Η μάστιγα των πυρκαγιών φαίνεται ότι πλέον όχι μόνο είναι ετήσιο φαινόμενο όπως ήταν τόσα χρόνια – με μικρές ή πιο μεγάλες πυρκαγιές – αλλά πλέον έχουν αποκτήσει ένταση η οποία «ακουμπά» πιο πολύ την ελληνική κοινωνία που λίγα χρόνια τώρα ενδιαφέρεται – και καλώς γίνεται αυτό – περισσότερο σε σχέση με τα χρόνια της «ευμάρειας» ή της έντονης κοινωνικής δυσφορίας για τα οικονομικά μέτρα των Μνημονίων.
Πέραν προφανώς της έντονης κοινωνικής απαξίας που έχει το φαινόμενο όταν σε αυτό υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας ή μάλλον εξ αφορμής ακριβώς αυτού του γεγονότος, το αδίκημα του εμπρησμού τυποποιείται ως ποινικό αδίκημα στο 13ο κεφάλαιο του εν ισχύ Ποινικού Κώδικα της Χώρας. Ειδικότερα, το άρθρο 264 του Ποινικού Κώδικα με τον τίτλο «Εμπρησμός» προβλέπει:
1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται:
α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα,
β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,
γ) με κάθειρξη, αν στην περίπτωση των περ. α’ ή β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου,
δ) με ισόβια κάθειρξη, αν στην περίπτωση της περ. β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.
2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη.
Περαιτέρω, το άρθρο 265 του Ποινικού Κώδικα με τον τίτλο «Εμπρησμός σε δάση» προβλέπει:
1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή,
β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,
γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α΄ ή β΄ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή,
δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περ. β΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.
2. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση, και αν από αμέλεια προκαλεί μια τέτοια πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους.
Όπως μπορούμε εύκολα να διαγνώσουμε δια γυμνού οφθαλμού η ανάλυση των ποινών είναι περιπτωσιολογική και σχεδόν εξαντλητική
. Δεν μπορούμε όμως να περιμένουμε απλά και μόνο δια της ποινικής κολάσεως να εξαλειφθεί η ύπαρξη των συγκεκριμένων αδικημάτων. Στο ποινικό δίκαιο τυποποιείται ως αδίκημα η πράξη που υλοποιείται από άνθρωπο, όχι η σκέψη του ή κάποιο άλλη άυλη κατάσταση. Θέλει πράξη ή παράλειψη αντιστοίχως που συνεπάγεται την ποινική κύρωση.
Αν δεν υπήρχε, δεν θα ήταν τυποποιημένη ως αδίκημα. Επομένως, δεν μπορεί υπό κανένα τρόπο σε μια οργανωμένη κοινωνία η πρόβλεψη πολύ αυστηρής ποινής να εξαλείψει το έγκλημα.
Άλλωστε, στο ποινικό δίκαιο υπάρχει μια ολόκληρη ενότητα για την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης. Το έγκλημα δεν μπορεί να «εξαλειφθεί» με νομικούς όρους!
Τα αίτια πολλά. Ψυχολογικά από μέρους δραστών, αδιαφορία πολιτών και πολιτείας, ελλιπή μέτρα προστασίας, άναρχη δόμηση (που την θυμόμαστε όταν επέλθει η καταστροφή) καθώς και πολλά άλλα. Πρέπει συνεπώς να πέσει το βάρος σε μέτρα και αντίμετρα που θα έχουν εστιάσει στις προκλήσεις των ποινικών φαινόμενων.
Το να συζητάμε μονάχα και συνεχώς για τις ποινές δεν αλλάζει κάτι και κυρίως δεν λύνει το πρόβλημα.
Όπως μπορείτε, να διαπιστώσετε και ανωτέρω, οι ποινές είναι αυστηρές αλλά οι φωτιές δεν παύουν να υπάρχουν!