Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών εκπροσωπήθηκε στην 39η Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος από το μέλος του Δ.Σ. Χρήστο Κακλαμάνη

Η ομιλία του


Η απονομή δικαιοσύνης είναι έργο ιερό, πραγματικό λειτούργημα, το οποίο απαιτεί, περισσότερο ακόμα και από γνώση και κατάρτιση, πάνω από όλα νηφαλιότητα, οξύνοια, προσήλωση, δύναμη χαρακτήρα και ανθρωπιά. Είναι, νομίζω, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Δικαιοσύνη, και ιδιαίτερα η ποινική δικαιοσύνη, δεν μπορεί να απονέμεται εν θερμώ, ούτε με την ματιά στραμμένη σε ο,τιδήποτε άλλο πέραν της ουσιαστικής αλήθειας κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Για λόγους που όλοι αντιλαμβανόμαστε και υπηρετούμε, και ιδιαίτερα εσείς ως εισαγγελικοί λειτουργοί.

Το σύστημα απονομής της ποινικής μας δικαιοσύνης, συνεπώς, δεν είναι κατάλληλο για να λειτουργεί ως δοχείο υπό πίεση, είτε αυτή είναι εξωτερική, είτε εσωτερική.

Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία χρόνια, η πίεση αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.

Πιέσεις στην Δικαιοσύνη βέβαια πάντα υπήρχαν, είτε από πολιτικά, είτε από επιχειρηματικά συμφέροντα, κάτι που όμως δεν εμπόδιζε και δεν εμποδίζει την συντριπτική πλειονότητα των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών να εκπληρώνει ευόρκως τα καθήκοντά της.

Αυτό όμως που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και έχει οδηγήσει σε μια πραγματική καταιγίδα αλλεπάλληλων νομοθετικών παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι η προσθήκη της μιντιακής πίεσης: Της πίεσης που ασκούν τόσο τα μέσα ενημέρωσης, όσο και τα κοινωνικά δίκτυα, η οποία, αν και πάντα υπήρχε, στην εποχή μας έχει λάβει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Η παραπληροφόρηση, ηθελημένη ή μη, διαδίδεται πλέον ταχύτατα, χωρίς αντιστάσεις και χωρίς φίλτρα στην κοινή γνώμη και καθορίζει πολιτικές συμπεριφορές, προκαλεί κοινωνικές αντιδράσεις και διαμορφώνει πολιτικούς συσχετισμούς, φτάνοντας ακόμα και να θέτει, δυστυχώς, την νομοθετική ατζέντα.

Το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού, της εργαλειοποίησης δηλαδή του ποινικού δικαίου για την αποκομιδή πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους και τον κατευνασμό της μιντιακής σφαίρας, αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για την ποινική δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου. Η ατέρμονη νομοθετική πλειοδοσία, κακοφωνία και πολυπραγμοσύνη σε σχέση με τους Κώδικες, αυξάνει την πίεση στην ποινική Δικαιοσύνη και δυσχεραίνει το έργο των λειτουργών της. Πολύ περισσότερο όταν γίνεται βιαστικά και πρόχειρα, χωρίς νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, χωρίς επιτροπές παρακολούθησης της εφαρμογής των ρυθμίσεων και χωρίς την συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων και των δικηγορικών συλλόγων, δηλαδή των εκπροσώπων όλων εκείνων, που θα κληθούν να εφαρμόσουν τις νέες διατάξεις.

Ειδικά μετά την εισαγωγή των νέων Κωδίκων το 2019, κατά τα πέντε τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί ένας κατακλυσμός ρυθμίσεων και τροποποιήσεων, που καθιστά ενίοτε δυσχερές ακόμα και να διαπιστωθεί ποια διάταξη είναι σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέα. Είναι δε τέτοια η ταχύτητα και η προχειρότητα, ώστε ορισμένες διατάξεις τροποποιούνται ή συμπληρώνονται ακόμα και 2 μήνες μετά την θέσπισή τους, όπως συνέβη λ.χ. με διατάξεις του Ν. 5090/24. Η ποινική δίκη όμως δεν είναι φτιαγμένη και δεν πρέπει να κινείται με ρυθμούς social media, ούτε με όρους δημοσκοπήσεων.

Η δε λεγόμενη «αυστηροποίηση», ας μου επιτραπεί να πω, παραδοσιακά όπου εφαρμόστηκε δεν είχε καμία ουσιαστική επιρροή στην πρόληψη της εγκληματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του εγκλήματος του εμπρησμού δασών, το οποίο έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί (τελευταία το 2022 και φέτος), ώστε πλέον να επαπειλούνται κυριολεκτικώς δρακόντειες ποινικές και περιουσιακές κυρώσεις, χωρίς βέβαια αυτό να έχει οποιαδήποτε επιρροή, στατιστικά, στον αριθμό των πυρκαγιών τόσο πέρσι, όσο και φέτος. Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για τα θανατηφόρα τροχαία, παρά την ορθή, οφείλω να πω, εισαγωγή του εγκλήματος της επικίνδυνης οδήγησης.

(ορθή ως προς την αρχική εισαγωγή της διάταξης, όχι όμως ως προς την αλόγιστη επέκταση)

Η αυστηροποίηση προϋποθέτει έναν μοντέλο δράστη που εμφανίζεται εξαιρετικά σπάνια στην πράξη: Εκείνον που πριν εγκληματήσει, σταθμίζει προσεκτικά τη σχέση κόστους / οφέλους και προχωρά. Η πραγματικότητα είναι ότι ελάχιστοι εγκληματούν αναμένοντας να συλληφθούν και ακόμα λιγότεροι έχουν ασχοληθεί με νομικά ζητήματα της μελλοντικής τους αντιμετώπισης. Η λεγόμενη γενική πρόληψη είναι, αν όχι μύθος, τουλάχιστον αναποτελεσματική συγκρινόμενη με άλλα μέτρα, όπως είναι (για να θυμηθούμε εμπρησμούς και τροχαία) η καλύτερη επίβλεψη των δασών και των δρόμων μας με τεχνικά και ανθρώπινα μέσα. Έτσι τουλάχιστον γίνεται αλλού. Αλλά αυτά απαιτούν πόρους και συντονισμένη δράση και δεν μπορούν να θεσπιστούν με ένα νόμο και ένα άρθρο – έχουν ενίοτε δε και πολιτικό κόστος.

Το ίδιο ισχύει και για την αυξανόμενη παραβατικότητα των ανηλίκων. Η επέκταση με τον Ν. 5090/24 του μέτρου του εγκλεισμού σε φυλακές ανηλίκων ακόμα και σε μη βίαια αδικήματα που θα αποτελούσαν κακουργήματα αν τα είχε διαπράξει ενήλικος, δεν πρόκειται να προσφέρει τίποτε στην αντιμετώπιση της σχολικής και εξωσχολικής βίας.

Στο άλλο φλέγον θέμα, αυτό της ενδοοικογενειακής βίας, αν αληθεύουν όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει ρυθμίσεις πρωτοφανείς και καταφανώς αντίθετες στην ΕΣΔΑ. Η προσωρινή κράτηση ως βασικό μέτρο «κανόνας», ακόμα και στα πλημμελήματα, η διεξαγωγή δικών χωρίς την παρουσία του καταγγέλλοντος μέρους (δηλαδή χωρίς την δυνατότητα του κατηγορούμενου να αντιμετωπίσει τον κατήγορό του) και άλλα που έχουν ακουστεί, είναι βέβαιο ότι βρίσκονται εκτός των αρχών του φιλελεύθερου κράτους δικαίου.

Όπως είναι βέβαιο, για όποιον έχει ποτέ χειριστεί σκληρές ενδοοικογενειακές αντιδικίες, τόσο αστικές, όσο και ποινικές, ότι θα καταστήσουν τον εισαγγελέα οικογενειακό δικαστή και την ποινική δικαιοσύνη πεδίο σύρραξης, ψευδών καταγγελιών, ακόμα και εκβιασμών ανάμεσα στους διαδίκους, όταν πλέον το διακύβευμα θα είναι τόσο υψηλό. Όσοι έχουμε χειριστεί τέτοιες υποθέσεις μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τι θα συμβεί στα δικαστήριά μας όταν μια απλή γραπτή καταγγελία θα μπορεί να οδηγήσει κατευθείαν στη φυλακή τον φερόμενο ως δράστη με όλες τις συνέπειες που αυτό θα έχει στις συναφείς αστικές δίκες περί διατροφής, επιμέλειας, επικοινωνίας κλπ.

Ποια είναι η εσωτερική συνοχή και λογική ενός συστήματος, που επιφυλάσσει βαρύτερη αντιμετώπιση σε ένα ενδοοικογενειακό πλημμέλημα σε σχέση με τα περισσότερα κακουργήματα (τουλάχιστον όσα τιμωρούνται με πλαίσιο 5-10);

Εξίσου παράλογη και αντίθετη με την νομική μας παράδοση είναι η σχεδιαζόμενη εισαγωγή (απευθείας από τις ΗΠΑ) του παθόντος στην διαδικασία της έκτισης της ποινής και της υφ’ όρον απόλυσης. Με ποια λογική ο διάδικος που στην δίκη έχει λόγο μόνο ως προς την ενοχή και όχι ως προς την ποινή (και σωστά) θα έχει λόγο ως προς την διάρκεια και τους όρους έκτισής της; Και με ποιες πληροφορίες; Μπορεί να ξέρει πώς συμπεριφέρθηκε ο καταδικασθείς στην φυλακή; Όχι βέβαια. Απλά θα οδηγηθούμε στην υπενθύμιση και εκ νέου αξιολόγηση, ανεπίτρεπτη διπλή αξιολόγηση, των ίδιων περιστατικών που κρίθηκαν και οδήγησαν στην καταδίκη και στο ύψος της ποινής, πράγμα που θα δυσχεράνει ουσιωδώς και το έργο των συμβουλίων.

 

Ο ποινικός λαϊκισμός δεν είναι η λύση. Το να εισάγουμε άκριτα και αποσπασματικά κομμάτια άλλων εννόμων τάξεων στο δίκαιό μας και μάλιστα εννόμων τάξεων που καμία σχέση δεν έχουν με τη δική μας, επίσης δεν είναι η λύση. Το να μετατρέψουμε την ποινική δικαιοσύνη σε άγρια δύση δεν θα μειώσει την βία γύρω μας, αλλά θα την αυξήσει.

Φαλκιδεύοντας τα δικαιώματα των κατηγορουμένων δεν εξυπηρετούμε τα δικαιώματα των θυμάτων, όπως κάποιοι εσφαλμένα πιστεύουν. Δεν πρόκειται για παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπως παρουσιάζεται: μπορούμε και οφείλουμε να τα προστατεύσουμε αμφότερα. Άλλωστε έχουν τεθεί για όλους μας και για όσους μπορεί να βρεθούν κάποτε σε αυτή τη θέση.

Καθιστώντας την ποινική δίκη πεδίο ικανοποίησης μιας μανιχαϊστικής αντίληψης ανταπόδοσης και εκδίκησης δεν εξυπηρετούμε τίποτε, ούτε την ασφάλεια των πολιτών, ούτε φυσικά το κράτος δικαίου, παρά μόνο μια πρόσκαιρη ικανοποίηση των βασικότερων ενστίκτων της κοινωνίας, χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα για την ευημερία και την ασφάλειά της.

Για αυτό πρέπει να σταθούμε εμπόδιο στον ποινικό λαϊκισμό, τόσο εσείς, όσο και εμείς. Εμείς ως δικηγορικοί σύλλογοι πρέπει να είμαστε ακόμα περισσότερο αυστηροί στην πειθαρχική μας διαδικασία απέναντι στους δικηγόρους, μικρή μειοψηφία, που μας δυσφημεί όλους και που ευτελίζει την ποινική δίκη στα τηλεπαράθυρα.

+++

Κλείνοντας, μια τελευταία σκέψη για το θέμα των προστατευόμενων μαρτύρων: Νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε πως δεν μπορεί να υπάρξει καταπολέμηση της διαφθοράς χωρίς αυτούς. Εκ των πραγμάτων, οι μόνοι που συνήθως έχουν στοιχεία, βρίσκονται μέσα στα συστήματα διαφθοράς. Αναρωτιέμαι, μετά τις τελευταίες εξελίξεις με την  άρση της προστασίας των γνωστών μαρτύρων, ποιος θα εμπιστευθεί ξανά την ελληνική πολιτεία και δικαιοσύνη για να δώσει στοιχεία. Αναρωτιέμαι επίσης γιατί δεν μπορούμε να εισάγουμε το νομικό πλαίσιο που υπάρχει σε όλη την Ευρώπη αλλά αντιθέτως έχουμε τόσο δυσχερείς προϋποθέσεις για να υπαχθεί κάποιος στο καθεστώς προστασίας.

Για όλα τα πιο πάνω θέματα, αναμένω η θέση των Ελλήνων εισαγγελέων να είναι σαφής και ξεκάθαρη. Πρέπει να λάβετε θέση τολμηρά και δημόσια γιατί η ποινική δίκη είναι το δικό σας πεδίο, όπως και το δικό μας. Είναι το κοινό μας σπίτι.

Από την πλευρά του, το δικηγορικό σώμα, τιμώντας τις παραδόσεις του, θα συνεχίσει να υπερασπίζεται το κράτος δικαίου και το κύρος της Δικαιοσύνης απέναντι σε κάθε προσπάθεια ευτελισμού τους στο βωμό του πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους. Σε αυτή την προσπάθεια υπεράσπισης της Δίκαιης Δίκης δεν πιστεύουμε ότι θα μείνουμε μόνοι. Είμαστε βέβαιοι ότι θα σταθούμε μαζί με όλους τους συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης και με εσάς. Ακόμα όμως και αν εντέλει μείνουμε μόνοι, εμείς θα επιμείνουμε να μαχόμαστε απέναντι στον ποινικό λαϊκισμό, αναλαμβάνοντας πρόθυμα και το αναλογούν πολιτικό κόστος.