Γράφει η
Κωνσταντίνα Λεκκάκου,
δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»


Lekakou_konstantina_04a_38.jpgΤα funds και οι εταιρείες διαχείρισης δανείων, είναι γνωστό, πως «εισέβαλαν» στη ζωή των Ελλήνων πολιτών, αναλαμβάνοντας, από τα τραπεζικά ιδρύματα, τις δανειακές απαιτήσεις, προκειμένου να δώσουν την απαιτούμενη, τότε, οικονομική «ανάσα» στις τράπεζες, αλλά και να διαπραγματευτούν, με ευνοϊκότερους όρους για τους δανειολήπτες, τη βιώσιμη αποπληρωμή της οφειλής τους και την επίτευξη της αναδιάρθρωσης.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται… στην πράξη, καθώς τα χαρτοφυλάκια των «κόκκινων» δανείων παραμένουν σε υψηλά ποσοστά. Οι Έλληνες οφειλέτες, έχοντας κάθε καλή πρόθεση να ρυθμίσουν, δεν βρίσκουν ανταπόκριση από τους πιστωτές τους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποφεύγουν την εξεύρεση ρύθμισης και να οδηγούν τις υποθέσεις στα δικαστήρια, εκδίδοντας διαταγές πληρωμής και κατασχετήριες εκθέσεις.
Απώτερος στόχος των funds, όπως έχει σημειωθεί αρκετές φορές στην αρθρογραφία μας, αποτελεί η εκποίηση της ακίνητης περιουσίας των δανειοληπτών. Η αρχή των πάντων, προκειμένου να εισπράξουν τα οφειλόμενα ποσά, αποτελεί η καταγγελία της δανειακής σύμβασης, όταν αυτά έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα. Τι συμβαίνει όμως, όταν η καταγγελία αποδειχθεί δικαστικώς άκυρη;
Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, όπου δεν δικαιολογείται η έκδοση νομικών εγγράφων, κατά του οφειλέτη. Πρόσφατα, δανειολήπτης δικαιώθηκε, τόσο σε πρωτόδικο, όσο και σε εφετειακό βαθμό, απέναντι σε fund (SUNRISE I), αλλά και την εταιρεία διαχείρισης (INTRUM), που κίνησε τις νομικές ενέργειες για λογαριασμό του. Όπως έγινε γνωστό, οφειλέτης, ο οποίος είχε επισυνάψει, κατά το παρελθόν, δανειακή σύμβαση σε ελβετικό φράγκο, μετά την έκδοση Διαταγής Πληρωμής εις βάρος του προχώρησε σε ανακοπή. Η ανακοπή του έγινε δεκτή, με το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών να ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, αλλά και την επιταγή προς πληρωμή.
Μετά την πρωτόδικη απόφαση, που δικαίωνε τον δανειολήπτη, η εταιρεία διαχείρισης προχώρησε στην άσκηση εφέσεως, όπου, εκ νέου, δεν κατάφερε να δικαιολογήσει τις ενέργειές της. Ο λόγος; Το Μονομελές Πρωτοδικείο, αλλά και το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκριναν, ότι δεν αποδεικνύεται η καταγγελία της δανειακής σύμβασης, από κάποιο νομικό έγγραφο, ούτως ώστε να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής. Συγκεκριμένα, η εταιρεία διαχείρισης είχε αποστείλει εξώδικες δηλώσεις στον οφειλέτη, όπου του γνωστοποιούσε, πως είχε λάβει χώρα, τρεις μήνες νωρίτερα, καταγγελία του δανείου του και κλείσιμο του λογαριασμού εξυπηρέτησης αυτού, χωρίς, όμως, ο οφειλέτης να έχει λάβει ποτέ το έγγραφο της καταγγελίας στα χέρια του, άρα να μη γνωρίζει παράλληλα και το ποσό της απαίτησης.
Με βάση τα παραπάνω, αν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, ενώ αν, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (ΑΠ 682/2015 ΝοΒ 2016, 1159).
Οι εξώδικες δηλώσεις, οι οποίες προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αποτελούν απλές επιστολές ενημέρωσης κλεισίματος του λογαριασμού της ένδικης σύμβασης, στις οποίες γίνεται αναφορά, ότι η εταιρεία διαχείρισης προέβη σε καταγγελία της σύμβασης, χωρίς, ωστόσο, η καταγγελία να επισυνάπτεται στα ανωτέρω έγγραφα, ούτε άλλωστε προκύπτει από κάποιο άλλο έγγραφο το περιεχόμενο αυτής.
Επομένως, από τα εν λόγω έγγραφα, στα οποία στηρίχτηκε ο δικαστής για να εκδώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δεν αποδεικνύεται, ότι η απαίτηση έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, αφού σύμφωνα με το όρο 8.1 της ένδικης σύμβασης, το δικαίωμα της εταιρείας διαχείρισης να αξιώσει το υπόλοιπο, που προέκυψε εκ του κλεισθέντος λογαριασμού, συναρτάται μόνο με την καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου. Επιπλέον, η καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης δεν μπορεί να έπεται χρονικά του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, το οποίο έλαβε χώρα, πολύ πριν από τη σύνταξη των εξώδικων δηλώσεων, δοθέντος ότι η καταγγελία συνιστά προϋπόθεση για το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού του δανείου. Εφόσον η ένδικη απαίτηση δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν υφίσταντο οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της.
Αναφορικά με άλλες περιπτώσεις δανειοληπτών, που αφορούσαν παράνομες καταγγελίες δανειακών συμβάσεων, ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates» έχει αναλάβει παρόμοιες υποθέσεις, όπου οι εντολείς του δικαιώθηκαν, απέναντι στα funds, κρατώντας στο ακέραιο την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.

Σε έκδοση διαταγής πληρωμής, αλλά, στη συνέχεια, και κατασχετήριας έκθεσης, από τη CEPAL, εις βάρος δανειολήπτη – εντολέα μας, η οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, προχωρήσαμε σε ανακοπές, με τα δικαστήρια να τις κάνουν δεκτές, ακυρώνοντας, τόσο τη διαταγή πληρωμής, όσο και την κατασχετήρια έκθεση. Όπως αποδεικνυόταν στον όρο 3α της σύμβαση διαχείρισης, όπου η δανειακή απαίτηση μεταβιβάστηκε από την τράπεζα (ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ) στο fund (SYMBOL), συμφωνήθηκε μεν η πώληση της δανειακής απαίτησης, όμως εξαιρέθηκε ρητώς το δικαίωμα της αποκτώσας εταιρείας να καταγγείλει τις μέχρι τώρα μη καταγγελθείσες συμβάσεις πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, όπως η επίδικη σύμβαση πίστωσης στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ακόμη μεγαλύτερη «βαρύτητα» είχε η καταγγελία, σε υπόθεση εντολέα – δανειολήπτη μας, όπου και αυτός, όντας εγγυητής σε σύμβαση ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, όχι μόνο έλαβε κατασχετήρια έκθεσης, αλλά και είδε να εκπλειστηριάζεται η ακίνητη περιουσία του. Μετά την κατακυρωτική έκθεση του πλειστηριασμού, ο Δικηγορικός μας Οίκος προχώρησε άμεσα σε ανακοπή αυτής και ταυτόχρονα σε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στηριζόμενο στη δεκτή απόφαση, που είχε εκδώσει λίγο καιρό νωρίτερα το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, την οποία εξέδωσε η εταιρεία διαχείρισης (CEPAL), έκανε δεκτή την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων, αναστέλλοντας την αποβολή του οφειλέτη από το ακίνητο, μετά τον πλειστηριασμό, με πιθανολόγηση ευδοκίμησης της ακύρωσης του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης αυτού.
Άλλωστε, αυτό που είχε προκύψει από τη δεκτή ανακοπή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ήταν, ότι η τράπεζα (ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ) μπορεί να μεταβίβασε την απαίτηση στο fund (SYMBOL), όμως, στο πλαίσιο του Ν. 3156/2003 «δεν είναι αυτοδίκαιη η μεταβίβαση διαπλαστικών δικαιωμάτων, όταν η άσκησή τους επηρεάζει ολόκληρη τη συμβατική σχέση, όπως το δικαίωμα καταγγελίας», κρίνοντας την καταγγελία του δανείου άκυρη, καθώς το δικαίωμα αυτό παραμένει στην τράπεζα, με ρητό όρο, ο οποίος υφίσταται στη σύμβαση διαχείρισης.
Ως γίνεται, λοιπόν, κατανοητό, όταν η καταγγελία σύμβασης, αποδεδειγμένα δεν υφίσταται ή δεν υπάρχει το δικαίωμα καταγγελίας δανειακής απαίτησης από το fund που την ανέλαβε, όπως τεκμηριώνεται και από δικαστικές αποφάσεις, προβλέπεται και η ακύρωση όλων των περαιτέρω νομικών ενεργειών, καθώς η καταγγελία, ουσιαστικά λογίζεται σαν να μην έλαβε χώρα ποτέ, με το δάνειο να παραμένει ενήμερο και το ποσό να μην έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του.

Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών – Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4