Από τον Άγγελο Τσιρώνη, προπτυχιακό φοιτητή της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ*


Σημαντικές αλλαγές έρχονται στον τομέα της δικαιοσύνης στην Ελληνική έννομη τάξη με τον νέο δικαστικό χάρτη που εισαγάγει το υπουργείο δικαιοσύνης αλλά και με τις νέες αλλαγές στον ποινικό κώδικα και στον κώδικα ποινικής δικονομίας. Ήταν πίσω στο μακρινό 1911, όταν για πρώτη φορά, ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος προσπάθησε να πετύχει την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την κατάργηση των ειρηνοδικείων και την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα των πρωτοδικείων. Η ποινική δικονομία αλλάζει ριζικά από το 1951, όταν τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά, ενώ οι αλλαγές στον ποινικό κώδικα ανατρέπουν μια αντίληψη των τελευταίων 50 χρόνων της μεταπολίτευσης, ότι κοιτάζοντας όλη την ώρα τα δικαιώματα των εγκληματούντων ξεχάσαμε τα δικαιώματα των θυμάτων, καθώς με το σύστημα που είχε υιοθετήσει η ελληνική έννομη τάξη ήταν πολύ πιο εύκολο κάποιος να αθωωθεί ή να αφεθεί ελεύθερος πρόωρα παρά να εκτίσει την ποινή του. Στο παρόν άρθρο ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην τροποποίηση του ποινικού κώδικα, όπου οι τροποποιηθείσες διατάξεις αφορούν κυρίως το τμήμα της ποινολογίας, δηλαδή τον τρόπο επιβολής, την διάρκεια και την έκτιση των ποινών, ενώ λόγος θα γίνει και για μερικές διατάξεις του ειδικού μέρους.

Πριν αναλυθούν οι τροποποιήσεις των άρθρων του ποινικού κώδικα χρήσιμο είναι να γίνει μια ανάλυση της έννοιας και του σκοπού των ποινικών κυρώσεων. Ως κύρωση νοείται μια αντίδραση σε μια αποκλίνουσα συμπεριφορά, η οποία με αυτόν τον τρόπο αποδοκιμάζεται.1 Η ποινή στιγματίζει τον δράστη, καθώς είναι απόρροια μιας συμπεριφοράς η οποία αποδοκιμάζεται κοινωνικοηθικά. Επιβάλλεται από την Πολιτεία με τις κατάλληλες νομικές εγγυήσεις, ώστε να αποφευχθούν οι καταχρήσεις και οι μορφές εκβιασμού απέναντι στον δράστη, ενώ ταυτόχρονα έχουν προσωποπαγή χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι μια χρηματική ποινή για παράδειγμα ούτε μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται (άρθρο 57 παρ. 4ΠΚ). Αναφορικά με τον σκοπό της επιβολής των ποινών έχουν αναπτυχθεί 4 διαφορετικές θεωρίες, η λογική της ανταπόδοσης, η θεωρία της ειδικής πρόληψης, η θεωρία της γενικής πρόληψης και τέλος οι ενωτικές θεωρίες.

Σύμφωνα με την πρώτη η ποινή λειτουργεί ανταποδοτικά στο «κακό» που διέπραξε ο υπαίτιος. Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η οργανωμένη απάντηση της κοινωνίας στην άδικη πράξη και στην ενοχή του πράττοντος. Όμως η λογική «καλό αντί καλού και κακό αντί κακού» που υποστηρίζεται από την συγκεκριμένη αρχή προϋποθέτει την απάντηση στο τι είναι καλό και τι κακό,2 πράγμα που δεν είναι καθόλου εύκολο, καθώς οι αντιλήψεις περί καλού και κακού διαφέρουν πολύ μεταξύ διαφορετικών λαών και εποχών. Αυτή η αρχή λοιπόν βασίζεται στην ικανοποίηση του εγώ και στην επιβεβαίωση της ισχύος3, απέχοντας από την δικαιοσύνη της συγγνώμης και της επιείκειας, οι οποίες απαιτούν εξέταση της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε ανθρώπου.

Επικρατούσες θεωρίες στην σύγχρονη ποινική επιστήμη φαίνεται να είναι οι σχετικές θεωρίες της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Αυτές αναζητούν στην ποινή έναν συγκεκριμένο σκοπό, που δεν είναι άλλος από τον τρόπο να εξασφαλίσουν την πρόληψη του εγκλήματος, ώστε να ζούμε σε μια ασφαλή κοινωνία όσο είναι αυτό εφικτό. Η ειδική πρόληψη επιδιώκει την βελτίωση και την επανένταξη του υπαιτίου στην κοινωνία και αν αυτό δεν είναι εφικτό, να τον αδρανοποιήσει από το να εγκληματεί. Παρόλα αυτά το κύριο μειονέκτημα είναι ότι δεν προβλέπεται τίποτα για το χρονικό διάστημα που θα διαρκεί η έκτιση της επιβαλλόμενης ποινής, ώστε να «βελτιωθεί» ο δράστης, όπως επίσης δεν προβλέπεται και ο τρόπος βελτίωσης όσων δραστών δεν επιδέχονται βελτίωση, αλλά και όσων δεν θέλουν να βελτιωθούν. Μια αναγκαστική θεραπεία κάποιου για χάριν του δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, αλλά εδώ ανακύπτει το ερώτημα τι είναι δημόσιο συμφέρον αλλά και ποιος είναι ο σκοπός της τιμώρησης.4

Η θεωρία της γενικής πρόληψης δεν στοχεύει σε τίποτα από τα παραπάνω, δηλαδή ούτε στην απάντηση στο έγκλημα αλλά ούτε και στην βελτίωση του δράστη. Η θεωρία αυτή λειτουργεί σύμφωνα με τον Γερμανό ποινικολόγο Johann Anselm v. Feuerbach, ως ψυχολογικός καταναγκασμός5, με σκοπό να αποτρέπει τους τρίτους από την διάπραξη ενός εγκλήματος. Σκοπεύει με λίγα λόγια να αποθαρρύνει τον εν δυνάμει δράστη από την τέλεση της εγκληματικής πράξης. Τέλος οι ενωτικές θεωρίες αποτελούν έναν συγκερασμό των προαναφερθεισών θεωριών, άρα δίνουν μια μέση λύση καθώς αντιλαμβάνονται την πολυπλοκότητα του ποινικού φαινομένου, απαντώντας στη διαπραχθείσα άδικη πράξη, αλλά εστιάζοντας παράλληλα και στην πρόληψη τόσο σε γενικό όσο και σε ειδικό επίπεδο.6

Έχοντας πλέον αναφερθεί στις βασικές θεωρίες περί ποινής μπορούμε να εξετάσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια μερικές από τις τροποποιηθείσες διατάξεις, ξεκινώντας από το άρθρο 52 παράγραφο 2 του ποινικού κώδικα, όπου προβλέπει πως το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης από 15 έτη μετατρέπεται σε 20 έτη. Το όριο αυτό ισχύει μόνο όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Στην παιδοκτονία για παράδειγμα (303ΠΚ) προβλέπεται ότι τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη, άρα το πλαίσιο ποινής θα κυμαίνεται από 5 έως 10 έτη και όχι παραπάνω. Η αύξηση του ανώτατου ορίου φυλάκισης σκοπεύει στην αποθάρρυνση του εν δυνάμει δράστη από την τέλεση της εγκληματικής πράξης, δεδομένου ότι τα επιπλέον 5 χρόνια κράτησης για αποτρόπαια εγκλήματα θα μπορούσε να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για την τέλεση τους. Παρόλα αυτά το κατά πόσο θα είναι αποτελεσματικό αυτό, αμφισβητείται αν λάβει κανείς υπόψη την γυναικοκτονία της Κυριακής έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων, όπου ο δράστης δεν δίστασε να θανατώσει την πρώην σύντροφό του σε ένα μέρος, όπου η σύλληψή του ήταν δεδομένη.7

Συνεχίζοντας την ανάγνωση του νέου ποινικού κώδικα, φτάνουμε στην επόμενη αλλαγή, που συναντάται στο άρθρο 54 ΠΚ και αφορά τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, όπου η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, σε αντίθεση με τα 8 έτη που προβλέπονταν κατά τον προγενέστερο ποινικό κώδικα. Η αντιμετώπιση των ανηλίκων τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις, καθώς οι ανήλικοι δεν είναι «απλές μικρογραφίες» ενηλίκων,8 αλλά άτομα με αναπτυσσόμενη προσωπικότητα, που χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης και διαπαιδαγώγησης όταν τελούν ποινικά κολάσιμες πράξεις. Στόχος του ποινικού νομοθέτη όσον αφορά τους ανήλικους ήταν και θα έπρεπε να εξακολουθήσει να είναι η διαπαιδαγώγηση και ο σωφρονισμός τους και όχι η ανταπόδοση για την αξιόποινη πράξη που τέλεσαν. Αυτό άλλωστε προκύπτει τόσο από το άρθρο 21 του Συντάγματος, όπου γίνεται λόγος για την προστασία της παιδικής ηλικίας,9αλλά και από διεθνή κείμενα, όπως τους «κανόνες του πεκίνου»10 και τις «Κατευθυντήριες γραμμές του Ριάντ».11

Εν προκειμένω αντί για αύξηση του ορίου, όπου θα κρατούνται υπό περιορισμό οι ανήλικοι παραβάτες, θα ήταν καλύτερη η θεσμοθέτηση ενός μέτρου, όπου θα συνέβαλε στην διαπαιδαγώγησή τους και στην επανένταξή τους στην κοινωνία. Για παράδειγμα θα μπορούσαν να τοποθετηθεί ένας ψυχολόγος ανά παιδί, καθώς η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και απαιτείται εξέταση σε βάθος, ώστε να γίνει κατανοητός ο ψυχικός κόσμος του ανήλικου παραβάτη. Ακόμα θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στα καταστήματα αυτά ειδικοί εκπαιδευτές/παιδαγωγοί, που θα συνέβαλαν στην ανάπλαση του χαρακτήρα των νέων διδάσκοντάς τους τι είναι σωστό και τι λάθος, βοηθώντας τους έτσι να προσαρμοστούν ξανά στην κοινωνία και να γίνουν ευσυνείδητοι πολίτες,.

Αλλαγές συναντάμε και στην επιβολή χρηματικής ποινής και συγκεκριμένα στα άρθρα 57 και 80 του ποινικού κώδικα ενώ προστέθηκε και το άρθρο 80 Α, που μέχρι πρότινος δεν υπήρχε. Οι ποινές σε χρήμα θεωρούνται πιο επιεικείς έναντι των στερητικών της ελευθερίας ποινών και είναι αρκετά διαδεδομένες στην σύγχρονη κοινωνία. Οι χρηματικές ποινές έχουν το πλεονέκτημα ότι ο δράστης του εγκλήματος δεν θα απομακρύνεται από το οικογενειακό και το επαγγελματικό του περιβάλλον ενώ την ίδια στιγμή τα τελευταία χρόνια κερδίζουν έδαφος, ένεκα του γεγονότος, ότι έχει αμφισβητηθεί η αποτελεσματικότητα των ποινικών κυρώσεων.12

Με τις πρόσφατες αλλαγές ο υπολογισμός των χρηματικών ποινών απλοποιείται, καθώς προβλέπονται ρητά τα όρια στον νόμο (Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι: α) κατώτερη από τριακόσια (300) ευρώ και ανώτερη από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ για πλημμελήματα, β) κατώτερη από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ και ανώτερη από εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ για κακουργήματα), πράγμα που δεν συνέβαινε με τον προηγούμενο κώδικα. Την ίδια στιγμή με το νεοεισαχθέν άρθρο 80Α, προβλέπεται ότι: «κάθε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών, αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάγεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 99 και 104 Α, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, υπολογίζοντας κάθε ημέρα σε ποσό από δέκα (10) έως εκατό (100) ευρώ, εκτός αν το δικαστήριο, με την απόφασή του, κρίνει ότι απαιτείται η πραγματική της έκτιση εν όλω ή εν μέρει, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων…», ενώ στις επόμενες παραγράφους υπάρχει πρόβλεψη για το τι γίνεται αν ο δράστης αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής, αλλαγές θετικές και βοηθητικές για την ποινική διαδικασία.

Έντονο θέμα συζήτησης έχει προκαλέσει η προσθήκη του άρθρου 72, μια από τις πιο κρίσιμες διατάξεις του νέου ποινικού κώδικα, αναφορικά με την απέλαση αλλοδαπού, που στην ουσία αποτελεί την επαναφορά του άρθρου 74 του προγενέστερου ποινικού κώδικα, που καταργήθηκε με τον Ν4619/201913, μόνο που συναντάμε μερικές τροποποιήσεις. Η απέλαση αλλοδαπού είναι ένα είδος των μέτρων ασφαλείας που προβλέπονται στο άρθρο 69 παρ. 1 ΠΚ. Για τα τελευταία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), έχει κρίνει νομολογιακά ότι για την εφαρμογή τους είναι απαραίτητη η τήρηση των αρχών της νομιμότητας, της προβλεψιμότητας και της αναγκαιότητας, δηλαδή πρέπει να προβλέπονται ρητά και σαφώς στον νόμο αλλά και να είναι αναγκαία η εφαρμογή τους. Ένα γνωστό παράδειγμα από την νομολογία του ΕΔΔΑ είναι η υπόθεση Moustaquim v. Belgium14, όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως ήταν δυσανάλογη η απέλαση αλλοδαπού προς τον σκοπό «προάσπισης της τάξης», παρά το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος είχε καταδικασθεί για 22 εγκλήματα, με την σκέψη ότι τα είχε τελέσει σε νεαρή ηλικία και σε μικρή σχετικά χρονική περίοδο -11 μηνών- είχε μείνει ελεύθερος χωρίς να τελέσει άλλα εγκλήματα επί 23 μήνες, όλη η οικογένειά του βρισκόταν στο Βέλγιο και ο ίδιος ζούσε εκεί από την ηλικία περίπου των 2 ετών.

Επίσης η απομάκρυνση αλλοδαπού υπηκόου τρίτης χώρας πρέπει να στηρίζεται, σύμφωνα με την Οδηγία 2001/40 του Συμβουλίου, στο ότι αυτός αποτελεί «σοβαρή και παρούσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας»15 αλλά και την Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, με βάση την οποία, η απέλαση επιτρέπεται «αποκλειστικά όταν ο αλλοδαπός συνιστά ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας».16 Στο άρθρο 72 του νέου ΠΚ προβλέπεται ότι ο αλλοδαπός που «καταδικάσθηκε σε κάθειρξη, εάν (ενν. το δικαστήριο) κρίνει ότι η παραμονή του στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, τον βαθμό της υπαιτιότητάς του, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, τον χρόνο παραμονής του στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα τον βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία, καθώς και τον βαθμό επικινδυνότητας για τη δημόσια ασφάλεια», μπορεί να διαταχθεί η απέλασή του.

Κατά την ταπεινή μου άποψη η επαναφορά αυτού του άρθρου με την συγκεκριμένη μορφή, είναι μια βοηθητική για τον έλληνα δικαστή ρύθμιση, πρώτον γιατί μπορεί να απαλλάξει τις ελληνικές φυλακές από το να δεχτούν νέους κρατουμένους, δεύτερον συμβάλλει στην αναζωπύρωση του αισθήματος ασφάλειας και στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, καθώς αποκαθίσταται η δημόσια τάξη με την απομάκρυνση ενός υπαιτίου που στέκεται εμπόδιο στην επίτευξη αυτού του σκοπού και τέλος το χρονικό διάστημα που προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η απομάκρυνση ( δέκα (10) ετών αν είναι πολίτης τρίτης χώρας και τουλάχιστον πέντε (5) ετών αν είναι πολίτης κράτους μέλους της Ε.Ε) είναι αρκετό, ώστε ο δράστης να συνειδητοποιήσει την σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο υπέπεσε.

Συνεχίζοντας την ανάγνωση των αλλαγών που φέρνει ο νέος ποινικός κώδικας, παρατηρείται η προσθήκη δεύτερου εδαφίου στην παράγραφο 2 του άρθρου 82Α,που αναφερόταν στο έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, ενώ πλέον γίνεται λόγος και για έγκλημα σε βάρος ανηλίκου ή αδύναμου προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Κατά την νέα αυτή διάταξη θα προβλέπεται αύξηση της ποινής ανάλογα με το αν έχουμε πλημμέλημα ή κακούργημα το οποίο τελείται κατά των ως άνω προσώπων λόγω των χαρακτηριστικών που φέρουν. Η προσθήκη αυτή είναι σωστή καθώς τόσο οι ανήλικοι όσο και τα πρόσωπα που δεν δύνανται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας και ο Έλληνας νομοθέτης οφείλει να τιμωρεί βαρύτερα αυτούς που τους προσβάλλουν.

Η αναστολή της εκτέλεσης των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι ένας θεσμός ελαστικότητας των ποινών αυτών στο στάδιο της επιβολής τους, το οποίο μαζί με τον θεσμό της μετατροπής των ποινών αυτών σε χρηματικές, εμπόδιζε τον εγκλεισμό στην φυλακή17. Με τον ποινικό κώδικα του 2019 ο νομοθέτης κρίνει την υιοθέτηση αυτού του θεσμού σε σχέση με την ειδική πρόληψη που αναφέρθηκε παραπάνω. Μάλιστα θεωρούσε ότι στις περιπτώσεις που η επιβαλλόμενη ποινή δεν υπερέβαινε τα 3 έτη, οι δυσμενείς συνέπειες της έκτισής της στην φυλακή, όπως η απώλεια εργασίας, η απομάκρυνση από το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και ο στιγματισμός του δράστη, εμφανίζονται ως δυσανάλογα επαχθείς σε σχέση με την διάρκεια της ποινής. Από την άλλη πλευρά η απειλή έκτισης της ποινής σε περίπτωση τέλεσης οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος, θεωρούσε ο νομοθέτης του 2019, ότι εμφανίζεται πιο αποτελεσματική, καθώς ο δράστης παραμένει μέσα στην κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα η απειλή ενός ενδεχόμενου εγκλεισμού συμβάλει βοηθητικά στην αποτροπή της υποτροπής.

Με τον νέο ποινικό κώδικα προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 99 «Το δικαστήριο μετά την επιβολή ποινής εφαρμόζει τα άρθρα 80 A ή 104 A, μετατρέποντας την ποινή σε χρηματική ή σε κοινωφελή εργασία, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους, οπότε διατάσσει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής σύμφωνα με την παρ. 5 ή ολόκληρης της ποινής. Αν ωστόσο, κάποιος που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία (1) ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός (1) έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.»

Παρατηρούμε ότι ο νομοθέτης του νέου ποινικού κώδικα αυστηροποιεί τις προϋποθέσεις ως προς την χορήγηση αναστολής της ποινής και μάλιστα προτάσσει την αντικατάστασή της με χρηματική ποινή ή την παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ ταυτόχρονα για την αναστολή της ποινής θέτει ως προϋπόθεση την μη αμετάκλητη καταδίκη στο παρελθόν με ποινή που δεν υπερβαίνει το 1 έτος έναντι των 3 που προβλέπονταν με τον προηγούμενο ποινικό κώδικα. Αν σκεφτούμε ότι η καταδίκη του δράστη συμβάλλει και στην ηθική ικανοποίηση του θύματος, αυτή η αλλαγή μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, καθώς ο έλληνας νομοθέτης πέραν των δικαιωμάτων του δράστη, οφείλει να ενδιαφέρεται και για τα δικαιώματα του θύματος. Παρόλα αυτά ένας προβληματισμός που εγείρεται με την συγκεκριμένη νομοθετική αλλαγή, είναι αν οι ελληνικές φυλακές θα αντέξουν να φιλοξενήσουν τόσους κρατούμενους, καθώς με αυτήν την αλλαγή θα αυξηθούν οι φυλακισμένοι αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την χρηματική ποινή ή την παροχή κοινωφελούς εργασίας.

Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση μερικών άρθρων του ειδικού μέρους που χρήζουν ιδιαίτερης αναφοράς, αξίζει να αναφερθεί και η προσθήκη του νέου εδαφίου στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 105Β για την υφ’ όρων απόλυση, σύμφωνα με το οποίο «Στις περιπτώσεις συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου που όπως επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά τουλάχιστον δέκα (10) έτη το ανώτατο όριο της συνολικής ποινής κάθειρξης, η υφ’ όρον απόλυση δύναται να χορηγείται, εφόσον ο κατάδικος έχει εκτίσει πραγματικά δεκαεπτά (17) έτη.» Στα εγκλήματα που αναφέρονται σε αυτό το εδάφιο περιλαμβάνεται και το άρθρο 187 για την εγκληματική οργάνωση, πράγμα που σημαίνει ότι αν αυτή η πρόβλεψη υπήρχε στον προηγούμενο ποινικό κώδικα που είχε φέρει ο τότε υπουργός δικαιοσύνης, Νίκος Παρασκευόπουλος, ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος, δεν θα αφηνόταν ελεύθερος σήμερα, όπως αποφάσισε το δικαστικό Συμβούλιο της Λαμίας18

Από το ειδικό μέρος του ποινικού κώδικα, τα άρθρα που είναι άξια σχολιασμού είναι το 265 για τον εμπρησμό, το 302 για την ανθρωποκτονία από αμέλεια, η κατάργηση της δυσφήμισης του άρθρου 362, αλλά και η επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης στα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών του 381 παρ.1 ΠΚ. Σχετικά με το 265 και την προσθήκη του άρθρου 265Α, που δεν υπήρχε στον προηγούμενο ποινικό κώδικα, παρατηρούμε την αυστηρή αντιμετώπιση του νομοθέτη προς τους εμπρηστές και σε όσους συμμετέχουν στο έγκλημα του εμπρησμού. Εντύπωση προκαλεί η τέταρτη παράγραφος του 265, όπου πλέον ορίζει ότι θα τιμωρούνται και οι προπαρασκευαστικές πράξεις του εμπρησμού με διαφορετική ποινή ανάλογα με το αν «ο υπαίτιος τελεί την προπαρασκευαστική πράξη εντός δάσους ή δασικής έκτασης και σε ακτίνα έως τριακοσίων (300) μέτρων από αυτά, σε ημέρες που ο δείκτης επικινδυνότητας, σύμφωνα με τον Ημερήσιο Χάρτη πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς που εκδίδεται από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας είναι 4 (πολύ υψηλή) ή 5 (κατάσταση συναγερμού)». Αξιοσημείωτη είναι και η έκτη παράγραφος του άρθρου 265, σύμφωνα με την οποία η ποινή δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο για τους υπαιτίους του αυτού εγκλήματος. Αν αναλογιστεί κανείς τις καταστροφές που προκαλούνται στα δάση μας σχεδόν κάθε καλοκαίρι, αλλά και έχοντας υπόψη τις ποινές «χάδι» που επέβαλλε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας για τους ενόχους στην πυρκαγιά στο Μάτι19, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι αυτές οι αλλαγές ήταν επιτακτικές.

Αρκετές αντιδράσεις από την άλλη μεριά έχει προκαλέσει η παράλογη αυστηρότητα που προβλέπεται στο αναθεωρηθέν άρθρο 302 για την ανθρωποκτονία από αμέλεια, όπου ενώ μέχρι πρότινος προβλεπόταν φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών, τώρα ως ελάχιστο όριο ποινής προβλέπεται η φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών. Για την ανθρωποκτονία από αμέλεια, υποστηρίζεται στην θεωρία, ότι αν η συμπεριφορά του υπαιτίου είναι «καθόλα ορθή», δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως άδικη επειδή επέφερε τελικά τον θάνατο.20 Με βάση τη θεώρηση αυτή, η αιτιότητα προκύπτει από τη σύνδεση του σφάλματος –και όχι της πράξης- με το αποτέλεσμα του θανάτου.21

Οι συχνότερες περιπτώσεις ανθρωποκτονιών από αμέλεια παρατηρούνται στα τροχαία ατυχήματα, τις ιατροχειρουργικές επεμβάσεις και στα εργατικά ατυχήματα. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ22 το 2023, συνέβησαν 945 ατυχήματα εκ των οποίων προκλήθηκαν 45 θάνατοι. Η συνολική χωρητικότητα στις ελληνικές φυλακές είναι 9815 θέσεις και οι κρατούμενοι αριθμούν τους 957323 . Αν τώρα για κάθε θάνατο που προκαλείται από τροχαίο ατύχημα, αλλά και από τις λοιπές περιπτώσεις που αναφέραμε για ανθρωποκτονία από αμέλεια, οι υπαίτιοι φυλακίζονται για τουλάχιστον 2 έτη, οι ελληνικές φυλακές δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν. Αν η ελληνική έννομη τάξη επιθυμεί να αυστηροποιεί τις ποινές, θα πρέπει να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει, το κατά πόσο είναι εφικτό οι υποδομές της χώρας να φανούν ικανές να αντιμετωπίσουν ένα αυξημένο κύμα νέων κρατουμένων, όπου θα εξασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωσή τους μέσα σε αυτές, χωρίς να ζουν ο ένας πάνω στον άλλον.

Συνεχίζοντας, όσον αφορά τον σχολιασμό των αλλαγών του νέου ποινικού κώδικα, αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στην παράλογη κατάργηση της δυσφήμησης του άρθρου 362. Κατά τον προγενέστερο κώδικα, η δυσφήμιση στοιχειοθετούταν αντικειμενικά όταν ο δράστης ενώπιον τρίτου, ισχυριζόταν ή διέδιδε για άλλον γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του.24 «Ισχυρισμός» υπάρχει όταν ο δράστης υποστηρίζει ή βεβαιώνει ότι γνωρίζει ο ίδιος το μειωτικό της τιμής ή της υπόληψης γεγονός. Αντίθετα, διάδοση υπάρχει όταν ο δράστης απλώς «αναμεταδίδει» κάτι που πληροφορήθηκε από κάποιον άλλον.25 Ο ισχυρισμός ή η διάδοση πρέπει να αφορούν σε ορισμένο γεγονός. Ως γεγονός, κατά την νομολογία θεωρείται, «κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια».26 Η αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών κάνει τον ισχυρισμό πιο αξιόπιστο και για αυτόν ακριβώς τον λόγο η δυσφήμηση έθιγε εντονότερα το έννομο αγαθό της τιμής και αντιμετωπιζόταν με ποινή μεγαλύτερη από ό,τι η εξύβριση. Παρόλα αυτά, πλέον με την κατάργηση της δυσφήμησης ως αδίκημα από τον ποινικό κώδικα, τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δεν θεωρούνται άδικες πράξεις. Έτσι, πλέον το σοβαρότερο –κατά τον προγενέστερο ποινικό κώδικα- αδίκημα της δυσφημήσεως νομιμοποιείται, ενώ το ελαφρύτερο αδίκημα της εξυβρίσεως εξακολουθεί να παραμένει ως έχει.

Τέλος, σπουδαία αλλαγή αποτελεί η επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων, του άρθρου 381 παρ.1ΠΚ. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται το «άσυλο» που είχε δημιουργηθεί μέχρι πρότινος στους τραπεζίτες, οι οποίοι είχαν την κυριότητα των χρημάτων. Σε περίπτωση που γινόταν κάποια οικονομική ατασθαλία ή κακοδιαχείριση, ακόμα και για κακουργηματικού τύπου παραβάσεις απαιτούταν έγκληση από την μεριά του παθόντος, η οποία συνήθως δεν ασκούνταν. Πλέον όμως η δίωξη για τις ως άνω παραβάσεις θα ασκείται αυτεπαγγέλτως, καταργώντας το ακαταδίωκτο των τραπεζών που είχε καθιερωθεί.

Αυτές σε γενικές γραμμές είναι από τις πιο σημαντικές αλλαγές που έρχεται να φέρει ο νέος ποινικός κώδικας. Φυσικά, δεν αποτελούν τις μοναδικές, αλλά δεν είναι εφικτό να αναλυθούν εκτενώς όλες οι νομοθετικές αλλαγές σε ένα άρθρο. Μπορεί λοιπόν, να παρατηρήσει κανείς ότι με τον νέο ποινικό κώδικα ο Έλληνας νομοθέτης προσπαθεί να ενισχύσει τα δικαιώματα του θύματος, αυστηροποιώντας τις ποινές που θα επιβάλλονται στον θύτη. Παρόλα αυτά, ελλοχεύει ο κίνδυνος κατά πόσο θα μπορέσουν να ανταποκριθούν οι ελληνικές φυλακές σε ένα μεγάλο κύμα κρατουμένων, καθώς οι υποδομές και η χωρητικότητά τους μάλλον δεν είναι σε θέση να δεχτούν αυτές τις αλλαγές προς το παρόν. Τέλος, μένει να δούμε στην πράξη, κατά πόσο θα είναι πρόσφορες αυτές οι ρυθμίσεις να μειώσουν την εγκληματικότητα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

*Πηγή: https://nomikospalmos.wordpress.com