Είτε αφορά ενδογενείς αιτίες όπως η Παγκόσμια Χρηματοοικονομική Κρίση του 2008 είτε εξωγενείς όπως η αύξηση του γεωπολιτικού κινδύνου και του κόστους ζωής το 2022 έχουν ως αποτέλεσμα τη διάβρωση της εμπιστοσύνης της δρώντων ως προς αυτό.
Η επιστροφή του πληθωρισμού και η πιθανή επερχόμενη ύφεση επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά τα εγγενή στοιχεία της αβεβαιότητας και αστάθειας που το χαρακτηρίζουν.
Στην χώρα μας το τέλος του πολιτικού κύκλου μας δίνει την ευκαιρία για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων αναφορικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Παρότι διαφαίνεται βελτίωση βασικών οικονομικών μεγεθών τίθεται το ερώτημα εάν τελικά αυτή η εικόνα ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της δυναμικής που η ίδια εμφανίζει.
Απλοϊκές αναλύσεις όπως συνέβη στο παρελθόν μας οδηγούν σε επιφανειακά συμπεράσματα αποκρύπτοντας σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες. Επίσης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η επίδραση του υψηλού πληθωρισμού ως προς τους οικονομικούς δείκτες συνήθως χρήζει διττής ερμηνείας.
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών
Η θριαμβολογία για τις επιδόσεις του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο υψηλό έλλειμα που εμφανίζει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η έντονα αρνητική εξέλιξη του ελλείμματος εξωτερικών συναλλαγών κατά την τελευταία τριετία είναι παρόμοια με την καταστροφική για τα δημόσια οικονομικά δεκαετία του 2000. Στην πραγματικότητα αναδεικνύει με εμφανή τρόπο την απουσία παραγωγικού υποδείγματος. Μπορεί να αυξήθηκαν οι εξαγωγές αλλά αντίστοιχα υπήρξε τόσο σε όγκο όσο και σε αξία πολύ μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών. Ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα της ελληνικής κρίσης χρέους ήταν η σχέση του εγχώριου προϊόντος με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η αύξηση του ΑΕΠ οδηγεί σε αύξηση του ελλείμματος και αντίστροφα. Η κατάρρευση του προϊόντος κατά τη δεκαετία του 2010 οδήγησε σε μείωση του ελλείμματος. Αντίθετα την τριετία 2020 – 2022 η αύξηση του εθνικού εισοδήματος είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της πολύ σημαντικής διεύρυνσης του εξωτερικού ισοζυγίου το οποίο μάλιστα το 2022 έφτασε στο 10% του ΑΕΠ. Λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της οικονομίας μας η συσχέτιση αυτή είναι ισχυρή στοιχείο που την καθιστά αρκετά ευάλωτη στις μεταβολές του οικονομικού κύκλου. Το επόμενο χρονικό διάστημα όσο η ελληνική οικονομία θα συρρικνώνεται τόσο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα βελτιώνεται.
Επενδύσεις και Παραγωγικό Υπόδειγμα
Μολονότι το 2021 και το 2022 υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων οι κεφαλαιακές αυτές ροές κατευθύνθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος στον τριτογενή τομέα της οικονομίας. Συγκεκριμένα υπήρξαν επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία, σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και σε δραστηριότητες αποθήκευσης και μεταφορών. Λαμβάνοντας υπόψιν τη διεθνή εμπειρία πολύ δύσκολα συναντάμε οικονομίες οι οποίες να μπορούν να διασφαλίσουν μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη επενδύοντας σε real estate, σε μη παραγωγικές εξαγορές – συγχωνεύσεις υφιστάμενων επιχειρήσεων (μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου), σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και στον τουρισμό.
Η αδυναμία αυτή απεικονίζεται στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Το πρόβλημα του παραγωγικού υποδείγματος είναι βαθύτερο το οποίο δεν βελτιώθηκε καθόλου τα τελευταία τέσσερα έτη παραμένοντας αμετάβλητο. Οι ακαθάριστες επενδύσεις πράγματι ενισχύθηκαν σημαντικά το 2021 και το 2022 φτάνοντας ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 13,19% και 13,89% αντίστοιχα. Συγκρίνοντας τις όμως με την περίοδο 2000-2009 όπου ο μέσος όρος τους ήταν 23,8% συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά. Επιπλέον εάν εξετάσουμε την σύνθεση τους παρατηρούμε ότι όπως την περίοδο 2000-2009 έτσι και σήμερα δεν ενσωματώνουν γνώση και τεχνολογία με αποτέλεσμα να καθίστανται αντιπαραγωγικές. Τόσο το 2021 όσο και το 2022 η συνεισφορά στην μεταβολή των επενδύσεων προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τον κατασκευαστικό κλάδο (κατοικίες). Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η απουσία παραγωγικών επενδύσεων στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας δηλαδή στη βιομηχανία και στη μεταποίηση. Η παραγωγική της δυναμικότητα τα τελευταία δεκαπέντε έτη παρουσιάζει έντονη τάση απόκλισης μεταξύ πραγματικής και δυνητικής μεγέθυνσης οφειλόμενη κυρίως στα κυκλικά χαρακτηριστικά της. Η υστέρηση αυτή λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την επαναφορά της οικονομίας στην πρότερη της κατάσταση δηλαδή στα επίπεδα του 2007-2008, επηρεάζοντας ταυτόχρονα αρνητικά τη μελλοντική της εξέλιξη.
Εξετάζοντας τα μερίδια κεφαλαίου και εργασίας βλέπουμε το συντελεστή του κεφαλαίου να αυξάνεται και το συντελεστή της εργασίας να συνεχίζει να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2022 το μερίδιο της εισροής της εργασίας ώς προς την συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (Total Factor Productivity) παραμένει στα επίπεδα του 2016. Παρά τη σημαντική μείωση του μισθολογικού κόστους μεγάλος αριθμός ελληνικών επιχειρήσεων διατηρούν υψηλό περιθώριο κερδοφορίας. Τα κέρδη αυτά δεν επανεπενδύονται καθώς όσο οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί ο συντελεστής του κεφαλαίου δεν έχει ιδιαίτερο κίνητρο για καινοτομία.
Δημόσιο Χρέος και Δημοσιονομική Πολιτική
Η μείωση του δημοσίου χρέους ο λόγος δηλαδή χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν οφείλεται κυρίως στην πληθωριστική ονομαστική αύξηση του παρονομαστή. Περίπου τα 2/3 της μείωσης οφείλονται στον αποπληθωριστή του ΑΕΠ και το 1/3 στον πραγματικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Ενώ το ποσοστό του χρέους μειώνεται ο όγκος του αυξάνεται φτάνοντας σήμερα τα 400 δις ευρώ.
Η μείωση του ποσοστού χρέους δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίζει καθώς η θετική επίδραση του πληθωρισμού είναι πρόσκαιρη και διαχρονικά μη αποτελεσματική. Ιστορικά αποδεικνύεται ότι μόνο ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός μέσω αξιόπιστης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής (πρωτογενή πλεονάσματα) μπορεί μακροχρόνια να οδηγήσει σε πραγματική μείωση του.
Λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης η Ελλάδα έλαβε επιχορηγήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών της περίπου 50 δισ. ευρώ.
Η αποτελεσματικότητα όμως αυτών των δαπανών ώς αυτόματων σταθεροποιητών εμπεριείχε σημαντικές ιδιαιτερότητες. Επιπρόσθετα ένα μεγάλο μέρος τους συμπεριλήφθηκε στο δημόσιο χρέος το οποίο θα πρέπει να αποπληρωθεί μελλοντικά.
Οι κρατικές δαπάνες σε περίοδο διαταραχών είτε διοχετεύονται μέσω μεταβιβαστικών πληρωμών είτε μέσω φορολογίας θεωρείται ότι μετριάζουν τις αρνητικές διακυμάνσεις και την αστάθεια του οικονομικού κύκλου. Όμως η χώρα μας αποτελεί εξαίρεση. Τα τελευταία είκοσι χρόνια στο σύνολο των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ελλάδα αποτελεί την μοναδικ
ή περίπτωση (ενδεχομένως και η Ουγγαρία) όπου οι αυτόματοι δημοσιονομικοί σταθεροποιητές έχουν αρνητική επίδραση στη μείωση της δριμύτητας και στην ενίσχυση της σταθερότητας του οικονομικού κύκλου. Ε
ιδικότερα το κυκλικά πρωτογενές της ισοζύγιο αποσταθεροποιείται (προκυκλικά) δημιουργώντας αρνητικές τιμές στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές εξανεμίζοντας οποιοδήποτε ενδεχόμενο σταθεροποιητικό πλεονέκτημα.
Ενίοτε ώς πραγματική ανάγκη και άλλοτε ώς πρόσχημα αντιμετώπισης της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης υπήρξε κατασπατάληση δημοσίων πόρων σε μη παραγωγικές δραστηριότητες. Η ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε αναποτελεσματική επιδοματική πολιτική.
Η αύξηση του κόστους διαβίωσης λόγω πληθωρισμού διάβρωσε τα ήδη πολύ χαμηλά πραγματικά εισοδήματα.
Οι ισχυριζόμενες γενναίες μισθολογικές αυξήσεις όπως για παράδειγμα αυτή του κατώτατου μισθού αποτελούν ισχνή αναπλήρωση του πραγματικού εισοδήματος. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ ο μέσος ονομαστικός μεικτός μισθός στην Ελλάδα το 2022 αυξήθηκε κατά 1,5% αλλά ο μέσος πραγματικός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω πληθωρισμού 9,7%. Η συρρίκνωση των πραγματικών εισοδημάτων αποτελεί ένα πρόσθετο λόγο για τον οποίο η υπεραπόδοση των δημοσίων εσόδων δεν θα πρέπει να λογίζεται ως επιτυχία καθώς προέρχεται κυρίως από την πληθωριστική αύξηση των έμμεσων φόρων επιβαρύνοντας ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα.
Προοπτικές και Μελλοντικές Προκλήσεις
Η επόμενη κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε ένα αρκετά δύσκολο διεθνές και εσωτερικό οικονομικό περιβάλλον.
Ενώ η αύξηση των επιτοκίων συνεχίζεται η προσδοκώμενη τιθάσευση και μείωση του πληθωρισμού θα επαναφέρει τα πραγματικά επιτόκια σε επίπεδα προ πανδημίας εμπεριέχοντας όμως αρκετούς περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί δεν φαίνονται να είναι αρκετά διαφορετικοί σε σχέση με την περίοδο μετά το 2008 και πριν την πανδημία.
Πεπερασμένη νομισματική πολιτική, χαμηλά πραγματικά επιτόκια, χαμηλή οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου, μείωση παραγωγικών επενδύσεων, στασιμότητα μισθών, και αναιμικοί ρυθμοί μεγέθυνσης τουλάχιστον για τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Πέραν των άλλων η δημογραφική τάση της γήρανσης του πληθυσμού και της χαμηλής γονιμότητας μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ συμπεριλαμβανομένου της χώρας μας οδηγούν μακροπρόθεσμα σε μείωση της ανάπτυξης, των επενδύσεων και των πραγματικών επιτοκίων.
Το αφήγημα περί ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας και η προσπάθεια ωραιοποίησης της στην πραγματικότητα είναι διάτρητα καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τα διαχρονικά της προβλήματα. Μία από τις άμεσες προκλήσεις αποτελεί η επιστροφή το 2024 στους δημοσιονομικούς κανόνες με στόχο την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και τη μείωση δαπανών.
Παρά την αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης υπάρχουν αρκετές επιφυλάξεις ως προς την επιδιωκόμενη αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος. Η δομή της οικονομίας κυριαρχείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες στην συντριπτική τους πλειονότητα αδυνατούν να χρηματοδοτηθούν. Η αποτυχία του εγχώριου επιχειρηματικού τομέα να διαχυθεί ο παραγόμενος πλούτος προς τα κάτω παρά την παροχή ισχυρών κινήτρων όπως για παράδειγμα τη μείωση της φορολογίας έχει δημιουργήσει συνθήκες αυξημένης εισοδηματικής ανισότητας.
Η διαχείριση της οικονομικής ανισότητας καθώς και η αναθεώρηση του υφιστάμενου παρωχημένου οικονομικού μοντέλου των τελευταίων σαράντα ετών αποτελούν το μελλοντικό στοίχημα.