Ο Δημήτρης Βερβεσός είναι πρόεδρος Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Ζούμε σε μια εποχή πρωτοφανούς τεχνολογικού ιλίγγου. Η τεχνητή νοημοσύνη μεταφέρει την τεχνολογική εξέλιξη σε ένα εντελώς νέο επίπεδο, επιδεικνύοντας ιδιότητες οιονεί «ευφυΐας» που μέχρι πρότινος συνδέαμε αποκλειστικά με τον άνθρωπο. Η ικανότητά της να μαθαίνει από την εμπειρία, να κατανοεί τη γλώσσα και να λαμβάνει αποφάσεις, συνιστά μια θεμελιώδη διαφοροποίηση από τον προκαθορισμένο προγραμματισμό, καθώς διακρίνεται για την αυτονομία στη λειτουργία και τον τρόπο εκμάθησης.
Ωστόσο, όταν στρέφουμε το βλέμμα στη Δικαιοσύνη, απαιτούνται προσεκτικές σταθμίσεις. Η απονομή του δικαίου δεν αποτελεί μια σειρά τεχνικών πράξεων με μαθηματικά χαρακτηριστικά, αλλά μια σύνθετη νοητική διαδικασία που συγκροτεί τον υπαγωγικό (δικανικό) συλλογισμό. Απαιτεί την αξιολόγηση αντικρουόμενων αποδεικτικών μέσων, την ερμηνεία κανόνων δικαίου και την εφαρμογή αόριστων νομικών εννοιών, όπως η αναλογικότητα, η επιείκεια, τα χρηστά ήθη και η καλή πίστη.
Η τεχνητή νοημοσύνη, από την άλλη πλευρά, λειτουργεί σαν ένα «μαύρο κουτί» που καταλήγει σε αποτελέσματα με αδιαφανή κριτήρια. Λειτουργεί με στατιστικές συνδέσεις και όχι δεοντικούς συλλογισμούς. Δεν μπορεί, κατά τούτο, να υποκαταστήσει τη δικανική λειτουργία αφενός διότι ο έλεγχος της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί τη λυδία λίθο της δημοκρατικής λογοδοσίας της δικαστικής λειτουργίας, αφετέρου γιατί η νομολογία οφείλει να μην είναι στατικό, αυτοαναφορικό μέγεθος, αλλά να εξελίσσεται και να ανταποκρίνεται στο διαρκώς μεταβαλλόμενο νομικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Η τεχνητή νοημοσύνη αντιμετωπίζει εγγενείς περιορισμούς και εν σχέσει με τη δικηγορία, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της απονομής της δικαιοσύνης. Πρώτον, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη σχέση εμπιστοσύνης, που συνδέει τον εντολέα με τον δικηγόρο του. Δεύτερον, δεν διαθέτει καινοτόμο, πρωτογενή σκέψη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε να χαράξει στρατηγική υποθέσεως, ούτε να προβεί σε λυσιτελή νομική υπαγωγή, που είναι αναγκαίο στοιχείο κάθε άρτιου δικογράφου. Τρίτον, η χρήση των λεγόμενων μεγάλων γλωσσικών μοντέλων (LLM), που εκπαιδεύονται με βάση τα δεδομένα των χρηστών, θέτουν προφανή ζητήματα τήρησης του δικηγορικού απορρήτου. Τέλος, σε αμιγώς κανονιστικό επίπεδο, η ΤΝ δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον δικηγόρο στη δικαστηριακή πρακτική, καθώς κατά το δικονομικό δίκαιο σε όλες τις δικαιοδοσίες – πολιτική, ποινική και διοικητική – προβλέπεται υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου ενώπιον δικαστηρίου (πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων, όπως π.χ. επί πλημμελημάτων αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου).
Βεβαίως, οι νομικοί ούτε είναι, ούτε πρέπει να γίνουν «νέο-λουδίτες». Τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να είναι υποβοηθητικά στην απονομή της δικαιοσύνης, τόσο για το έργο των δικαστών, όσο και για εκείνο των δικηγόρων. Ενδεικτικά μπορεί κανείς να αναφέρει την οργάνωση του γραφείου, την έρευνα της νομολογίας, τον έλεγχο τυχόν σφαλμάτων επί κειμένων και πλείονες λειτουργίες αυτοματοποίησης, που όμως δεν άπτονται του πυρήνα της δικανικής και δικηγορικής πράξης.
Διότι στην καρδιά κάθε δικαστικής απόφασης και δικηγορικής πράξης χτυπά ο παλμός της ανθρώπινης σκέψης και της δικαιοσύνης. Δεν είναι τυχαίο ότι η Θέμιδα, παρότι «τυφλή» προκειμένου να είναι αμερόληπτη, παραμένει βαθιά ανθρώπινη – μια θεά που κρατά τη ζυγαριά της δικαιοσύνης με ανθρώπινα χέρια. Αυτή η ανθρώπινη διάσταση της δικαιοσύνης δεν είναι αδυναμία – είναι η μεγαλύτερη δύναμή της. Γιατί μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει πραγματικά έναν άλλο άνθρωπο, να σταθμίσει τις λεπτές αποχρώσεις και τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και εν τέλει να υπερασπιστεί έναν διάδικο ή να τάμει μια δικαστική διαφορά, επιδιώκοντας μεν την πιστή εφαρμογή του νόμου, αλλά πάντοτε με την επικουρία της σοφίας, της επιείκειας και, πάνω απ’ όλα, της ανθρώπινης ενσυναίσθησης, ex aequo et bono.
Πηγή: εφημερίδα Τα ΝΕΑ
















