Με πρόσφατη απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ενάγουσα, η οποία δεν προσκόμισε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, νομίμως δικάστηκε ερήμην, του δικαστή μη όντος υποχρεωμένου να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ (ΑΠ 181/2023).

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 § 1 του ΚΠολΔ.

Η απόρριψη αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, αν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη.

Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους.

Περαιτέρω, μπορεί να ασκηθεί αναίρεση, αλλά μόνο για τον λόγο που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ.6 ΚΠολΔ και μόνο για την περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ, ελέγχεται η τήρηση της από το άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ προβλεπόμενης και από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και άρθρο 6 της ΕΣΔΑ κατοχυρούμενης αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, ιδρύεται δε στην περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην και η ερημοδικία δεν ήταν νόμιμη.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, κατά δε το άρθρο 562 § 3 του ως άνω κώδικα, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από δικές του πράξεις ή από παραλείψεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη.

Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 227 § 1 του ΚΠολΔ, υλοποιείται η πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, δίνοντας τη δυνατότητα στον πρόεδρο του Πολυμελούς Δικαστηρίου ή στον εισηγητή ή στο δικαστή του Μονομελούς Δικαστηρίου να καλέσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο να συμπληρώσει τις τυπικές παραλείψεις, που μπορούν να αναπληρωθούν. Τέτοιες παραλείψεις, για τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να προκαλέσει την συμπλήρωσή τους, είναι τόσο οι αναφερόμενες στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, όσο και κάθε άλλη τυπική έλλειψη.

Κατά την κρίση του Αρείου Πάγου, ωστόσο, η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 ΚΠολΔ, αφού γι’ αυτό υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 237 § 1, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, που προέβλεπε (και εξακολουθεί να προβλέπει), ως απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου τη συζήτηση της υπόθεσης.

Σε κάθε δε περίπτωση, το δικαστήριο επεσήμανε ότι η παραβίαση εκ μέρους του δικαστή του εκ της ανωτέρω διάταξης καθήκοντός του, αποτελεί λόγο έφεσης και όχι λόγο αναίρεσης.

Απόσπασμα απόφασης

η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην (ΑΠ 5/2020), με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 § 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 84/2015, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 567/2012). Η απόρριψη αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, αν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1337/2011). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους (ΑΠ 65/2022). Σε περίπτωση παράβασης των ως άνω περί δικαστικού ενσήμου διατάξεων, δεν ιδρύεται άλλος λόγος αναιρέσεως, παρά μόνο αυτός που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ.6 ΚΠολΔ και μόνο για την περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην (ΑΠ 491/2015, ΑΠ 901/2013). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παρά τον νόμο ο διάδικος δικάστηκε ερήμην, κατά τη συζήτηση εκείνη, στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με τον λόγο αυτό ελέγχεται η τήρηση της από το άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ προβλεπόμενης και από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ κατοχυρούμενης αρχής “της εκατέρωθεν ακροάσεως”, ιδρύεται δε στην περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην, η δε ερημοδικία δεν ήταν νόμιμη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, κατά δε το άρθρο 562 § 3 του ως άνω κώδικα, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από δικές του πράξεις ή από παραλείψεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη. Επίσης, το άρθρο 227 § 1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι: ότι “Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία”. Με την ως άνω διάταξη υλοποιείται η πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, δίνοντας τη δυνατότητα στον πρόεδρο του Πολυμελούς Δικαστηρίου ή στον εισηγητή ή στο δικαστή του Μονομελούς Δικαστηρίου να καλέσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο να συμπληρώσει τις τυπικές παραλείψεις, που μπορούν να αναπληρωθούν. Τέτοιες παραλείψεις, για τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να προκαλέσει την συμπλήρωσή τους, είναι τόσο οι αναφερόμενες στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, όσο και κάθε άλλη τυπική έλλειψη. Όμως, η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 ΚΠολΔ, αφού γι’ αυτό υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 237 § 1, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, που προέβλεπε (και εξακολουθεί να προβλέπει), ως απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου τη συζήτηση της υπόθεσης. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, η παραβίαση εκ μέρους του δικαστή του εκ της ανωτέρω διατάξεως καθήκοντός του, αποτελεί λόγο εφέσεως και όχι λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 1091/2015, ΑΠ 1892/2006).

Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.