Άρθρο του Μιχάλη Καλογήρου:
Τη μεγάλη χαρά του δημοκρατικού κόσμου για την ιστορική καταδίκη των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, το «τείχος της Δημοκρατίας», ράγισε την επόμενη μέρα, αφού η κυβέρνηση και η συμπολίτευση προσχώρησαν, πριν καν ανακοινωθεί η απόφαση επί των ποινών, στην υλοποίηση ενός σχεδίου συνειδητής παραπληροφόρησης σχετικά με τις ποινές που θα επιβάλλονταν στους καταδικασθέντες και σχετικά με τις προθέσεις εκείνων που προώθησαν την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα .
Ήδη, η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ στο αντιφασιστικό κίνημα μας προφυλάσσει έναντι τέτοιων κατηγοριών. Αντίθετα, το ποιες πολιτικές ενίσχυσαν την Χρυσή Αυγή∙ το πώς υποστηριζόταν το απαράδεκτο σχήμα των «δύο άκρων» και η άποψη για την ανάγκη μιας «σοβαρής Χρυσής Αυγής» ή, πρόσφατα, το πως έλαβε ένα φιλί ζωής στα συλλαλητήρια των πατριδοκάπηλων που αντιδρούσαν κατά της «ιστορικής συμφωνίας» των Πρεσπών, είναι γνωστά. Αν ζούσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης θα μιλούσε για εκείνους που «με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν να βρούν λεκέδες στη δική σου».
Όμως, και η διαδικασία και οι αρχές που τηρήσαμε κατά την αλλαγή του ποινικού κώδικα επιτρέπουν να μην φοβόμαστε καμία κριτική ως προς τα ζητήματα τήρησης των αρχών της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας. Κατ’ αρχάς, τηρήθηκε η διαδικασία εκπόνησης και ψήφισής του ως κώδικα. Με νόμο θεσπίστηκε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που αποτελούνταν από κορυφαίους νομικούς της χώρας, που όλοι ήταν εκπρόσωποι δικαστικών ενώσεων, νομικών σχολών, της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων. Εργάστηκαν πάνω στα σχέδια ανάλογων επιτροπών που λειτουργούσαν πριν το 2015. Συνολικά η εκπόνηση του σχεδίου νέου Ποινικού Κώδικα διήρκεσε πάνω από 10 χρόνια.
Ο νέος ποινικός κώδικας ψηφίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι ενιαία και στο σύνολο ως ένα άρθρο, όπως ακριβώς προβλέπει το Σύνταγμα. Κι αυτό γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις τον τελευταίο λόγο τον έχει η ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή -που δεν αποτελούνταν από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-η οποία, έχει δικαίωμα να ενσωματώσει μόνο τις παρατηρήσεις της δημόσιας διαβούλευσης και μόνο εφόσον συμφωνεί. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης παραλαμβάνοντας το πόρισμά της οφείλει να το νομοθετήσει χωρίς καμία περαιτέρω αλλαγή. Το σχέδιο του νέου ΠΚ παραδόθηκε τον Αύγουστο του 2017. Μόλις, μετά τον Σεπτέμβριο του 2018 η κυβέρνηση ανέλαβε να επισπεύσει δημόσια διαβούλευση και να αναμετρηθεί με τις παρατηρήσεις των πολιτών, αλλά και με σθεναρές αντιρρήσεις και απόψεις της Επιτροπής.
Ειδικά, στα ζητήματα των εγκληματικών οργανώσεων η Επιτροπή υποχώρησε από τις αρχικές θέσεις της βάσει των οποίων προέβλεπε πρόσθετες προϋποθέσεις («επιδίωξη οικονομικού οφέλους») για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης και τη μετατροπή της διεύθυνσης της από αυτοτελές έγκλημα σε απλή επιβαρυντική περίσταση∙ προβλέψεις που θα επιδρούσαν καθοριστικά στη δίκη, όπως και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε τότε δημόσια. Έτσι, υπό το νέο ποινικό κώδικα το πλαίσιο για τις εγκληματικές οργανώσεις είναι βαρύτερο, αφού αυτές τιμωρούνται όταν επιδιώκουν την τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος, ενώ πριν προβλεπόταν κατάλογος περιορισμένων κακουργημάτων. Επίσης, το ελαφρυντικό που χορηγούνταν σε οργανώσεις που είχαν μεν συγκροτηθεί, αλλά δεν είχαν τελέσει καμία εγκληματική πράξη, καταργήθηκε. Οι ποινές που απειλούνται για την ένταξη σε αυτές και τη διεύθυνσή τους είτε παραμένουν ίδιες, είτε συνιστούν τις υψηλότερες απειλούμενες με βάση το νέο ΠΚ. Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων απαιτούσε βάση του Συντάγματος αμετάκλητη ποινική απόφαση. Με το νέο ποινικό κώδικα αντικαταστάθηκε από την έκπτωση από τα δημόσια αξιώματα και το ζήτημα παραπέμφθηκε στη θέσπιση κωλυμάτων εκλογιμότητας βάσει της ειδικής εκλογικής νομοθεσίας που με ευχέρεια μπορεί να το λύσει.
Το γενικό πνεύμα του νέου ΠΚ παραμένει φιλελεύθερο. Υπό την ισχύ του επήλθε εξορθολογισμός των ποινών, με ποινές «έξυπνες» και «ειλικρινείς». Όπου συνέβησαν ελαφρύνσεις, αφορούν όλα τα εγκλήματα, όπως ζητούσε η Ειδική Έκθεση για το σωφρονιστικό σύστημα στην Ελλάδα του Συμβουλίου της Ευρώπης (Μάρτιος 2019). Άλλωστε, ενώ η ποινή της αρχικά απειλούμενης ποινής έγινε πιο επιεικής, η ποινή που εντέλει επιβάλλεται εκτίεται, πάντως, στα αλήθεια. Για παράδειγμα, εκτίεται πραγματικά μέρος 2/5 της ποινής για να μπορέσει ο καταδικασθείς να τύχει υφ’ όρον απόλυσης, ενώ με τον παλαιό ΠΚ αρκούσε το 1/3. Αντίστοιχα, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης ο ελάχιστος χρόνος ανήλθε από τα 15 στα 16 χρόνια.
Οφείλουμε σταθερά να υπερασπιζόμαστε ό,τι μας διακρίνει ως κοινωνία από τον φασισμό. Η αναλογικότητα και οι εγγυήσεις που παρέχει το κράτος δικαίου είναι το σύνορο που μας χωρίζει. Νομοθετήσαμε, λοιπόν, χωρίς καμία ενοχή και χωρίς κανένα φόβο πολιτικού κόστους, με μόνο κριτήριο το ότι ο νέος ΠΚ ικανοποιεί καλύτερα από τον προηγούμενο αυτές τις βασικές αρχές για τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Αυτές τις ώρες, αναμένοντας την ολοκλήρωση της δίκης, οφείλουμε να είμαστε νηφάλιοι, να σταθούμε με σεβασμό στα θύματα της ναζιστικής οργάνωσης και στους νομικούς παραστάτες τους και να επιδείξουμε σεβασμό στους Δικαστές που έφεραν σε πέρας μια τόσο επίπονη διαδικασία.»
*Ο Μιχάλης Καλογήρου είναι διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και τέως υπουργός Δικαιοσύνης
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή»