Της Αθανασία Κυριάκου
Εισαγγελέας Στρατοδικείου-Αεροδικείου Λάρισας
Η χρηματική ποινή αποτελεί έναν εκ των τρόπων ποινικής κύρωσης. Έχει τον χαρακτήρα ελαφρύτερης ποινής σε σχέση με τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, δεδομένου ότι δεν πλήττει άμεσα την ελευθερία του καταδικασμένου, παρά μόνο την περιουσία αυτού και ο ρόλος της είναι να καλύψει την ποινική αξίωση της πολιτείας για την τέλεση της αξιόποινης πράξης. Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται στον ευρωπαϊκό χώρο τάση επέκτασης της εφαρμογής των χρηματικών ποινών για αξιόποινες πράξεις χαμηλής ή μέτριας απαξίας, καθώς με τον τρόπο αυτό το κράτος ενισχύεται δημοσιονομικά με διπλό τρόπο καθώς από τη μία, αποφεύγονται κρατικές δαπάνες που θα απαιτούνταν για τη λειτουργία των σωφρονιστικών καταστημάτων και από την άλλη σημαντικά ποσά εισπράττονται από την πολιτεία, ένεκα της επιβολής όλο και περισσότερων ποινών σε χρήμα. Στην Ελλάδα, αυτό το είδος ποινής αποτέλεσε σημείο αναφοράς στις προσπάθειες του νομοθέτη να θεσμοθετήσει εναλλακτικά της φυλάκισης μέτρα, προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη αποσυμφόρηση του σωφρονιστικού συστήματος. Με το νέο Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019), άλλαξε ριζικά το μοντέλο προσδιορισμού της χρηματικής ποινής ως κύριας ποινής και παράλληλα καταργήθηκε οριστικά η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινή σε χρηματική.
Στο άρθρο 50 του νέου ΠΚ παρατίθενται ρητώς θεσμοθετημένες κύριες ποινές. Πρόκειται για: α) τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, β) την χρηματική ποινή και γ) την προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Η δεύτερη κύρια ποινή προβλέπεται στο άρθρο 57 ΠΚ: ««1. Η χρηματική ποινή προσδιορίζεται σε ημερήσιες μονάδες. 2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη: α) από ενενήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή ή διαζευκτικά με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, β) από εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας και γ) από τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας. 3. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα ευρώ ούτε ανώτερο από εκατό ευρώ. 4. Με τον θάνατο του καταδικασθέντος διαγράφεται η χρηματική ποινή. Σε καμία περίπτωση δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του». Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 57, η χρηματική ποινή προσδιορίζεται πλέον όχι σε χρηματικά ποσά αλλά σε ημερήσιες μονάδες. Στην Αιτιολογική Έκθεση του νομοθετήματος, αναφέρεται σχετικά: «Σε ό,τι αφορά τον τρόπο υπολογισμού των χρηματικών ποινών, υιοθετήθηκε κατά βάση το ελβετικό μοντέλο, βάσει του οποίου, οι χρηματικές ποινές προσδιορίζονται σε ημερήσιες μονάδες». Ο προσδιορισμός της χρηματικής ποινής στο μέγεθος των ημερησίων μονάδων ευθυγραμμίζεται περισσότερο προς την αρχή της αναλογικότητας και ελαχιστοποιεί τα περιθώρια δικαστικής αυθαιρεσίας. Περαιτέρω μ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται περισσότερη διαφάνεια γύρω από τον σχηματισμό της δικαιοδοτικής κρίσης, καθώς η παρακολούθηση και ο έλεγχος της συλλογιστικής του δικαστή παρίσταται πλέον ευχερέστερος[1]. Στις επόμενες παραγράφους του ιδίου άρθρου γίνεται διάκριση στο ύψος της χρηματικής ποινής ανάλογα με το αν αυτή απειλείται ως μόνη κύρια ποινή ή διαζευκτικά ή αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας (παρ. 2) και στο ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα ή ανώτερο από εκατό ευρώ (παρ. 3). Έτσι, στην κατώτερη βαθμίδα του ανώτατου ορίου των ενενήντα ημερησίων μονάδων εντάσσονται συγκεκριμένα πλημμελήματα, σε βάρος του δράστη των οποίων επιβάλλεται είτε χρηματική ποινή είτε η παροχή κοινωφελούς εργασίας[2].
Το όριο της επιβληθησόμενης χρηματικής ποινής αυξάνεται στις εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες για ελαφριά πλημμελήματα που τιμωρούνται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης ή χρηματική ποινή, ενώ για όλα τα κακουργήματα καθώς και για τα πλημμελήματα για τα οποία απειλούνται αθροιστικά οι δύο ανωτέρω ποινές το ύψος της χρηματικής ποινής δύναται να φθάσει έως και τις τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες. Σημειώνεται πάντως πως αυτός ο προσδιορισμός δεν είναι απόλυτος, καθώς εξακολουθεί να ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις. Για παράδειγμα, υφίστανται αρκετές περιπτώσεις κακουργημάτων στο Ειδικό Μέρος του ΠΚ, όπου το ύψος της χρηματικής ποινής δύναται να φθάσει ακόμα και τις χίλιες ημερήσιες μονάδες, προφανώς ένεκα της ιδιάζουσας απαξίας τους[3]. Τέλος, κατά το άρθρο 68 παρ.4 ΠΚ η χρηματική ποινή, λαμβάνει και ρόλο αναπληρωματικού μέτρου δήμευσης, όταν αυτή είναι πολύ επαχθής ή εντελώς αδύνατη και επιβάλλεται χρηματική ποινή ύψους έως την αξία των αντικειμένων που δεν δύναται να δημευθούν.
Το άρθρο 57 ΠΚ λειτουργεί συνδυαστικά με τις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 80 ΠΚ, οι οποίες αναφέρονται συγκεκριμένα στην επιμέτρηση της χρηματικής ποινής: «1. Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής, το δικαστήριο ορίζει στην απόφαση τόσο τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων όσο και το ύψος τους. 2. Κατά τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερήσιων μονάδων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του υπαιτίου γι’ αυτή. 3. Το δικαστήριο καθορίζει το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα τα καθαρά έσοδα που αποκτά από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο κατά την επιβολή χρηματικής ποινής αρχικά θα πρέπει να ορίσει τον αριθμό των ημερησίων μονάδων κατά τις διακρίσεις του νομοθέτη εκτιμώντας το άδικο και η ενοχή του καταδικασθέντος για τη συγκεκριμένη πράξη. Έπειτα για να προσδιορίσει το ύψος κάθε μονάδας θα αξιολογήσει την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου κατ’ άρθρο 80 παρ. 3 ΠΚ που στη διατύπωση του νέου ΠΚ προσδιορίζει περισσότερα εμπειρικά μετρήσιμα στοιχεία[4]. Για παράδειγμα, αν ο Α και ο Β τελέσουν το αδίκημα της πλαστογραφίας (ΠΚ 216 παρ. 1) κατά συναυτουργία, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή και το δικαστήριο αποφανθεί ότι η ενοχή και το άδικο τους βαραίνει εξίσου, θα επιβάλλει σε βάρος τους τον αυτό αριθμό ημερησίων μονάδων, που δύναται να φθάσει τις τριακόσιες εξήντα κατ’ άρθρο 57 παρ. 2 περ. γ΄. Είναι όμως δυνατό να διαφοροποιηθεί αισθητά το ύψος της κάθε ημερήσιας μονάδας, αν ο μεν Α τυγχάνει ευκατάστατος, ο δε Β διαθέτει πενιχρά εισοδήματα ή είναι άνεργος. Σε αυτή την περίπτωση η κάθε ημερήσια μονάδα θα κυμανθεί προς το ανώτατο όριο των εκατό ευρώ για τον πρώτο και προς το κατώτατο του ενός ευρώ για τον δεύτερο. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας αλλά και η ειδικοπροληπτική λειτουργία της ποινής. Εξάλλου, όπως ρητώς επισημαίνει η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019, «με την αναλυτική παράθεση των στοιχείων που οφείλει να εκτιμά το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής επιχειρείται να αποσαφηνιστεί πως η απλή αναφορά ότι το δικαστήριο έχει λάβει υπόψη του την οικονομική κατάσταση του υπαιτίου δεν είναι επαρκής»[5] .
Ο νέος Ποινικός Κώδικας περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις που προσφέρουν διευκολύνσεις στον δράστη, όταν αυτός αδυνατεί να καταβάλλει αμέσως μετά την καταδίκη την ορισθείσα χρηματική ποινή ή η καταβολής της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα. Πρόκειται για την διαδικασία της «δοσοποίησης». Συγκεκριμένα κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 80 ΠΚ, όπως ισχύουν μετά και τις τελευταίες τροποποιήσεις του Ν. 4855/2021: «4. Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει, και αυτεπαγγέλτως, προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία (3) έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις ή εφάπαξ την ποινή του. 5. Αν η αδυναμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή των δόσεων αυτής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος μετά την επιβολή της ποινής, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση: α) προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή επέκταση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε (5) έτη, β) μείωση του ύψους της ημερήσιας μονάδας ή γ) αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά». Ο Ν. 4855/2021 έδωσε τη δυνατότητα στο δικαστήριο να καθορίσει ακόμη και αυτεπαγγέλτως προθεσμία ή δόσεις κατά την παρ. 4, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει προηγηθεί αίτημα του κατηγορουμένου. Τούτο συμβαίνει στην πράξη όταν καθίσταται εμφανής ο κίνδυνος να στερηθεί το θύμα την τυχόν επιδικασθείσα από τα πολιτικά δικαστήρια αποζημίωση καθώς δικαιοπολιτικοί λόγοι επιβάλλουν να προηγείται η καταβολή αποζημίωσης στο θύμα της έκτισης της χρηματικής ποινής[6]. Επιπλέον προβλέπεται δυνατότητα του καταδικασθέντος να υποβάλλει μια σειρά από αιτήματα προς το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση επιβολής χρηματικής ποινής, εάν προκύψει αδυναμία καταβολής μετά την έκδοσή της και οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του. Τονίζεται βεβαίως ότι τα αιτήματα της παρ. 5 μπορούν να υποβληθούν μία μόνο φορά το καθένα, χωρίς να κωλύεται ο ενδιαφερόμενος να τα υποβάλλει διαδοχικά[7] .
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ
Το μοντέλο των ημερησίων μονάδων που υιοθετήθηκε από το νέο Ποινικό Κώδικα ισχύει παράλληλα με ρυθμίσεις ειδικών ποινικών νόμων[8], στις οποίες η απειλή της χρηματικής ποινής ακολουθεί το σύστημα προσδιορισμού σε συγκεκριμένο όριο χρηματικού ποσού του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα[9]. Βέβαια ο νέος ΠΚ εισήγαγε μεταβατική διάταξη στην παρ. 2 του άρθρου 463, με την οποία προστέθηκε διαζευκτικά η χρηματική ποινή κατ’ άρθρο 57 ΠΚ σε όλες τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων όπου προβλέπεται ποινή φυλάκισης. Η εν λόγω μεταβατική διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά για το σύνολο των περιπτώσεων καθώς η γραμματική διατύπωση της είναι σαφής και περιορίζει την εφαρμογή της μόνον στα πλημμελήματα («απειλείται ποινή φυλάκισης») και όχι στα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων[10] . Σήμερα λοιπόν υφίστανται δύο διαφορετικά μοντέλα υπολογισμού της χρηματικής ποινής: από τη μία εκείνο των ημερησίων μονάδων (άρθρα 57 και 80 ΠΚ) που αφορά όλα τα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα και τα πλημμελήματα που καλύπτονται από το άρθρο 463 παρ. 2 ΠΚ και από την άλλη το σύστημα χρηματικής ποινής του παλαιού ΠΚ, το οποίο εφαρμόζεται για τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων. Η συνύπαρξη αυτή θέτει σοβαρότατα ζητήματα στη δικαστηριακή πράξη[11] ενώ δεν δικαιολογείται ουσιαστικά και δογματικά[12]. επιπλέον η παράλειψη του νομοθέτη να επέμβει αποφασιστικά και διορθωτικά αναφορικά με αυτό το νομικό παράδοξο έρχεται σε σφοδρή αντίθεση με κάποιους από τους διακηρυγμένους στόχους του νέου ΠΚ, όπως ο εξορθολογισμός και εκσυγχρονισμός του δικαίου των ποινικών κυρώσεων και η βέλτιστη εναρμόνιση αυτών με την αρχή της αναλογικότητας[13].
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Ο τρόπος σχηματισμού συνολικής ποινής, καθορίζεται στο άρθρο 96 ΠΚ. Ως ποινή βάσης λαμβάνεται εκείνη που είναι η μεγαλύτερη εκτιμώμενη σε ευρώ, ως αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού των ημερήσιων μονάδων επί το ύψος της αξίας έκαστης. Η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος εκτιμάται στον τρόπο επαύξησης κατά το άρθρο 96 παρ.1 ΠΚ. Ως προς τον προσδιορισμό της επαύξησης της ποινής βάσης ο νόμος διαχωρίζει ανάμεσα στην περίπτωση της πραγματικής και της κατ΄ ιδέα συρροής:
(Α) Στην περίπτωση που περισσότερα εγκλήματα τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις (αληθινή πραγματική συρροή) η βαρύτερη χρηματική ποινή επαυξάνεται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος όχι όμως περισσότερο από το μισό του αθροίσματος των λοιπών συντρεχουσών (96 παρ.1 ΠΚ). Επί παραδείγματι επιβολή τριών χρηματικών ποινών: 2.000 ευρώ + 800 + 90 ευρώ. Ποινή βάσης τα 2.000 ευρώ και η επαύξηση από τις συντρέχουσες ύψους ως το όριο του ½ του αθροίσματος τους (800+90:2= 445 ευρώ). Επομένως ΣΧΠ μπορεί να ανέλθει από τα 2.001 ευρώ έως τα 2.445 ευρώ, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος.
(Β) Στην περίπτωση που περισσότερα εγκλήματα τελέστηκαν με μία πράξη (αληθινή κατ΄ ιδέα συρροή) το άρθρο 96 παρ.2 ΠΚ με ρητή παραπομπή στα οριζόμενα στο άρθρο 94 παρ.2 ΠΚ, ορίζει ότι η επαύξηση γίνεται ελεύθερα, όχι όμως πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Εδώ ανακύπτει ερμηνευτικό ζήτημα για το ποιο είναι το ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής. Από τη συνδυαστική εκτίμηση των άρθρων 57 και 80 παρ.1 ΠΚ, συνάγεται ότι κατά κανόνα το ανώτατο όριο προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο των ημερήσιων μονάδων, επί το ανώτατο όριο του προβλεπόμενου ύψους, ήτοι 360 μονάδες Χ 100 ευρώ έκαστη μονάδα. Επομένως κατά κανόνα το ανώτατο όριο της ΧΠ ανέρχεται στο ποσό των 36.000 ευρώ. Κατ΄ εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων, όπου επιβάλλεται σωρευτικά με την κάθειρξη και χρηματική ποινή έως 1000 ημερήσιες μονάδες, το ανώτατο όριο του είδους της ποινής ανέρχεται στις 1000 μονάδες Χ 100 ευρώ έκαστη= 100.000 ευρώ, όταν η χρηματική ποινή αυτή είναι η ποινή βάση για το σχηματισμό της συνολικής ποινής. Επί παραδείγματι επιβολή τριών χρηματικών ποινών 18.500 + 12.000 + 8.000 ευρώ. Ποινή βάση τα 18.500 ευρώ και επαύξηση ελεύθερα από τις λοιπές των 12.000 ευρώ και 8.000 ευρώ αντίστοιχα, έως τις 36.000 ευρώ.
ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ
Το Ποινικό μητρώο είναι σύστημα καταγραφής ποινών στις οποίες έχει κάποιος καταδικαστεί. Πρόκειται για ένα απαραίτητο πιστοποιητικό για την έκδοση μεγάλου αριθμού διοικητικών πράξεων (διορισμός στο δημόσιο τομέα, απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, άδεια εργασίας αλλοδαπού, συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς, άδεια άσκησης επαγγέλματος υγειονομικού ή κοινωφελούς ενδιαφέροντος, άδεια κυνηγίου, άδεια χρήσης όπλων και εκρηκτικών κ.λ.π.). Τα αντίγραφα ποινικού μητρώου διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
- αντίγραφα ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης, στα οποία είναι εγγεγραμμένες όλες οι αμετάκλητες ποινές και τα οποία χορηγούνται σε περιοριστικά αναφερόμενες από το νόμο περιπτώσεις (λ.χ. τον εισαγγελέα, τον τακτικό ανακριτή για δικαστική αποκλειστικά χρήση ή στους διευθυντές φυλακών και άλλων σωφρονιστικών ή θεραπευτικών καταστημάτων για κρατούμενο που με αμετάκλητη απόφαση εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας κ.α.)
- αντίγραφα ποινικού μητρώου γενικής χρήσης, τα οποία εκδίδονται για κάθε νόμιμη χρήση κατόπιν αίτησης του πολίτη και στα οποία αναγράφονται αμετάκλητες ποινές υπό προϋποθέσεις.
Στο αντίγραφο γενικής χρήσης καταχωρίζεται κατ’ αρχήν το περιεχόμενο όλων των δελτίων του ποινικού μητρώου, σύμφωνα με το άρθρο 571 ΚΠΔ μεταξύ άλλων και αυτών που αναγράφουν την επιβολή χρηματικής ποινής η οποία διαγράφεται μετά την πάροδο τριών (3) ετών, προθεσμία που αρχίζει αφότου εκείνος που καταδικάσθηκε ξεκινήσει την καταβολή της ποινής του. Αν, όμως, επήλθε μεταγενέστερη καταδίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα, η προθεσμία αυτή αρχίζει από την έκτιση της νέας ποινής. Αν η καταδικαστική απόφαση δεν εκτελέστηκε, οι πιο πάνω προθεσμία αρχίζει από την παραγραφή της. Επιπλέον, κατ’ εξαίρεση, θεσπίζονται δύο περιπτώσεις, όπου η ανωτέρω προθεσμία δύναται να συντμηθεί στο μισό, με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου: α) εάν πρόκειται για πρώτη καταδίκη ή β) εάν πρόκειται για καταδίκη που αφορά έγκλημα από αμέλεια ή έγκλημα με δόλο, για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή.
Και υπό την προσδοκία έντιμου βίου στο μέλλον. Τέλος κατά την παρ. 4 του άρθρου 57 ΠΚ η χρηματική ποινή διαγράφεται με τον θάνατο του καταδικασθέντος και δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του.
Εν κατακλείδι αναφέρεται εκ του περισσού ότι δεν αναστέλλεται η εκτέλεση των ποινών σε χρήμα ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (ως κύριων ποινών), διότι ο σκοπός της αναστολής είναι η αποφυγή του εγκλεισμού του δράστη στη φυλακή και των αρνητικών του επιπτώσεων. Συνεπώς, εάν επιβληθεί χρηματική ποινή μαζί με ποινή στερητική της ελευθερίας αναστέλλεται η εκτέλεση μόνο της τελευταίας[14].
[1] Σπινέλλης Δ., Η μετατροπή: εξαγορά ή χρηματική ποινή;, σε : ΜΝΗΜΗ Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, Α’, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1986, σελ. 223
[2] Όπως είναι η προσβολή συμβόλων άλλου κράτους (ΠΚ 155), η πρόκληση σε τέλεση πλημμελήματος (ΠΚ 186 παρ. 2), η πλαστογραφία πιστοποιητικών (ΠΚ 217), η απατηλή πρόκληση βλάβης μικρής αξίας (ΠΚ 389 παρ. 2) κ.α. Τ
[3] Πρόκειται για την δωροληψία πολιτικού προσώπου (159 παρ. 1 ΠΚ), την δωροδοκία πολιτικού προσώπου (159Α παρ. 1 ΠΚ) καθώς και την διακεκριμένη κλοπή, την υπεξαίρεση, την απάτη, την απάτη με υπολογιστή και την απιστία που στρέφεται άμεσα κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ (άρθρα 374 παρ. 2, 375 παρ. 3, 386 παρ. 2, 386Α παρ. 3 και 390 παρ. 2 ΠΚ)
[4] Κοσμάτος Κ., σε : Παύλου Σ., Κοσμάτος Κ., Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020, σελ. 130. Βλ. και το σχετικό χωρίο της Αιτιολογικής Έκθεσης: «Με βάση την αναλογική ισότητα η χρηματική ποινή προσδιορίζεται με βάση την πραγματική οικονομική δυνατότητα του υπαιτίου (…). Η χρηματική ποινή, για λόγους αναλογικότητας, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης αφενός προσδιορίζεται από το δικαστήριο, εντός του πλαισίου που ορίζει ο Κώδικας, με ιδιαίτερη εκτίμηση της οικονομικής δυνατότητας του καταδικαζομένου και των μελών της οικογένειάς του»
[5] Βλ. και την ΑΠ 96/2020, η οποία αναίρεσε καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών κατά το σκέλος που αυτή επέβαλε χρηματική ποινή για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν αιτιολογήθηκαν οι ατομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου. Βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., σε : Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων (συλλογικό), σελ. 403
[6] Έτσι και η Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4619/2019
[7] Κοσμάτος Κ., σε : Παύλου Σ., Κοσμάτος Κ., Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020, σελ. 43
[8] Βλ. το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 (Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών). Επισημαίνεται ότι υπάρχουν διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων που τέθηκαν σε ισχύ μετά την εισαγωγή του νέου ΠΚ, εκ των οποίων κάποιες προσδιορίζουν την επιβληθησόμενη χρηματική ποινή σε ημερήσιες μονάδες (βλ. άρθρο 23 του Ν. 4689/2020 «Διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον Φ.Π.Α») και άλλες εξακολουθούν να την προσμετρούν σε ορισμένο όριο χρηματικού ποσού (βλ. άρθρο 45 του Ν. 4769/2020 περί εμπορικών σημάτων).
[9] Χαραλαμπάκης Α., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος τομ. ΙΙ, Η ποινή, σελ. 86
[10] Κοσμάτος Κ., Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, σελ. 47
[11] Κοσμάτος Κ., οπ. π. σελ. 47. Η μεγαλύτερη δυσχέρεια συναντάται στις περιπτώσεις συρροής εγκλημάτων του νΠΚ και των ειδικών ποινικών νόμων, καθώς εκεί το δικαστήριο θα κληθεί να επιβάλλει δύο ειδών χρηματικές ποινές. Ειδικά πριν από το Ν. 4855/2021, όπου εφαρμοζόταν το σχήμα της υποκατάστατης ποινής της παρ. 6 του άρθρου 80 ΠΚ, το πρόβλημα σχετικά με την έκτιση των διαφορετικών ποινών και τη δυνατότητα σχηματισμού συνολικής ποινής φάνταζε ανυπέρβλητο. Βλ. αναλυτικά οπ. π. σελ. 47 – 48. 56 Αδάμπας Β., οπ. π. σελ. 145
[12] Αδάμπας Β., Το σύστημα χρηματικής ποινής στον νέο Ποινικό Κώδικα. Κάποιες κριτικές σκέψεις, ΠοινΧρ 2021, σελ. 145
[13] Λιούρδης Δ., Η χρηματική ποινή στους ειδικούς ποινικούς νόμους, ΠοινΧρ 2021, σελ. 154 επ., όπου και αναλυτική παράθεση των ανακυπτόντων προβλημάτων. Ο γράφων παρατηρεί ότι η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει τη μεταρρύθμιση ορισμένων διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, οι οποίες προβλέπουν δρακόντειες και εξοντωτικές χρηματικές ποινές, όπως λ.χ. το άρθρο 23 του Ν. 4139/2013 περί ναρκωτικών, όπου επιβάλλεται χρηματική ποινή μέχρι και ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ.
[14] Ν. Κουλούρης σε Αρ. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2014, σελ. 797