Σαν σήμερα 28 Ιουλίου 1975
Η Δίκη των πρωταιτίων της Χούντας διεξήχθη από το πενταμελές εφετείο Αθηνών στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού το καλοκαίρι του 1975 (28 Ιουλίου – 29 Αυγούστου) σε βάρος των υπευθύνων του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Οι κατηγορίες που βάραιναν 24 απόστρατους αξιωματικούς του στρατού ξηράς και της αεροπορίας αφορούσαν τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης. 20 από αυτούς κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, τρεις φυγοδικούσαν ενώ ένας, ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, δικαζόταν την ίδια περίοδο στο στρατοδικείο με κατηγορίες βασανισμών και η υπόθεσή του διαχωρίστηκε.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου προσήχθησαν μόνο οι υπαίτιοι του πραξικοπήματος, διότι το αδίκημα χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο -και όχι συνεχές- εξαιρώντας έτσι από τη δίκη την πλειονότητα των στελεχών της δικτατορίας.
Σημειωτέον επίσης ότι, αρκετούς μήνες μετά την πτώση της χούντας οι πρωταίτιοι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ή ήταν κατ’ οίκον περιορισμένοι, όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Η εξήγηση αυτού του γεγονότος ήταν η εξής: Η κυβέρνηση της “Εθνικής Ενότητας” του Κωνσταντίνου Καραμανλή -που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρα από τις 24 Ιουλίου του 1974- εξέδωσε άμεσα ένα νομοθετικό διάταγμα, βάσει του οποίου χορηγήθηκε μια μάλλον ασαφής “αμνηστία” για όλα τα πολιτικά εγκλήματα του διαστήματος 21 Απριλίου 1967 – 23 Ιουλίου 1974, με προφανή στόχο να καταστεί δυνατή η απελευθέρωση και η επιστροφή από τους τόπους εξορίας, των φυλακισμένων και εκτοπισμένων αντιπάλων του δικτατορικού καθεστώτος, όπως και έγινε.
Ωστόσο, η διαταγή αυτή δεν εξαιρούσε τους πραξικοπηματίες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παραμένουν ελεύθεροι. Με τη Γ΄Συντακτική της Πράξη, η Βουλή των Ελλήνων επιχείρησε να ερμηνεύσει το διάταγμα, με συνέπεια τα εγκλήματα των χουντικών να εξαιρεθούν από την αμνήστευση. Έτσι τελικά, άνοιξε ο δρόμος για οποιονδήποτε πολίτη το επιθυμούσε, να καταθέσει μηνύσεις εναντίον των πραξικοπηματιών για Εσχάτη προδοσία[2].
Την αρχή έκανε μια ομάδα νεαρών δικηγόρων της Αθήνας μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος[3], έτσι ώστε κινήθηκε η διαδικασία της ποινικής δίωξης, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή τους. Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο πρόεδρος του 5μελούς Εφετείου Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης εκφώνησε την υπ’ αριθμ. 477 απόφαση του δικαστηρίου το οποίο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Στυλιανός Παττακός: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Νικόλαος Μακαρέζος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Γρηγόριος Σπαντιδάκης : Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Γεώργιος Ζωιτάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Οδυσσέας Αγγελής: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Ιωάννης Λαδάς: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Νικόλαος Ντερτιλής: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Μπαλόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Ρουφογάλης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος (χουντικός) : Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Ασλανίδης: Ερήμην σε ισόβια.
Αντώνιος Λέκκας: Ισόβια.
Γεώργιος Κωνσταντόπουλος: Ισόβια.
Δημήτριος Σταματελόπουλος: Πέντε χρόνια φυλακή.
Στέφανος Καραμπέρης: Ισόβια.
Ευάγγελος Τσάκας: Ισόβια.
Νικόλαος Γκαντώνας: Ισόβια.
Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος: Ισόβια. (Ο Θεοφιλογιαννάκος παραπέμφθηκε και στη Δίκη των βασανιστών).
Ερήμην σε ισόβια καταδικάσθηκαν επίσης οι Ιωάννης Παλαιολόγος και Πέτρος Κωτσέλης.
Από τους υπόλοιπους καταδικασθέντες, σε έξι επιβλήθηκαν ποινές από 20ετούς καθείρξεως μέχρι 5ετούς φυλακίσεως, ενώ οι Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, Κωνσταντίνος Καρύδας και έξι ακόμη κηρύχθηκαν αθώοι.
Σημειώνεται ότι ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, με απόφασή του, μετέτρεψε τις θανατικές ποινές σε ισόβια.
Πηγή: wikipedia