Γράφει ο
Μάριος Χριστοδούλου
Τον φάκελο των παροχών για το 2026 ανοίγει σήμερα 30 Απριλίου 2025 η κυβέρνηση, υποβάλλοντας στην Κομισιόν την πρώτη Έκθεση Προόδου για την ελληνική οικονομία, στο πλαίσιο των νέων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η Έκθεση, που θα υποβάλλεται κάθε Απρίλιο, καθορίζει τα ανώτατα όρια πρωτογενών δαπανών για κάθε κράτος-μέλος.
Για την Ελλάδα, το «ταβάνι» ορίζεται στο 3,6% του ΑΕΠ, με δυνατότητα για επιπλέον «ανάσες» χάρη στο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα του 2025 και στα πρόσθετα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Στην ίδια συγκυρία, η Αθήνα υπέβαλε χθες 29/4 και αίτημα για την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής των αμυντικών δαπανών, διεκδικώντας την εξαίρεσή τους από τον υπολογισμό του ελλείμματος. Η τελική απόφαση της Κομισιόν αναμένεται τον Ιούλιο, αφού προηγηθούν οι σχετικές συστάσεις στα μέσα Ιουνίου. Σύμφωνα με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, Κυριάκο Πιερρακάκη, μόνο για το 2026 η ρήτρα δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο ύψους 600 εκατ. ευρώ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα σχεδιαστούν οι φοροελαφρύνσεις που θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο.
Στον «πυρήνα» του πακέτου βρίσκονται μειώσεις φορολογικών συντελεστών για τη μεσαία τάξη, ελαφρύνσεις για τους ιδιοκτήτες ακινήτων —με μείωση ή ακόμη και κατάργηση του ΕΝΦΙΑ στην πρώτη κατοικία— παρεμβάσεις στην κλίμακα των ενοικίων και «κούρεμα» στα τεκμήρια διαβίωσης και τις ασφαλιστικές εισφορές.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου επισημαίνουν ότι αποτίμηση των διαθέσιμων πόρων θα γίνει τους επόμενους μήνες, όταν θα υπάρχει καθαρή εικόνα για τις επιδόσεις του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την πορεία του προϋπολογισμού.
Η χρηματοδοτική «δύναμη πυρός» εκτιμάται ότι θα φτάσει τουλάχιστον τα 2 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την Έκθεση Προόδου, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να κινείται με υψηλές ταχύτητες και το 2026, με ρυθμό κοντά στο 2%, από 2,3% το 2025.
Καταλυτικό ρόλο θα διαδραματίσει το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο αναμένονται κεφάλαια άνω των 6 δισ. ευρώ, μέσω επιχορηγήσεων και δανείων.
Ωστόσο, η Έκθεση δεν παραβλέπει τους εξωτερικούς κινδύνους.
Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ–ΕΕ, οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή και ο κίνδυνος φυσικών καταστροφών ενδέχεται να φρενάρουν τη δυναμική της ανάπτυξης και να προκαλέσουν ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, επιβραδύνοντας την αναμενόμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Αντίθετα, αν τα οφέλη από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, την αποκλιμάκωση των επιτοκίων και τα τουριστικά έσοδα ξεπεράσουν τις εκτιμήσεις, τότε η οικονομία μπορεί να κινηθεί σε τροχιά υψηλότερης ανάπτυξης.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των πρωτογενών δαπανών. Σε δεύτερη μοίρα τίθεται το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο πάντως αναμένεται να αυξηθεί από 2,4% στο 3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις πρώτες προβολές του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τοποθετεί το πλεόνασμα ακόμη υψηλότερα, στο 3,2% του ΑΕΠ.