Γράφει ο Νίκος Μπαρτζελιώτης
Η τραπεζική πίστη είναι το βασικό καύσιμο των δυτικών οικονομιών, ωστόσο, αν οι φωτιές της σοβούσας κρίσης που εσχάτως κατακαίουν τα θεμέλια του συστήματος δεν σβηστούν σύντομα, η ασφυξία στις χρηματαγορές, δηλαδή στη διατραπεζική αγορά και στα χρεόγραφα, θα πνίξει δανειολήπτες και καταθέτες.
Σύμφωνα με τον Global Head of Macro του ολλανδικού κολοσσού ING, Carsten Brzeski, «οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επηρεαστεί από τα γεγονότα, λόγω του ελλείμματος εμπιστοσύνης, που σταδιακά διαχέεται σε όλο το σύστημα. Τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) διευρύνονται και οι διακυμάνσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές εγγυώνται ότι οι πρωτογενείς αγορές ομολόγων θα παραμείνουν… μηδενικές», ενώ προσθέτει ότι «τα πρόσφατα γεγονότα στον τραπεζικό τομέα προκάλεσαν αυξημένη αβεβαιότητα, η οποία θα συνεχίσει να αντικατοπτρίζεται στις αγορές. Αναμένουμε ότι τα spreads θα επηρεάσουν αρνητικά είτε το τραπεζικό κεφάλαιο είτε το τραπεζικό χρέος».
Το πρόβλημα
Όλα ξεκίνησαν από μια μικρή αμερικανική τράπεζα με έκθεση στην αγορά των κρυπτονομισμάτων, τη Silvergate. Λόγω αναστάτωσης που είχε προκληθεί από αφερέγγυα ανταλλακτήρια, πολλοί αποφάσισαν να αποσύρουν τα κρυπτονομίσματά τους. Ως αποτέλεσμα, πολλά ανταλλακτήρια αναγκάστηκαν να «σηκώσουν» καταθέσεις που διατηρούσαν στη Silvergate. Στο μεταξύ, η τράπεζα είχε έκθεση σε ομόλογα των ΗΠΑ, τα οποία λόγω της ανόδου των επιτοκίων είχαν απαξιωθεί. Στη συνέχεια, η κρίση μεταδόθηκε από την αγορά των cryptos, προκάλεσε bank run και, όταν η Silvergate αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει τα ομόλογα που είχε σε μειωμένη τιμή, κρίθηκε αφερέγγυα και εισήλθε σε διαδικασία εκκαθάρισης.
Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετώπισαν η Signature Bank και η Silicon Valley Bank (SVB), η οποία είχε πελάτες από τον χώρο των startups. Ειδικότερα, η SVB, η οποία μέχρι πρότινος ήταν η 16η μεγαλύτερη τράπεζα στις ΗΠΑ με ενεργητικό που ξεπερνούσε τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, είχε «πέσει» με τα μούτρα στα ομόλογα, παρά τις προειδοποιήσεις των ρυθμιστικών αρχών, αλλά και οίκων αξιολογησης όπως η Moody’s, να ανοσοποιήσει το χαρτοφυλάκιό της. Υπενθυμίζεται πως για το «λουκέτο» στην SVB θρυαλλίδα εξελίξεων αποτέλεσε το ότι ζήτησε από τις αγορές ρευστότητα μέσω πώλησης μετοχών. Το bank run και σε αυτή την περίπτωση ήταν μοιραίο… Το μοτίβο γνωστό: ομόλογα πωλήθηκαν σε χαμηλότερη τιμή και τον λόγο, κατόπιν, πήραν οι ρυθμιστικές αρχές, που απέτρεψαν και τον κίνδυνο μετάδοσης (ανησυχίες εγέρθηκαν και για άλλες περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ).
Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη και το φαινόμενο Credit Suisse, το πρόβλημα ήταν πιο ιδιοσυγκρασιακό – αν και ελαφρώς… παρόμοιο. Η ελβετική τράπεζα είχε βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο λόγω κακών επενδυτικών επιλογών, ενώ είχε εμπλακεί σε σειρά σκανδάλων. Και σε αυτή την περίπτωση ένας απρόβλεπτος παράγοντας παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του. Ο βασικός μέτοχος της Credit Suisse, η Saudi National Bank, διά στόματος του προέδρου της, Αμάρ Αλ Κουντάιρι («παραιτημένος, πλέον»), δήλωσε στο Bloomberg πως δεν «θα βάλει άλλα χρήματα». Το bank run ήταν αναπόφευκτο. Η συνέχεια γνωστή. Η Credit Suisse εξαγοράστηκε από τη UBS.
Όπως γίνεται αντιληπτό, τόσο η απόδοση των στοιχείων ενεργητικού μιας τράπεζας όσο και το κόστος των στοιχείων παθητικού εξαρτώνται, σε σημαντικό βαθμό, από τα επίπεδα και τις μεταβολές των επιτοκίων. Το γεγονός ότι ο πιστωτικός οργανισμός δεν μπορεί να εξισορροπήσει πάντα την αξία και τη διάρκεια των ευαίσθητων ως προς τις μεταβολές των επιτοκίων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, τον εκθέτει σε κίνδυνο όχι μόνο μείωσης της κερδοφορίας του, αλλά και πραγματοποίησης μεγάλων ή και μοιραίων απωλειών. Αν μη τι άλλο, τα στελέχη των πτωχευθεισών τραπεζών έκαναν ασυγχώρητα λάθη. Το μεγαλύτερο, όμως, μερίδιο ευθύνης φέρουν οι αρχές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, που επέτρεψαν τη χαλάρωση του πλαισίου.
Σε κάθε περίπτωση, ο κίνδυνος επιτοκίου αποτελεί μία από τις σοβαρότερες απειλές που αντιμετωπίζει κάθε πιστωτικό ίδρυμα, αφού μπορεί να διαβρώσει την καθαρή θέση του και να το οδηγήσει ακόμα και σε χρεοκοπία. Αυτό συνέβη με τις αμερικανικές τράπεζες που πτώχευσαν εσχάτως, γεγονός το οποίο ενέχει κίνδυνο μετάδοσης σε σημείο τέτοιο που το πρόβλημα μπορεί να γίνει συστημικό.
Ελληνικές τράπεζες
Πιθανός δίαυλος μετάδοσης μιας κρίσης στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι η άμεση έκθεση στα πληγέντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα όμως με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), οι ελληνικές τράπεζες δεν διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο, καθώς δεν έχουν έκθεση στα προαναφερθέντα αμερικανικά ιδρύματα, ενώ η έκθεσή τους στην Credit Suisse είναι σχεδόν μηδενική.
Δεύτερος πιθανός δίαυλος μετάδοσης θα ήταν το ενδεχόμενο επενδυτές και καταθέτες να μειώσουν την έκθεσή τους σε τράπεζες. Κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι έμμεσοι δίαυλοι. Η κρίση μπορεί να μεταδοθεί είτε αλυσωτά, μέσω της επίπτωσής της σε ισολογισμούς τρίτων ιδρυμάτων, είτε λόγω όξυνσης της αβεβαιότητας. Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέας διαταραχής λόγω γεωπολιτικών ή άλλων εξελίξεων.
Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι θωρακισμένα κεφαλαιακά. Όπως αναφέρει η ΤτΕ, ο δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1 ratio) των τεσσάρων συστημικά σημαντικών τραπεζικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα βρισκόταν τον Σεπτέμβριο του 2022 στο 13,7%, κοντά στο μέσο όρο των συστημικά σημαντικών τραπεζών της ευρωζώνης (14,7%) και υψηλότερα του 10,6% που είχε θέσει ως απαίτηση η ΕΚΤ κατά μέσο όρο για το 2022. Παρομοίως, ο δείκτης συνολικών κεφαλαίων (Total Capital Ratio) άγγιζε το 16,5%, έναντι της μέσης απαίτησης 15,1% για τις τράπεζες υπό την εποπτεία του SSM. Στο τέλος του 2022 αυτοί οι δείκτες είχαν ενισχυθεί, ξεπερνώντας το 14% και 17%, αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, δύο από τους πιο ευρέως χρησιμοποιούμενους δείκτες, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio) και ο Δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις (Loan-to-Deposit Ratio), επιτρέπουν να αισιοδοξούμε.
Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η αύξηση των καταθέσεων από το ξέσπασμα της πανδημίας (+46,6 δισ. ευρώ σε νέες καταθέσεις έως το τέλος του Δεκεμβρίου 2022) και η λελογισμένη χορήγηση δανείων.
Όσον αφορά την έκθεση σε κρατικά ομόλογα, τον Ιούνιο του 2022 αντιστοιχούσαν στο 10,7% του ενεργητικού των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, γεγονός το οποίο θέτει τη χώρα μας στη μέση της σχετικής κατάταξης σε επίπεδο ευρωζώνης. Ένας άλλος παράγοντας είναι η κερδοφορία. Τα καθαρά κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες σημείωσαν ισχυρή ανάκαμψη το οικονομικό έτος 2022, ξεπερνώντας τα 3,4 δισ. ευρώ.
Τέλος, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ενσώματα ίδια κεφάλαια 24,25 δισ. ευρώ. Και μπορεί από αυτά, τα 13,7 δισ. να είναι DTC, δηλαδή αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, αλλά ευρισκόμενες σε καλό φεγγάρι, οι τράπεζες θα σημειώσουν κέρδη 7,5 δισ. ευρώ τη διετία 2022 με 2023. Άρα, αυτό το πρόβλημα για την ώρα παραγκωνίζεται.
Ο επικεφαλής της ομάδας της ΕΚΤ για την Ελλάδα, Μartin Bijsterbosch, αναγνώρισε ότι οι τράπεζες δέχονται πιέσεις, ωστόσο διαβεβαίωσε ότι το «ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρόλο που υπάρχει ανάγκη ενίσχυσής του, είναι σε καλή κατάσταση». Συμπλήρωσε δε ότι η ΕΚΤ διαθέτει τα αναγκαία εργαλεία προκειμένου να αντιμετωπίσει τυχόν προβλήματα. Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία υπογράμμισε ότι διαθέτει δυνατά σημεία, με τα κόκκινα δάνεια να έχουν υποχωρήσει κάτω από 10%.
Μάλλον λοιπόν η κρίση πως οι ελληνικές τράπεζες είναι ασφαλείς αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα, και όχι επικοινωνιακή τακτική κατευνασμού. Προσώρας.
Ο κίνδυνος
Από την άλλη, ελλοχεύει ο κίνδυνος μήπως οι όροι δανεισμού γίνουν πιο αυστηροί, καθώς οι αρχές θα αρχίσουν να πιέζουν για υιοθέτηση προληπτικών μέτρων. Όπως αναφέρει ο διακεκριμένος οικονομολόγος Mohamed El Erian, «δυστυχώς, δεν υπάρχουν εύκολα μέτρα για την αντιστάθμιση αυτού του νέου αντίθετου ανέμου», δεδομένης της φύσης των πιθανών πιστωτικών συσπάσεων και της πραγματικότητας στην Ουάσιγκτον.
«Αυτή η μετάδοση, η οποία θα ξετυλιχθεί προϊόντος του χρόνου, αυξάνει τις προκλήσεις για την οικονομία μας, που αντιμετωπίζει πληθωρισμό, κακή διαχείριση του επιτοκιακού κύκλου, μειώσεις στις αποταμιεύσεις, χρηματοπιστωτική αστάθεια και επιβράδυνση. Περιπλέκει επίσης τις προσαρμογές που απαιτούνται για τη μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη, την αναδιάταξη των αλυσίδων εφοδιασμού και τη διαχείριση των παγίδων χρέους. Αυτό που συμβαίνει είναι μια υπενθύμιση σε ιδρύματα και εποπτικές αρχές ότι οι επιπτώσεις των χρηματοπιστωτικών ατυχημάτων είναι αδύνατο να περιοριστούν στον τραπεζικό τομέα», καταλήγει ο El Erian.
Αν οι φωτιές της κρίσης που εσχάτως κατακαίει τα θεμέλια του συστήματος δεν σβηστούν σύντομα, τα πραγματα προκειται να δυσκολεψουν.