Τα προπαγανδιστικά βίντεο της εποχής μας παρουσιάζουν έναν περιποιημένο στρατό, φρεσκοξυρισμένο και καλοντυμένο, να χαμογελά ενώ μπαίνει στα τρένα για να φύγει για το μέτωπο. Αυτό μάθαμε από μικρά παιδιά στις σχολικές μας γιορτές: «Με το χαμόγελο στα χείλη, παν οι φαντάροι μας μπροστά».
Αυτό δεν είναι ακόμα ένα κείμενο που έρχεται να χαϊδέψει τις χορδές ενός καλοκουρδισμένου αφηγήματος, αλλά έχει σκοπό να σκίσει την επιφάνεια και να μπει βαθύτερα, κάτω από το δέρμα της ιδέας του πολέμου και, πιο συγκεκριμένα, του ελληνικού έπους του ’40. Στην εποχή μας και στη χώρα μας, ευτυχώς, μεγαλώνουν γενιές που γνωρίζουν μόνο την ειρήνη στον γεωγραφικό χώρο που διαβιούν, και οι εικόνες που έχουν για τον πόλεμο είναι μόνο οι μακρινές ηρωικές ιστορίες γενναιότητας: η αυταπάρνηση, οι άθλοι, η δόξα και η νίκη. Ενώ οι σύγχρονες εικόνες που λαμβάνουμε μέσα από τις τηλεοράσεις για τον πόλεμο, με εκκίνηση την επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» του πολέμου του Κόλπου το 1991, που αποτέλεσε τον πρώτο πόλεμο σε απευθείας μετάδοση, είναι εικόνες που θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό βιντεοπαιχνίδι, δείχνοντας χτυπήματα και αποτελέσματα των χτυπημάτων αλλά όχι την πραγματική φρίκη του πολέμου. Έτσι, τείνουμε να τοποθετούμε τον πόλεμο σε ένα ηρωικό πλαίσιο που σχεδόν αγγίζει τη σφαίρα του μεταφυσικού πολλές φορές.
Ας μπούμε για λίγο, λοιπόν, στη θέση ενός πολεμιστή του «Έπους του ’40». Μία κουραμάνα ψωμί ανά τέσσερα άτομα κι ένα κύπελλο άβραστα φασόλια, τα οποία, σαφώς στο πλαίσιο του πολέμου, είναι αδύνατο να ανάψεις φωτιά για να βράσεις. Νερό πουθενά, και μοναδική ευκαιρία το νερό που μαζεύεται στους κρατήρες που ανοίγουν οι οβίδες, το οποίο είναι λερωμένο με λάσπη και αίμα, και οι αγωνιστές πρέπει να το φιλτράρουν όπως μπορούν με ιατρικές γάζες για να μπορέσουν να πιουν λίγο. Βεβαίως, έχουμε τις ιστορίες για τις Ηπειρώτισσες γυναίκες που κατέβαλαν τον δικό τους αγώνα για να στηρίξουν με εφόδια τους πολεμιστές, αλλά αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετό. Έτσι, μπορεί να περνούσαν ακόμα και ολόκληρες εβδομάδες χωρίς τροφή, μετατρέποντας την πολεμική διαδικασία για όλους εκείνους σε έναν πραγματικό αγώνα επιβίωσης.
Από την άλλη, είχαν να αντιμετωπίσουν το ψύχος. Και αυτό πώς; Με σκισμένες στολές, με τα γόνατα έξω, και με τρύπιες αρβύλες, με τις αναφορές να μιλούν για 25.000 Έλληνες στρατιώτες που είχαν υποστεί κρυοπαγήματα. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι ψείρες που κατέτρωγαν τα κορμιά τους, οι οποίες στην πραγματικότητα αποτέλεσαν και εχθρό και σύμμαχο, αφού ήταν τόσες πολλές που δεν τους άφηναν ποτέ να κοιμηθούν πιο βαθιά. Έτσι, ενώ ήταν βρεγμένοι και παγωμένοι, δεν πέθαναν από το κρύο.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αμύνονταν υπέρ πίστεως και πατρίδος, με μόνο σκοπό να πετάξουν «τις λεγεώνες του Καίσαρα» στη θάλασσα.
Στις 19 Ιανουαρίου 1941, ο Μουσολίνι συναντά τον Χίτλερ στο Σάλτσμπουργκ για να τον καθησυχάσει και υπόσχεται ότι μέχρι το τέλος Μαΐου θα έχει πάρει όλη την Ελλάδα. Τότε ξεκινά και η σκληρότερη μάχη που έλαβε χώρα μέχρι τότε, η εαρινή αντεπίθεση των Ιταλών, και οι πολεμιστές μας στο ύψωμα 731 έρχονται να γράψουν ένα μεγάλο έπος μέσα στο έπος.
Πάνω από 100.000 βλήματα πέφτουν στο ύψωμα 731. Μέρα και νύχτα, πέτρες και δέντρα τινάζονται παντού. Οι εικόνες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι αγωνιστές, νέα παιδιά που πολεμούσαν για την πατρίδα τους, είναι κορμιά που κομματιάζονται, πτώματα πρησμένα, σώματα ξεκοιλιασμένα και αίμα. Πολλοί σβήνουν στα χέρια των συντρόφων τους, με αρκετούς από τους υπερασπιστές του υψώματος να οδηγούνται ακόμα και στην τρέλα από το φρικιαστικό σκηνικό.
Οι Ιταλοί εφορμούν φωνάζοντας: «Αβάντι περ Ντούτσε!», και οι φωνές τους σβήνουν στο ύψωμα. Τα ελληνικά πολυβόλα ξερνούν μολύβι και καίγονται, οι κάννες πυρώνουν και οι μαχητές τις κατουράνε για να τις κρυώσουν. «Τις πουτάνες τους Ιταλούς θα τους ρίχνετε όταν φτάνουν στα 40 μέτρα», λέει κάποιος αξιωματικός. Ο Μουσολίνι, πολύ κοντά στο θέατρο των επιχειρήσεων, παρακολουθεί αυτοπροσώπως τις ανθρωποθυσίες του, γράφουν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο φασισμός τσακίζεται στη χαράδρα του θανάτου!
Τώρα, θρίαμβος.
84 χρόνια μετά, θυμόμαστε και τιμούμε τον αγώνα αυτό. Παρελάσεις, μεγάλα λόγια πολιτικών που ερεθίζουν το λαϊκό πατριωτικό αίσθημα, και ρηχές σχολικές γιορτές που γονείς και δάσκαλοι συνήθως κάνουν διαδικαστικά και αντιμετωπίζουν με βαρεμάρα. Ιστορικά βιβλία παρουσιάζουν επιφανειακά μια ιστορία που έχει απωλέσει την ανθρώπινη τραγωδία και τη φρίκη του πολέμου. Μια ιστορία που παρουσιάζει το αποτέλεσμα αλλά όχι τη σκληρή πραγματικότητα που οδήγησε στο έπος.
Θέλω να κρατώ στο νου μου την πείνα, τις τρύπιες αρβύλες, τα κουρελιασμένα ρούχα, τις ψείρες, τα κρυοπαγήματα, την τρέλα, τις κατουρημένες κάνες των πολυβόλων, τα διαμελισμένα πτώματα, τις βρισιές, τις κραυγές, τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που έγιναν θηρία, τα θηρία που έγιναν ήρωες.Αυτή η αλήθεια, η αφιλτράριστη, είναι που οφείλει να μας γεμίζει με μεγαλύτερη περηφάνια για το πώς κατακτήθηκε το «έπος» αλλά και για το ποια είναι η πραγματική υπόσταση του πολέμου. Να είμαστε σε θέση να τοποθετούμε τον πόλεμο στη θέση που του αρμόζει και όχι σε ένα ράφι με πολυπόθητα τρόπαια.