Της Μαρίας Εμμ. Παναγιώτου, Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω
Η Δικαιοσύνη χρειάζεται δικηγόρους που μιλούν και όχι φοβισμένους και σιωπηλούς.
Τι έχει συμβεί στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων το τελευταίο διάστημα;
Πότε ξαναείδαμε θεσμικό όργανο να ζητά πειθαρχικές διώξεις δικηγόρων επειδή διατύπωσαν κριτική άποψη;
Δεν θυμάμαι ούτε επί εποχής του αείμνηστου Αλέξη Κούγια να έχει ζητηθεί κάτι αντίστοιχο.
Από εδώ και στο εξής όταν θα μιλούν οι δικηγόροι, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων θα σπεύδει να ζητά την πειθαρχική τους δίωξη;
Όταν όμως θα μιλά ο δικηγόρος κ. Κώστας Τζαβάρας, βουλευτής και πρώην υπουργός, δηλώνοντας δημόσια ότι «η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα δεν είναι ανεξάρτητη» δεν θα κουνιέται φύλλο;
Υπήρξε εδώ ανακοίνωση ή δελτίο τύπου από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων;
Όταν ένας πολιτικός ασκεί κριτική, θεωρείται «δημοκρατικός διάλογος» αλλά όταν το κάνουν οι δικηγόροι, θεωρούνται «αντιδικαστικά κρεσέντα»;
Η υπερβολική αυστηρότητα ιδίως όταν στρέφεται κατά της ελευθερίας της έκφρασης είναι ένδειξη ανασφάλειας και όχι ισχύος. Όποιος δεν αντέχει την κριτική, αποδεικνύει ότι δεν κατανοεί τον ρόλο του σε μια δημοκρατία που στηρίζεται στον διάλογο και στον έλεγχο ΟΛΩΝ χωρίς εξαιρέσεις.
Η τεκμηριωμένη και καλόπιστη κριτική είναι δικαίωμα και υποχρέωση κάθε πολίτη και επιστήμονα. Τώρα εάν κάποιος δυσφορεί απέναντι σε αυτό το αυτονόητο, είναι προτιμότερο να αποσυρθεί από τον δημόσιο χώρο παρά να επιχειρεί να φιμώσει τη δημόσια σκέψη.
Η πειθαρχική διερεύνηση για δίωξη του συναδέλφου δικηγόρου Θρασύβουλος Κονταξής επειδή διατύπωσε δημόσια την άποψη ότι ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ να μελετήθηκαν 900 σελίδες μέσα σε 7 ημέρες και να συντάχθηκε και εισαγγελική πρόταση, εγείρει σοβαρά ζητήματα νομιμότητας, συνταγματικότητας και συμβατότητας με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Το ζήτημα δεν αφορά ένα μεμονωμένο πρόσωπο αλλά τον ίδιο τον θεσμικό ρόλο του δικηγόρου, την ελευθερία της επιστημονικής έκφρασης και την αρχή της λογοδοσίας της Δικαιοσύνης σε ένα κράτος δικαίου.
Ο δικηγόρος δεν είναι απλός ιδιώτης αλλά συλλειτουργός της Δικαιοσύνης και έχει την υποχρέωση να συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, να υπερασπίζεται το κράτος δικαίου και να εκφράζει τεκμηριωμένες νομικές και επιστημονικές απόψεις για ζητήματα που άπτονται της λειτουργίας της. Η διατύπωση γνώμης, ακόμη και κριτικής, για πράξεις ή παραλείψεις δικαστικών ή εισαγγελικών λειτουργών δεν αποτελεί προσβολή της Δικαιοσύνης αλλά άσκηση θεσμικού καθήκοντος και ουσιώδες στοιχείο του δημοκρατικού ελέγχου της.
Η ελευθερία αυτής της έκφρασης κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 14 του Συντάγματος, που προστατεύει το δικαίωμα του λόγου, και στο άρθρο 16 που διασφαλίζει την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας.
Η διατύπωση επιστημονικής κριτικής επί δικαστικών ζητημάτων εμπίπτει ευθέως στο πεδίο αυτών των συνταγματικών εγγυήσεων.
Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε πειθαρχική δίωξη για τέτοια έκφραση αποτελεί περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος οφείλει να πληροί την αρχή της αναλογικότητας.
Η απλή, ευπρεπής και τεκμηριωμένη επισήμανση ότι είναι αντικειμενικά αδύνατο να συνταχθεί εισαγγελική πρόταση 900 σελίδων μέσα σε μία εβδομάδα δεν συνιστά προσβλητική δήλωση αλλά καθαρά τεχνική εκτίμηση και επομένως, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο πειθαρχικού ελέγχου.
Η ίδια αντίληψη αποτυπώνεται και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έχει αναγνωρίσει ότι οι δικηγόροι απολαύουν ιδιαίτερης προστασίας της ελευθερίας έκφρασης, ιδίως όταν συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο για τη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Στην υπόθεση Morice κατά Γαλλίας το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη δικηγόρου επειδή επέκρινε δικαστικούς λειτουργούς παραβίασε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, υπογραμμίζοντας ότι οι δικηγόροι έχουν δικαίωμα να εκφράζουν ακόμη και αυστηρή κριτική, εφόσον αυτή στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και αφορά ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος.
Αντίστοιχα, στην υπόθεση Nikula κατά Φινλανδίας το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελευθερία του λόγου των δικηγόρων αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Η κριτική του συναδέλφου για το ρεαλιστικό ή μη της σύνταξης μιας τόσο εκτεταμένης εισαγγελικής πρότασης σε ελάχιστο χρόνο είναι επιστημονική, πραγματολογική και θεμιτή.
Καμία φράση της δεν υπερβαίνει τα όρια της ευπρέπειας ούτε στρέφεται προσωπικά κατά του εισαγγελικού λειτουργού. Συνεπώς, οποιαδήποτε πειθαρχική δίωξη θα αντίκειτο ευθέως στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, η Δικαιοσύνη ασκεί κρατική εξουσία στο όνομα του ελληνικού λαού. Η διάταξη αυτή θεμελιώνει όχι μόνο την ανεξαρτησία της, αλλά και την υποχρέωση λογοδοσίας της απέναντι στην κοινωνία. Η δυνατότητα των πολιτών, και πολύ περισσότερο των νομικών λειτουργών, να ασκούν τεκμηριωμένη και καλόπιστη κριτική επί της λειτουργίας της, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η φίμωση της κριτικής, ιδίως όταν προέρχεται από νομικό επιστήμονα, αντιστρατεύεται την αρχή της δημοκρατικής λογοδοσίας και πλήττει το ίδιο το κύρος της Δικαιοσύνης που υποτίθεται ότι προστατεύει.
Η πειθαρχική δίωξη του δικηγόρου συναδέλφου δεν στηρίζεται σε καμία αντικειμενική παράβαση καθήκοντος, παραβιάζει το συνταγματικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης και προσβάλλει την ανεξαρτησία και τον θεσμικό ρόλο του δικηγορικού λειτουργήματος. Η υπεράσπιση του δικαιώματος των δικηγόρων να εκφέρουν επιστημονική άποψη, ακόμη και κριτική, για ζητήματα απονομής δικαιοσύνης, δεν αποτελεί πράξη συντεχνιακής αλληλεγγύης. Αποτελεί υπεράσπιση του ίδιου του κράτους δικαίου και της δημοκρατικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Η θέση των Ηνωμένων Εθνών για την ελευθερία έκφρασης των δικηγόρων:
Η ανεξαρτησία και η ελευθερία έκφρασης των δικηγόρων αποτελούν θεμέλια του κράτους δικαίου και προϋποθέσεις για την ουσιαστική λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Η θέση των Ηνωμένων Εθνών για το ζήτημα αυτό είναι σαφής και καταγεγραμμένη στα Basic Principles on the Role of Lawyers, που υιοθετήθηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου 1990 στην Αβάνα, από το Όγδοο Συνέδριο του ΟΗΕ για την Πρόληψη του Εγκλήματος και τη Μεταχείριση των Παραβατών.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 των Αρχών αυτών, τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι δικηγόροι μπορούν να ασκούν το επάγγελμά τους χωρίς εκφοβισμό, παρενόχληση ή αθέμιτη παρέμβαση, και ότι δεν πρέπει να υπόκεινται ή να απειλούνται με ποινική, διοικητική ή οποιαδήποτε άλλη κύρωση για πράξεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους καθηκόντων και σύμφωνα με τη δεοντολογία του επαγγέλματος.
Η πλέον εμβληματική διάταξη είναι το άρθρο 23, με τίτλο: Freedom of Expression and Association, το οποίο ορίζει ότι:
«Οι δικηγόροι, όπως όλοι οι πολίτες, έχουν δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, της πίστης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι. Ειδικότερα, έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο για ζητήματα που αφορούν το δίκαιο, τη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προαγωγή και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς να υφίστανται επαγγελματικούς περιορισμούς ή κυρώσεις για τις νόμιμες αυτές ενέργειες».
Με βάση αυτή τη διάταξη, η δημόσια κριτική δικηγόρου για τη λειτουργία της δικαιοσύνης, για δικαστικές αποφάσεις ή για ζητήματα απονομής της, δεν συνιστά παράπτωμα, αλλά νόμιμη έκφραση επιστημονικής και επαγγελματικής άποψης. Η φίμωση ή πειθαρχική δίωξη για τέτοιες δηλώσεις αποτελεί παραβίαση διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το άρθρο 27 των ίδιων Αρχών ορίζει ακόμη ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικηγόρων πρέπει να διεξάγονται από ανεξάρτητες και αμερόληπτες αρχές, με πλήρεις εγγυήσεις δίκαιης διαδικασίας και δικαστικού ελέγχου. Αυτό σημαίνει ότι καμία θεσμική ένωση ή δημόσιος φορέας δεν μπορεί να απαιτεί ή να επιβάλλει πειθαρχικές ενέργειες κατά δικηγόρων επειδή εκφράζουν γνώμη, χωρίς να παραβιάζει τις υποχρεώσεις του κράτους που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο.
Τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν τον δικηγόρο όχι ως ιδιώτη σχολιαστή, αλλά ως αναγκαίο συλλειτουργό της δικαιοσύνης και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η δυνατότητα των δικηγόρων να μιλούν ελεύθερα, να ασκούν κριτική και να συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο για τη λειτουργία των θεσμών είναι όρος ύπαρξης του κράτους δικαίου και της δημοκρατικής κοινωνίας.
Η σιωπή του δικηγόρου δεν προστατεύει τη Δικαιοσύνη. Την αποδυναμώνει.
Η φωνή του όταν είναι τεκμηριωμένη και καλόπιστη, είναι πράξη υπευθυνότητας και υπεράσπισης της ίδιας της Δημοκρατίας.
Όσο η πλειοψηφία των δικηγόρων επιλέγει τη σιωπή και μιλούν μόνο τέσσερις ή πέντε συνάδελφοι, τόσο ο φόβος θα θεριεύει και τα πειθαρχικά θα πολλαπλασιάζονται.
Η σιωπή δεν μας προστατεύει.
Αντίθετα μας καθιστά ευάλωτους.
Κάθε φορά που ένας δικηγόρος φιμώνεται και οι υπόλοιποι σωπαίνουν, η Δικαιοσύνη χάνει λίγο ακόμη από την ελευθερία της.
Όσοι δεν το καταλαβαίνετε θα το βρείτε μπροστά σας.

















