Με το σχέδιο του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κατατέθηκε στη Βουλή προς ψήφιση, εισάγονται νέες ρυθμίσεις και επαναλαμβάνονται ή τροποποιούνται διατάξεις του ν.1756/1988 (ισχύον κώδικας), που καταργείται. Ο νέος Κώδικας είναι προϊόν νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, πέρασε από τη διαδικασία της διαβούλευσης, όπου έγιναν δεκτές προτάσεις των δικαστικών ενώσεων και εισάγεται προς ψήφιση από τη Βουλή κατά τη διαδικασία των κωδίκων.
Θεσπίζονται δύο καινοτόμες διατάξεις, που πρέπει να προβληθούν και να σχολιαστούν σχετικά, γιατί μπορεί να προκαλέσουν δυσλειτουργίες στην απονομή της δικαιοσύνης, συνταγματικά προβλήματα ως προς τη δικαστική ανεξαρτησία και τελικά αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα και μάλιστα αν τυχόν επεκταθούν και εφαρμοσθούν σε ολόκληρο τον Δημόσιο Τομέα, που δεν υπάρχει συνταγματική ρύθμιση, με περικοπές στη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων.
Στο άρθρο 50 παρ.3 ορίζεται “Δεν οφείλεται μισθός για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως μη παροχή υπηρεσίας νοείται και η κατά την κρίση των οργάνων, που αναφέρονται στην παρ.4 κατ’ επανάληψη αδικαιολόγητη καθυστέρηση της παράδοσης σχεδίων απόφασης και δικογραφιών που του ανατίθεται προς επεξεργασία καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως” και στο άρθρο 54 παρ.12 ορίζεται “Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση κανονικής αδείας εφόσον κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου υπάρχει κίνδυνος καθυστέρησης έκδοσης αποφάσεων ή βουλευμάτων σε επείγουσες υποθέσεις”.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ των οποίων και οι δικαστικοί λειτουργοί λαμβάνουν τον μισθό-αποδοχές τους διατραπεζικώς από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών βάσει των μηνιαίων εκκαθαριστικών καταστάσεων που αποστέλλουν στην ΕΑΠ οι προϊστάμενοι -διατάκτες των υπηρεσιών- δικαστηρίων και στις οποίες βεβαιώνουν ότι πρέπει να πληρωθούν για τις υπηρεσίες, που προσέφεραν και φυσικά, όποιος δεν έχει προσφέρει καθόλου υπηρεσία (έχει εξαφανισθεί) δεν πρέπει να πληρωθεί. Συνεπώς το πρώτο σκέλος του παραπάνω άρθρου 50 παρ.3 είναι σωστό και αυτονόητο. Το πρόβλημα όμως εμφανίζεται με το δεύτερο σκέλος της παραγράφου που προσδιορίζει τι αποτελεί κατά πλάσμα δικαίου μη παροχή υπηρεσίας από δικαστή, αλλά κυρίως ως προς τα όργανα και τη διαδικασία, που την κρίνουν. Για τους μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ μπορεί να φανεί σωστό και πολύ αποτελεσματικό για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, που έχει φθάσει στα όρια της αρνησιδικίας εξαιτίας όχι μόνο των δικαστών, αλλά και των άλλων εμπλεκομένων σε αυτήν παραγόντων όπως των συνδικαλιστικών ενώσεων δικηγόρων και δικαστικών γραμματέων, που αντιδρούν στην παράταση του ωραρίου λειτουργίας των ακροατηρίων των δικαστηρίων, αλλά κυρίως του Υπουργού Δικαιοσύνης, που ενώ εξάγγειλε τον περιορισμό των αναβολών δικών (κυρίου παράγοντα για την καθυστέρηση) με τροποποίηση του άρθρου 349Κ.Ποιν.Δ.δεν τόλμησε να το φέρει προς ψήφιση.
Όμως η ατολμία αυτή του κ. Υπουργού ταλαιπωρεί καθημερινά χιλιάδες μάρτυρες που πηγαίνουν στα δικαστήρια και οι υποθέσεις αναβάλλονται για προσχηματικούς λόγους. Πρέπει ο κ. Υπουργός να αντιληφθεί, ότι χωρίς να σπάσει αυγά και χωρίς να συγκρουσθεί με ισχυρές επαγγελματικές τάξεις δεν θα λυθούν τα προβλήματα της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το άρθρο 91 του Συντάγματος η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς ασκείται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές κατά τους ορισμούς του νόμου. Το τέταρτο μέρος του ισχύοντα και υπό ψήφιση Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών είναι αφιερωμένο στο πειθαρχικό δίκαιο. Πολύ διεξοδικά καθορίζονται ποια είναι τα πειθαρχικά αδικήματα, ποιες ποινές επιβάλλονται μεταξύ των οποίων η στέρηση μέχρι έξι μηνών των αποδοχών, τα όργανα και τη διαδικασία της άσκησης πειθαρχικής εξουσίας. Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων περιλαμβάνονται και η καθυστέρηση έκδοσης πολιτικής απόφασης πέραν των έξι μηνών με τον παλιό κώδικα, που γίνεται με τον νέο κώδικα οκτώ!!!!! μηνών , η αδικαιολόγητη αποχή και γενικά όλα τα πειθαρχικά αδικήματα, που θεωρούνται κατά τα παραπάνω μη παροχή υπηρεσίας.
Φυσικά αποτελεί αστειότητα να θεωρηθεί ως απλή διοικητική και όχι πειθαρχική η πράξη του προϊσταμένου οργάνου να πιστοποιήσει κατά πλάσμα δικαίου ως μη παροχή υπηρεσίας τη συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού, που ταυτόχρονα αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα και ως διατάκτης να μη δώσει εντολή στην ΕΑΠ για την πληρωμή του μισθού με την αιτιολογία, ότι βάσει του παραπάνω άρθρου θεωρείται, ότι δεν εργάσθηκε, ενώ η στέρηση αποδοχών βάσει του άρθρου 111 του νέου κώδικα προβλέπεται ως ποινή, επομένως δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και διοικητική πράξη. Όμως με την παραπάνω διάταξη δημιουργείται ένα παράλληλο πειθαρχικό όργανο με αόριστες αλλά πανίσχυρες αρμοδιότητες (στο ΔΥ κώδικα ο προϊστάμενος μόνο επίπληξη μπορεί να επιβάλλει) και ένα είδος βαρύτατης ποινής υπό παραλλαγή κατά παράβαση του άρθρου 91 Σ που προστατεύει τη δικαστική ανεξαρτησία, που εξασφαλίζεται με ανάλογες προς το λειτούργημα αποδοχές.
Εάν εφαρμοσθεί η παραπάνω διάταξη εκτός του θα υπάρχει περίπτωση ο δικαστής να τιμωρηθεί δύο φορές για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα ή να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις, θα προκύψουν επίσης ενδοϋπηρεσιακά προβλήματα δεδομένου, ότι στα μεγάλα δικαστήρια εκλέγονται διοικητικοί προϊστάμενοι με πολιτικό πρόσημο από τους συναδέλφους τους, οι οποίοι πολλές φορές είναι νεότεροι των ελεγχόμενων, οπότε αν περικόψουν μισθό αρχαιότερου δικαστή ανατρέπεται η ιεραρχία, γιατί ελέγχουν ανώτερό τους, ή αν τον περικόψουν με βάση πολιτικά η προσωπικά κίνητρα επέρχεται διάσπαση στο δικαστικό σώμα και αντεκδικήσεις, που μπορεί να διαρκέσει γενιές σε βάρος της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Σαφώς η βραδύτητα απονομής δικαιοσύνης και η αδικαιολόγητη άρνηση υπηρεσίας πρέπει να τιμωρείται αλλά με τις νόμιμες διαδικασίες και από τα αρμόδια όργανα σύμφωνα με το Σύνταγμα. Αυτό όμως απαιτεί την ενεργοποίηση του θεσμού της επιθεώρησης των δικαστών, που υπό το σημερινό καθεστώς δεν παράγει το προσδοκώμενο έργο, για έλεγχο όχι μόνο για καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεων, αλλά για την ορθότητα τους, εφόσον υπερβαίνουν τα ακραία όρια της δικανικής κρίσεως.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι οι λαλίστατες δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις, που διαμαρτύρονται δημόσια με δελτία τύπου για οτιδήποτε, δεν αντέδρασαν έστω και υποτυπωδώς στις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες τους ετέθησαν υπόψη και στις οποίες υπέβαλαν σωρεία βελτιώσεων μεταξύ των οποίων την αλλαγή της ονομασίας των δικαστικών διακοπών σε θερινά τμήματα δικαστηρίου, γιατί όπως φαίνεται εζήλωσαν τη δόξα της Βουλής. Νομίζω, ότι για λόγους ιστορικούς πρέπει να παραμείνει η ονομασία δικαστικές διακοπές, που καθιερώθηκε με το νόμο ΡΠΑ/1851 και αποτελεί διεθνή όρο (Vacances).
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.