Απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή αγωγή συγγενών επιβάτη πλοίου, ο οποίος απεβίωσε λόγω εκδήλωσης πυρκαγιάς εντός αυτού (ΑΠ 1257/2023).
Κατά το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 7, 14 και 16 παρ.1, 2 και 3 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών για τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με τους Ν. 1922/1991 και 4195/2013, προκύπτει ότι κάθε αξίωση του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς κατά του μεταφορέα προς αποκατάσταση της ζημίας του (περιουσιακής ή μη), συνεπεία της σωματικής βλάβης που υπέστη, εφόσον το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία αυτή συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και οφειλόταν σε υπαιτιότητα του μεταφορέα, των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του, ασκείται αποκλειστικά με τον τρόπο που προβλέπεται στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση και παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάστηκε ο επιβάτης, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία.
Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η ανωτέρω βραχυπρόθεσμη παραγραφή εφαρμόζεται μόνο στη συμβατική και όχι στην εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα, που διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, δεν στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα σε εκείνες των παρ.1 και 3 του άρθρου 16 της ως άνω Σύμβασης. Άλλωστε, υπό την ανωτέρω αντίθετη εκδοχή, θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο η Σύμβαση, αποβλέποντας στην ενοποίηση των σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα κανόνων, καθιέρωσε την πιο πάνω σύντομη παραγραφή για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση.
Εν προκειμένω, το ανώτατο δικαστήριο, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο αναίρεσης, έκρινε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του στοιχ. β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία της αποβίβασης, διότι αυτή προϋποθέτει σωματική βλάβη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβασή του. Αντιθέτως, στην ένδικη υπόθεση πρόκειται για θάνατο του επιβάτη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και η διετία υπολογίζεται από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί. Επίσης, έκρινε ότι δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω ούτε η διάταξη του ως άνω άρθρου 16 παρ. 3 στοιχ. β’, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν επιτρέπεται μετά τη λήξη διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν, διότι δεν αφορά στην περίπτωση θανάτου του επιβάτη.
Άλλωστε, το δικαστήριο επεσήμανε ότι οι ως άνω οριζόμενες προθεσμίες αφορούν στην άσκηση αγωγής το πρώτον, η οποία διακόπτει την παραγραφή και όχι στην επανέγερση της αγωγής σε περίπτωση απόρριψής της λόγω αοριστίας, όπως συνέβη εν προκειμένω.
Περαιτέρω, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφό της περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αρκούν για να θεμελιώσουν τις σχετικές αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων από την προκληθείσα σε αυτούς ψυχική οδύνη συνεπεία του θανάτου του συγγενούς τους που επέβαινε στο πλοίο, βάσει συμβάσεως διεθνούς μεταφοράς, εξαιτίας ναυτικού συμβάντος και δη πυρκαγιάς στο πλοίο, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, που οφείλεται στις αναφερόμενες στην αγωγή υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων και των προστηθέντων προσώπων και βοηθών εκπληρώσεως για την εκτέλεση της μεταφοράς, πλοιάρχου και μελών του πληρώματος. Έτσι, απέρριψε τον σχετικό λόγο αναίρεσης περί αοριστίας της αγωγής, λόγω μη αναφοράς με ποιο τρόπο η υπερφόρτωση του πλοίου, οι περικοπές προσωπικού, η παράλειψη γυμνασίων στο προσωπικό προκάλεσαν το ένδικο συμβάν, σε ποιο γκαράζ του πλοίου εμφανίσθηκε η πυρκαγιά, ποια μέτρα όφειλαν να λάβουν αλλά δεν έλαβαν οι προστηθέντες και οι βοηθοί εκπληρώσεως των εναγομένων.
Στη συνέχεια, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το άρθρο 14 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, που ορίζει ρητά ότι καμία αγωγή αποζημιώσεως για το θάνατο επιβάτη δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση, το ανώτατο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση πως δεν απαιτείται η θεμελίωση της ευθύνης της αναιρεσείουσας στην αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ) για την αιτούμενη αποζημίωση, καθόσον η ευθύνη της θεμελιώνεται αποκλειστικά στις διατάξεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως και περιλαμβάνει τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα θανάτου του επιβάτη που προξενήθηκε από ναυτικό συμβάν, δηλαδή και την αξίωση των συγγενών του επιβάτη για χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του.
Τέλος, απορρίπτοντας και τον τελευταίο λόγο αναίρεσης περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο με το να επιδικάσει στους αναιρεσίβλητους ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του συγγενούς τους τα ποσά των 100.000 ευρώ στον καθένα από τη μητέρα και τα τέκνα του, καθώς των 40.000 ευρώ στον καθένα από τους αδελφούς του, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερούν, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και δεν είναι υπερβολικά.
Απόσπασμα απόφασης
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 16 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών της 13-12-1974, απορρίπτοντας την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση της συμπληρώσεως της διετούς παραγραφής, άλλως της συμπληρώσεως της τριετούς. αποσβεστικής προθεσμίας της ένδικης αξιώσεως των αναιρεσιβλήτων. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο, ως προς το ενδιαφέρον τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα: <<Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εναγομένη επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβαλλόμενο ισχυρισμό της περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων, κατ’ άρθρο 16 παρ.1 της εφαρμοζόμενης Διεθνούς Συμβάσεως, λόγω συμπλήρωσης διετίας από την αναμενόμενη αποβίβαση του συγγενούς των εναγόντων στις 28-12-2014, πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής που της επιδόθηκε την 1-8-2018 και σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η παραγραφή διακόπηκε με την από 13-12-2016 προγενέστερη αγωγή των αντιδίκων της, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ισχυρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποκύψει στην τριετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 16 παρ.3 β’ της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους, προκύπτει ότι οι ενάγοντες είχαν εγείρει σε βάρος των εναγομένων για το ίδιο βιοτικό συμβάν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την από 13-12-2016 προγενέστερη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθμ. 1292/2018 απόφαση που την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σε βάρος της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων στις 14-5-2018, δεν ασκήθηκε έφεση και κατέστη τελεσίδικη στις 14-7-2018, με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών που είχαν οι ενάγοντες για την κατάθεση έφεσης, καθόσον ο τρίτος εξ αυτών διαμένει στο εξωτερικό. Εν συνεχεία οι ενάγοντες επανήγειραν την αγωγή, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αίτημα, στρέφοντάς την μόνο κατά των δύο πρώτων εναγομένων, εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της παραπάνω απορριπτικής απόφασης, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 31-7-2018 και επιδόθηκε στη δεύτερη εναγομένη την επόμενη ημέρα. Επομένως, η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων έχει διακοπεί με την προηγούμενη από 13-12-2016 αγωγή, κατά το άρθρο 263 εδ. β’ ΑΚ, η οποία είχε ασκηθεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία που έπρεπε να αποβιβασθεί ο αποθανών επιβάτης από το πλοίο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ.1,2 εδ. β’ της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, μη συντρεχούσης εν προκειμένω εφαρμογής της επόμενης διάταξης του στοιχ. β’ της ίδιας παραγράφου για μη υπέρβαση των τριών ετών από την ημερομηνία αποβίβασης, που αφορά την περίπτωση θανάτου μετά την αποβίβαση, ως αποτέλεσμα σωματικής βλάβης, που συνέβη κατά τη μεταφορά, που δεν σχετίζεται με την ένδικη υπόθεση, ως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη προς επίρρωση του ισχυρισμού της, καθώς επίσης δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 στοιχ. β’ περί μη επιτρεπτού άσκησης αγωγής μετά τη λήξη διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία που ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώσει της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν, καθόσον προεχόντως δεν περιλαμβάνει την περίπτωση θανάτου, που κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων υπάγεται στην πενταετία της διάταξης υπό στοιχ. α’ της παραγράφου 3, άλλωστε οι καταληκτικές αυτές προθεσμίες αφορούν την άσκηση το πρώτον αγωγής, που αποτελεί διακοπτικό της παραγραφής γεγονός και όχι την επανέγερσή της σε περίπτωση αοριστίας, απορριπτόμενων των αντίθετων υποστηριζόμενων από την εναγομένη ως αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εναγομένης περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, απορριπτόμενου του πρώτου λόγου της έφεσης ως ουσιαστικά αβασίμου>>. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 16 της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ανελέκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, οι ένδικες αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων προέρχονται από τον θάνατο του συγγενούς τους, επιβάτη του πλοίου, που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και παραγράφονται μετά από την πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί (28-12-2014). Με την άσκηση της από 13-12-2016 αγωγής των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας (εντός της ως άνω διετίας) διεκόπη η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων τους από τον θάνατο του συγγενούς τους, μετά δε την τελεσίδικη απόρριψη αυτής λόγω της αοριστίας της η διακοπείσα παραγραφή θεωρείται σαν να μην διακόπηκε. Η ένδικη από 31-7-2018 αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αίτημα με την ως άνω προγενέστερη αγωγή των αναιρεσιβλήτων ασκήθηκε εντός έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη της τελευταίας, οπότε η παραγραφή των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων θεωρείται ότι έχει διακοπεί από την προγενέστερη από 13-12-2016 αγωγή τους. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του στοιχ. β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία της αποβιβάσεως, διότι αυτή προϋποθέτει σωματική βλάβη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση του, ενώ στην ένδικη υπόθεση πρόκειται για θάνατο του επιβάτη που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και η διετία υπολογίζεται από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί. Επίσης δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω ούτε η διάταξη του ως άνω άρθρου 16 παρ. 3 στοιχ. β’, που ορίζει ότι η άσκηση της αγωγής δεν επιτρέπεται μετά τη λήξη διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε ευλόγως να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν, διότι δεν αφορά στην περίπτωση θανάτου του επιβάτη. Άλλωστε οι ως άνω οριζόμενες προθεσμίες αφορούν στην άσκηση αγωγής το πρώτον, η οποία διακόπτει την παραγραφή και όχι στην επανέγερση της αγωγής σε περίπτωση απορρίψεως της λόγω αοριστίας. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.
Πηγή: www.lawspot.gr