Παντελής Αντ. Μαρκούλης, Δικηγόρος
ΜΔΕ «Εμπορικό Δίκαιο» (ΑΠΘ), ΜΔΕ «Ποινικές και Εγκληματολογικές Επιστήμες» (ΑΠΘ)
υπ. ΔΝ (Albert-Ludwigs-Universität Freiburg)
Ένα ζήτημα που τίθεται με ένταση στην πρόσφατη νομολογία είναι το σχετικό με την έγγραφη απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (εφεξής: «εταιρείες διαχείρισης»). Ειδικότερα, στο πλαίσιο ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής (αλλά και ανακοπών κατά της εκτέλεσης) προβάλλεται ως λόγος ανακοπής ότι η αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής (ή η επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση) εταιρεία διαχείρισης δεν απέδειξε εγγράφως την ενεργητική της νομιμοποίηση.
Στη νομολογία (ορ. αμέσως παρακάτω) αποκτά σταθερά ερείσματα η άποψη ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας την έκδοση διαταγής πληρωμής εταιρείας διαχείρισης, όταν στη σύμβαση διαχείρισης, στην οποία αυτή επιστηρίζει την ενεργητική νομιμοποίησή της, δεν γίνεται καμία αναφορά στις υπό διαχείριση απαιτήσεις. Δηλαδή, ενώ από τα έγγραφα που προσκομίζονται (ή συγκοινοποιούνται με την επιταγή) αποδεικνύεται ότι η απαίτηση μεταβιβάστηκε από την αρχική πιστώτρια τράπεζα προς μία εταιρεία ειδικού σκοπού, αντιθέτως δεν αποδεικνύεται ότι η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων στην αιτούσα την έκδοση διαταγής πληρωμής (ή στην επισπεύδουσα την εκτέλεση) εταιρεία διαχείρισης. Η νομολογία εντοπίζει ορθά το πρόβλημα στην ανυπαρξία οποιασδήποτε αναφοράς σχετικά με τις υπό διαχείριση απαιτήσεις στις συμβάσεις διαχείρισης.
Με την πρόσφατη Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς 125/2025 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ακυρώθηκε η αναγκαστική εκτέλεση, διότι κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η ενεργητική νομιμοποίηση της επισπεύδουσας εταιρείας διαχείρισης. Ειδικότερα, στην περίληψη της σύμβασης διαχείρισης (δηλαδή στο δημοσιευμένο στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών έντυπο – περίληψη της σύμβασης διαχείρισης) δεν γινόταν καμία αναφορά στις υπό διαχείριση απαιτήσεις, ενώ δεν περιλαμβανόταν και κάποια παραπομπή στη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων ή στο παράρτημα με τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις. Κατά την κρίση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, από το γεγονός ότι η δημοσίευση της περίληψης της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων έγινε αμέσως μετά τη δημοσίευση της περίληψης της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων με τη λήψη διαδοχικών αριθμών πρωτοκόλλου στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, δεν μπορεί να καλυφθεί η εκ του νόμου προβλεπόμενη δημοσιότητα ως προς τις απαιτήσεις που τίθενται υπό τη διαχείριση της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Θα έπρεπε να γίνεται έστω αναφορά στη σχετική περίληψη της σύμβασης διαχείρισης ότι η διαχείριση αφορά στις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν από την αρχική πιστώτρια τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων ή έστω ότι αφορά σε όλες τις απαιτήσεις που έχουν μεταβιβαστεί μέχρι σήμερα από την παραπάνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Πλην όμως ουδέν τέτοιο αναφερόταν στην περίληψη της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ώστε να μπορεί η ανακόπτουσα να λάβει ασφαλή γνώση για την ενεργητική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης να ξεκινήσει εις βάρος της τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως φερόμενη διαχειρίστρια μεταξύ άλλων της ένδικης απαίτησης που μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Ούτε οι δύο περιλήψεις (της σύμβασης πώλησης και της σύμβασης διαχείρισης) αποτελούν ενιαίο κείμενο, ώστε να μπορεί να συναχθεί η νοηματική τους συνέχεια και ακολούθως από το γεγονός ότι στην περίληψη διαχείρισης χρησιμοποιείται ως τίτλος «Β. Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων» να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων αφορά σε όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην με την ίδια ημερομηνία δημοσιευθείσα σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από την αρχική πιστώτρια στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού.
Όμοια λύση υιοθέτησε και το Μονομελές Εφετείο Πατρών με την υπ’ αριθμ. 18/2024 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εδώ το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη σύμβαση διαχείρισης προέκυψε μεν ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε στην εταιρεία διαχείρισης όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από συμβάσεις εμπραγμάτως εξασφαλισμένων καταναλωτικών, στεγαστικών, επιχειρηματικών και άλλων δανείων, όπως ενδεικτικά καθορισμός επιτοκίου, ενημέρωση και εξυπηρέτηση πελατών, δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων κ.ο.κ., πλην όμως δεν προέκυψε η ταυτότητα των διαχειριζόμενων απαιτήσεων. Και τούτο, διότι οι τελευταίες απαριθμούνται καταρχήν στο αναφερόμενο στην σύμβαση διαχείρισης παράρτημα, το οποίο όμως δεν αποδείχθηκε ότι συγκοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα, καθόσον ούτε η καθ’ ης η ανακοπή ισχυριζόταν κάτι τέτοιο ούτε γινόταν μνεία του παραρτήματος αυτού μεταξύ των συγκοινοποιηθέντων νομιμοποιητικών εγγράφων στο κείμενο της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση. Επομένως, πιθανολογήθηκε ότι στα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στην ανακόπτουσα, δεν περιλαμβανόταν τυχόν παράρτημα της σύμβασης διαχείρισης, από το οποίο να προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων, των οποίων τη διαχείριση είχε αναλάβει η επισπεύδουσα, περιλαμβανόταν και η επίδικη απαίτηση και, ως εκ τούτου, δεν πιθανολογήθηκε ότι μεταξύ των απαιτήσεων, η διαχείριση των οποίων ανατέθηκε στην επισπεύδουσα εταιρεία διαχείρισης, συμπεριλαμβανόταν και η επίδικη απαίτηση σε βάρος της ανακόπτουσας.
Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι και οι Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου 61/2023 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 4849/2022 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με τις οποίες κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η ανάθεση της διαχείρισης των επίδικων απαιτήσεων στην εταιρεία διαχείρισης λόγω έλλειψης οποιασδήποτε αναφοράς στη σύμβαση διαχείρισης ως προς τις υπό διαχείριση απαιτήσεις και λόγω μη συγκοινοποίησης / προσκόμισης αποσπάσματος του Παραρτήματος των συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης, από το οποίο να προκύπτει ότι η διαχείριση των επίδικων απαιτήσεων πράγματι ανατέθηκε στην εταιρεία διαχείρισης. Όμοια κρίση διαλαμβάνουν και η Εφετείου Θεσσαλονίκης 521/2023 αδημ. και η Εφετείου Ευβοίας 92/2023 αδημ.
Τέλος, με τις Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 25/2023 (ΤΝΠ QUALEX) και 577/2023 (ΤΝΠ QUALEX) κρίθηκε ότι οι εταιρείες διαχείρισης δεν απέδειξαν την ενεργητική νομιμοποίησή τους, λόγω του ότι στις συμβάσεις διαχείρισης, στις οποίες επιστήριξαν την ενεργητική νομιμοποίησή τους, δεν γινόταν καμία αναφορά στις υπό διαχείριση απαιτήσεις.
Σε επίπεδο πρωτοβάθμιας κρίσης οι αποφάσεις που δέχονται τον σχετικό ισχυρισμό είναι ακόμη περισσότερες. Ενδεικτικά και μόνον αναφέρονται οι: ΜΠρΒερ 183/ΑΦ/2024 (ΤΝΠ NOMOS = ΕφΑΔΠολΔ 2024, 897 = ΤΝΠ sakkoulas-online = ΤΝΠ QUALEX), ΜΠρΚαβ 261/2024 (ΤΝΠ sakkoulas-online), ΜΠρΚαβ 494/2023 (ΤΝΠ QUALEX = ΤΝΠ sakkoulas-online), ΜΠρΑθ 4889/2023 (ΤΝΠ NOMOS = ΤΝΠ QUALEX = ΤΝΠ sakkoulas-online), ΕιρΑθ 601/2024 (ΤΝΠ sakkoulas-online).
Η θέση που υιοθετεί η προαναφερόμενη νομολογία είναι αναντίρρητα ορθή. Από τα έγγραφα που προσκομίζονται για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή από τα έγγραφα που συγκοινοποιούνται με την επιταγή πρέπει να αποδεικνύεται ότι η αιτούσα ή η επισπεύδουσα, αντίστοιχα, εταιρεία διαχείρισης πράγματι διαχειρίζεται την επίδικη απαίτηση. Αν αυτό δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα / συγκοινοποιούμενα έγγραφα, τότε η διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρώνεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου (κατά παραδοχή σχετικού λόγου ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής), ενώ η αναγκαστική εκτέλεση (όταν προβάλλεται σχετικός λόγος ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ) θα πρέπει να ακυρώνεται λόγω μη τήρησης της διαδικασίας του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι ίδιες οι εταιρείες διαχείρισης, αναγνωρίζοντας το «ελάττωμα» των συμβάσεων διαχείρισης, έσπευσαν εσχάτως να συμπληρώσουν τις συμβάσεις διαχείρισης (με τις λεγόμενες «συμβάσεις συμπλήρωσης», οι οποίες δημοσιεύονται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών ως μεταβολές των αρχικών συμβάσεων διαχείρισης), διευκρινίζοντας το ποιες είναι οι υπό διαχείριση απαιτήσεις. Αυτό επιχειρούν να το πετύχουν με την παραπομπή στο Παράρτημα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, που επισυνάπτεται στις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης. Και αυτή η πρακτική, όμως, των εταιρειών διαχείρισης παρουσιάζει πλείστες αδυναμίες, που έχουν ήδη επισημανθεί στη νομολογία, στην οποία και θα αναφερθούμε αναλυτικά με άλλη αφορμή. Πάντως η επιλογή αυτή των εταιρειών διαχείρισης δικαιώνει την άποψη της εκτιθέμενης στις προηγηθείσες παραγράφους νομολογίας, υπό την έννοια ότι οι εταιρείες διαχείρισης αναγνώρισαν, δια αυτής τους της ενέργειας, το «ελάττωμα» των συμβάσεων διαχείρισης, στις οποίες δεν γίνεται καμία αναφορά στις υπό διαχείριση απαιτήσεις.
Τέλος, να επισημάνουμε ότι ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής δεν θα πρέπει να συγχέεται: α) με τον λόγο ανακοπής ότι προσκομίστηκε ή συγκοινοποιήθηκε απόσπασμα και όχι ολόκληρο το κείμενο της σύμβασης διαχείρισης, και β) με τον λόγο ανακοπής ότι η σύμβαση διαχείρισης είναι άκυρη λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου που επιβάλλει το άρθρο 2 του Ν. 4354/2015. Πρόκειται για διαφορετικούς λόγους ανακοπής, που στηρίζονται σε διαφορετικά πραγματικά και νομικά δεδομένα από τον εδώ συζητούμενο λόγο ανακοπής.