Τα τελευταία δυο έτη διαπιστώνεται σημαντικότατη αύξηση του ποσοστού των δικαστικών αποφάσεων (Πρωτοδικείων και Εφετείων), με τις οποίες οι Δικαστές, καλούμενοι να κρίνουν επί των πράξεων, που διενεργούνται κατά των δανειοληπτών, εκ μέρους των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers), προχωρούν στη διάγνωση της μη νομιμότητας των επικαλούμενων μεταβιβάσεων απαιτήσεων και αναθέσεων διαχείρισης. Αυτό συμβαίνει, λόγω της παραβίασης των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου και δημόσιας τάξης, οι οποίες διέπουν τις εν λόγω μεταβολές, ακυρώνοντας, τόσο εκδοθείσες διαταγές πληρωμής, όσο και πράξεις αναγκαστικής είσπραξης (κατασχέσεις κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων).
Χαρακτηριστική περίπτωση σταθερής και πάγιας δικαιοδοτικής κρίσης, ως προς την υποχρέωση των funds και των servicers να τηρούν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, για το υποστατό και νόμιμο των επικαλούμενων τιτλοποιήσεων, αποτελεί αυτή ξενοδοχειακής επιχείρησης, η οποία άσκησε εγκαίρως και με πληρότητα από το αρχικό δικόγραφο της ανακοπής, σειρά λόγων ανακοπής κατά του fund και της διαχειρίστριας εταιρείας «CEPAL HELLAS AE».
Αρχικά, έγιναν δεκτά τα ασφαλιστικά μέτρα κατά πράξεων εκτέλεσης και πλειστηριασμού του άρθρου 973 ΚΠολΔ, κατά του fund και της διαχειρίστριας εταιρείας για λόγους αοριστίας, απροσδιοριστίας και, κατά συνέπεια, ακυρότητας του παραρτήματος της τιτλοποίησης των απαιτήσεων, που προσκόμισε ο servicer και ανεστάλη ο πλειστηριασμός του εμβληματικού ξενοδοχείου.
Ο servicer, παρά ταύτα, κοινοποίησε νέα επιταγή και επέσπευσε εκ νέου τη συνέχιση του ίδιου, ως άνω, πλειστηριασμού. Το Πρωτοδικείο Καλαμάτας, προχωρώντας ακόμα περισσότερο στον έλεγχο των λόγων της ασκηθείσας ανακοπής, όχι μόνο δέχθηκε την άνω ακυρότητα, αλλά έκρινε ως άκυρη τη συνέχιση του πλειστηριασμού και για έναν επιπλέον λόγο, αυτόν της μη απόδειξης της νομιμοποίησης του servicer, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησής του, μη κρίνοντας αναγκαία την κρίση του και επί των λοιπών προβληθέντων λόγων ανακοπής, εφόσον ήδη είχε κριθεί ως άκυρη η διαδικασία.
Στην κατ’ έφεση δίκη που ακολούθησε, το Εφετείο Καλαμάτας, στην εκ νέου εξέταση των λόγων της ανακοπής, όχι μόνο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, αλλά προχώρησε και στον έλεγχο των λόγων ανακοπής επί της επικαλούμενης σύμβασης πώλησης – μεταβίβασης, λόγω τιτλοποίησης του Ν. 3156/2003 και δέχθηκε, ότι πάσχει από ακυρότητα και η πώληση – μεταβίβαση του δανείου προς το αλλοδαπό fund.
Το Εφετείο διαπίστωσε το ανυπόστατο, ανύπαρκτο και σε κάθε περίπτωση μη αποδεικνυόμενο της επικαλούμενης σύμβασης πώλησης – μεταβίβασης και ανάθεσης διαχείρισης, που επικαλείτο η εταιρεία διαχείρισης στην κρινόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και επιταγή πληρωμής.
Είχε προηγηθεί η έκδοση τριών δικαστικών αποφάσεων κατά πράξεων του ίδιου fund και servicer, εναντίον της εντολέα μας, στις οποίες και αναφέρονταν η ίδια ιστορική και νομική βάση ως προς την νομιμοποίηση τους.
Δηλαδή, με την ασκηθείσα ανακοπή είχαν προβληθεί δέκα λόγοι ανακοπής και το Δικαστήριο προχώρησε στην ακύρωση των πράξεων, κρίνοντας αποκλειστικά επί των τριών λόγων, που αφορούσαν την νομιμότητα της ανάθεσης διαχείρισης, επισημαίνοντας ότι, λόγω της κρισιμότητάς τους, παρέλκει η εξέταση των λοιπών ισχυρισμών.
Αφού η εταιρεία διαχείρισης προχώρησε σε άσκηση έφεσης κατά της άνω απόφασης, κλήθηκε το Εφετείο να αποφασίσει επί των ενστάσεων της και της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, με το τελευταίο, ως αναφέρθηκε ήδη, να επικυρώνει την απόφαση του Πρωτοδικείου, δεχόμενο ότι δεν έχει αποδειχθεί, τόσο η ανάθεση της διαχείρισης, όσο και η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης, καθότι, ως τεκμηριώθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα έγγραφα, που συντάχθηκαν από το fund και τη servicer, πάσχουν από ακυρότητα και δεν επάγουν έννομες συνέπειες, λόγω μη τήρησης των διατάξεων του νόμου.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές, ότι τα Δικαστήρια, ως οφείλουν στα πλαίσια του δικαιοδοτικού τους έργου και σύμφωνα με τις Συνταγματικές τους αρμοδιότητες, ελέγχουν την τήρηση των διατάξεων του νόμου, με τις ακυρότητες, ως προς τις επικαλούμενες μεταβιβάσεις και αναθέσεις διαχείρισης, να διαπιστώνονται σε κάθε στάδιο δίκης και να μην δύναται να θεραπευτούν και να ξεπεραστούν, παρά τις συνεχείς και επίμονες πιέσεις των servicers. Έτσι και στη συγκεκριμένη υπόθεση, το κάθε δικαιοδοτικό όργανο προχωρούσε ακόμα πιο βαθιά, ως προς τον έλεγχο των πράξεων και διαπίστωνε περαιτέρω πλημμέλειες και ακυρότητες, επί της επικαλούμενης νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης, δικαιώνοντας, εν τέλει, κατ’ εξακολούθηση τον δανειολήπτη.