54/2025 Πράξη – Απόφαση του Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης
των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων
Πρόεδρος Ηλ. Μάζος επί πορίσματος άτυπης διοικητικής εξέτασης της Συμβούλου
της Επικρατείας Φρ. Γιαννακού
Η κρίση του δικαστικού λειτουργού κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού του έργου, είτε αυτή ανάγεται στον προσδιορισμό και την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου είτε αφορά την διάγνωση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και την υπαγωγή τους στον κανόνα, ακόμη και αν είναι εσφαλμένη, δεν ελέγχεται παρά με την άσκηση των οικείων ενδίκων μέσων, όπου αυτά προβλέπονται, και δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει καθ’ εαυτήν πειθαρχικό παράπτωμα. Τούτο προκύπτει ευθέως από την συνταγματικά κατοχυρωμένη, ως θεμελιώδη εγγύηση του κράτους δικαίου, δικαστική ανεξαρτησία (άρθρο 87 παρ. 1 και 2 Συντάγματος), ορίζεται δε ρητώς στον ισχύοντα Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών (άρθρο 109 παρ. 4 περ. β΄ ν. 4938/2022). Εξαίρεση από την αρχή αυτή (του πειθαρχικώς ανέλεγκτου της δικαιοδοτικής κρίσης), που δεν θα έθετε σε ανεπίτρεπτη διακινδύνευση τις πιο πάνω συνταγματικές εγγυήσεις, χωρεί μόνον σε περιπτώσεις πράξεων ή παραλείψεων δικαστή που, αν και εκδηλώνονται στο πλαίσιο άσκησης δικαιοδοσίας, κατ’ ουσίαν δεν συνιστούν δικαιοδοτικές κρίσεις, είτε διότι έχουν υπαγορευθεί από δόλια κίνητρα, είτε διότι υποδεικνύουν ακραίο βαθμό αδιαφορίας για την εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Δεδομένου, άλλωστε, ότι τα πειθαρχικά όργανα δεν είναι δικαστήρια εκδίκασης ενδίκων μέσων για την διόρθωση ενδεχόμενων σφαλμάτων δικαστικής απόφασης, δεν είναι υποχρεωμένα να παραθέτουν, σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία της –κατά την κρίση τους- προσήκουσας αντιμετώπισης κάθε υπόθεσης που χειρίσθηκαν οι πειθαρχικώς καταγγελλόμενοι δικαστικοί λειτουργοί ούτε, εν πάση περιπτώσει, είναι οπωσδήποτε αναγκαία η παράθεση της – κατά την εκτίμησή τους – ορθής ερμηνευτικής λύσης ή της ενδεδειγμένης υπαγωγής στην οικεία απόφαση, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα ή μη πειθαρχικής καταγγελίας.
Αρκεί η διάγνωση αν, ενόψει των νομικών και πραγματικών συνθηκών κάθε υπόθεσης, μπορεί να στοιχειοθετηθεί ή όχι συμπέρασμα ότι ο δικαστικός λειτουργός ενήργησε δόλια ή επέδειξε την ακραία εκείνη αμέλεια που θα συνιστούσε, κατά τα ανωτέρω, πειθαρχικό παράπτωμα.
Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί και τηρούνται παγίως από τα οικεία πειθαρχικά όργανα, συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα, κατά το ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφαση της 15.7.2021, C-791/19, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, σκέψεις 137 – 140) ποιοτικά χαρακτηριστικά και, συνεπώς, συνάδουν με το άρθρο 19 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση περί της όλως κατ’ εξαίρεση στοιχειοθέτηση πειθαρχικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών λόγω δικαστικής αποφάσεως.