚΠΑ. Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science of The Total Environment, ανέλυσε 75 αυγά από κοτέτσια σε Σέρρες, Μαγνησία, Βοιωτία, Αττική και Ηλεία.
Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά καθώς σε όλα τα δείγματα ανιχνεύθηκαν PFAS, ενώ πάνω από τα μισά αυγά ξεπερνούσαν τα επιτρεπόμενα όρια της Ε.Ε. Στην Ηλεία, κάθε δείγμα υπερέβη τις οδηγίες της EFSA για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Οι μέσες τιμές για PFOS, PFHxS και PFBA καταγράφηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα, με κάποιες μετρήσεις να φτάνουν έως και 5,30 μg/kg. Σύμφωνα με τους ερευνητές, έφηβοι και ηλικιωμένοι στη χώρα μας υπερβαίνουν το όριο ασφαλούς εβδομαδιαίας πρόσληψης, γεγονός που δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς για την υγεία των καταναλωτών.
Φάρμακα και φυτοφάρμακα στα αυγά
Η έρευνα κατέγραψε επίσης, για πρώτη φορά σε ελληνικά αυγά, υπολείμματα φαρμάκων και έξι διαφορετικά φυτοφάρμακα. Μεταξύ αυτών, το εντομοαπωθητικό DEET εντοπίστηκε σε όλα τα δείγματα, ενώ το οξολινικό οξύ ήταν το συχνότερα ανιχνευμένο φαρμακευτικό σκεύασμα.
Παρά το γεγονός ότι τα βαρέα μέταλλα βρέθηκαν σε χαμηλά επίπεδα, οι επιστήμονες είναι σαφείς: η παρουσία PFAS στα ελληνικά αυγά συνιστά απειλή για τη δημόσια υγεία. Όπως υπογραμμίζουν, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να εντοπιστούν οι πηγές της μόλυνσης και να ληφθούν μέτρα προστασίας.