ΔΠρΠατρών αρ. απόφ. 690/2024: Ανακοπή κατά πράξεων αναγκαστικής κατάσχεσης Δήμου εις χείρας τραπεζικών ιδρυμάτων ως τρίτων.
Οι εν λόγω πράξεις εκδόθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο το δικαίωμα του καθ’ ου Δήμου, προς είσπραξη των ένδικων οφειλών της ανακόπτουσας εταιρείας είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 76 εδ. β΄ του από 24.09/20.10.1958 Β.Δ. και 86 παρ. 2 του Ν. 2362/1995. Συνεπώς, οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, καθ’ ο μέρος αφορούν την ανακόπτουσα εταιρεία, παρίστανται μη νόμιμες και πρέπει, κατά το μέρος αυτό, να ακυρωθούν. Δεκτή η Ανακοπή. (Την ανακόπτουσα εκπροσώπησε ο Παναγιώτης Σταυρόπουλος, Δικηγόρος Πατρών).
«Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα ερμηνευτικώς γενόμενα δεκτά στη δέκατη σκέψη της παρούσας απόφασης, οι ένδικες απαιτήσεις του καθ’ ου Δήμου, για την αναγκαστική είσπραξη των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, καθ’ ο μέρος αυτές αφορούν την ανακόπτουσα εταιρεία, προέρχονται, στο σύνολό τους, από εισφορές σε χρήμα, των ετών 2005, 2006 και 2008, γεγονός, άλλωστε, που δεν αμφισβητείται, και ως εκ τούτου, το δικαίωμα του καθ’ ου Δήμου προς είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων υπόκειται, καταρχήν, σε πενταετή παραγραφή, η οποία ξεκινά από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο αυτές βεβαιώθηκαν ταμειακά και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 76 εδ. β΄ του από 24.09/20.10.1958 Β.Δ. και του άρθρου 86 παρ. 2 του Ν. 2362/1995. Όπως προκύπτει από τις σχετικές υπ’ αριθ. 8014/02.11.2005, 97117/02.11.2006 και 3/01.02.2008 ατομικές ειδοποιήσεις του καθ’ ου Δήμου, οι ως άνω ένδικες απαιτήσεις του τελευταίου βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία με τις υπ’ αριθ. 1914/02.11.2005, 1362/02.11.2006 και 133/01.02.2008 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης του καθ’ ου και ήταν καταβλητέες σε δόσεις, με βάση το άρθρο 4 του Π.Δ. 5/1986. Τούτου δε παρέπεται ότι οι εν λόγω βεβαιωθείσες οφειλές της ανακόπτουσας εταιρείας, καταβλητέες εκ του νόμου σε δόσεις, κατέστησαν ληξιπρόθεσμες την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθεί εκάστη δόση εξ αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 περ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και στους Ο.Τ.Α..
Ενόψει των ανωτέρω, η ένδικη οφειλή της ανακόπτουσας εταιρείας, η οποία βεβαιώθηκε ταμειακώς με την υπ’ αριθ. 1914/02.11.2005 πράξη ταμειακής βεβαίωσης του καθ’ ου Δήμου και ήταν καταβλητέα σε δώδεκα (12) δόσεις (με ημερομηνία λήξεως της τελευταίας δόσης στις 03.07.2011), κατέστη ληξιπρόθεσμη, κατά το άρθρο 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., εντός του έτους 2011 και ως εκ τούτου, η πενταετής παραγραφή για την εν λόγω οφειλή εκκίνησε στις 31.12.2011, έπειτα δε ανεστάλη κατά το χρονικό διάστημα από 28.06.2015 έως 31.10.2015, λόγω της εκ του νόμου προβλεπόμενης αναστολής διενέργειας κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. σκέψη 11 της παρούσας απόφασης), οπότε συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε στις 06.05.2017 [συνυπολογιζομένου του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των εκατόν είκοσι έξι (126) ημερών ως χρόνου αναστολής της ένδικης παραγραφής, η οποία, πάντως, συμπληρώθηκε μετά την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής λήψεως των αναγκαστικών μέτρων, κατά το άρθρο 87 παρ. 2 περ. β΄ του Ν. 2362/1995].
Περαιτέρω, η ένδικη οφειλή της ανακόπτουσας εταιρείας, η οποία βεβαιώθηκε ταμειακώς με την υπ’ αριθ. 1362/02.11.2006 πράξη ταμειακής βεβαίωσης του καθ’ ου Δήμου και ήταν καταβλητέα σε έξι (6) δόσεις (με ημερομηνία λήξεως της τελευταίας δόσης στις 29.06.2009), κατέστη ληξιπρόθεσμη, κατά το άρθρο 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., εντός του έτους 2009, οπότε η ως άνω πενταετής παραγραφή για την οφειλή αυτή εκκίνησε στις 31.12.2009 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2014. Επίσης, η ένδικη οφειλή της ανακόπτουσας εταιρείας, η οποία βεβαιώθηκε ταμειακώς με την υπ’ αριθ. 133/01.02.2008 πράξη ταμειακής βεβαίωσης του καθ’ ου Δήμου και ήταν καταβλητέα σε έξι (6) δόσεις (με ημερομηνία λήξεως της τελευταίας δόσης στις 30.09.2010), κατέστη ληξιπρόθεσμη, κατά το άρθρο 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., εντός του έτους 2010 και ως εκ τούτου, η πενταετής παραγραφή για την ως άνω οφειλή εκκίνησε στις 31.12.2010, στη συνέχεια δε, ανεστάλη κατά το χρονικό διάστημα από 28.06.2015 έως 31.10.2015, λόγω της εκ του νόμου προβλεπόμενης αναστολής διενέργειας κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. σκέψη 11 της παρούσας απόφασης), οπότε συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε στις 31.10.2016, δεδομένου ότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 περ. β΄ του Ν. 2362/1995, η εν λόγω παραγραφή συνεχίστηκε μετά τη λήξη της αναστολής της και δεν συμπληρώθηκε πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής λήψεως των αναγκαστικών μέτρων (βλ. ΔΕφΠειρ 1844/2023 σκ. 7).
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του καθ’ ου, με τον οποίο προβάλλεται ότι η πενταετής παραγραφή των ένδικων οφειλών της ανακόπτουσας εταιρείας ανεστάλη, κατά το άρθρο 87 παρ. 2 περ. α΄ του Ν. 2362/1995, από την ημερομηνία βεβαίωσης των οφειλών αυτών, λόγω της, κατά τα ανωτέρω, διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής τους, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι η, χορηγηθείσα στην ανακόπτουσα εταιρεία, διευκόλυνση τμηματικής καταβολής των ένδικων οφειλών της δεν έλαβε χώρα εντός της τελευταίας διετίας της παραγραφής αυτών, όπως απαιτείται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 περ. α΄ του Ν. 2362/1995, αλλά, αντιθέτως, έλαβε χώρα πριν από την έναρξη του χρόνου παραγραφής των εν λόγω οφειλών, και συνεπώς, η πενταετής παραγραφή των ένδικων απαιτήσεων του καθ’ ου Δήμου δεν ανεστάλη λόγω της ανωτέρω διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής (βλ. ΣτΕ 1851/2023 σκ. 7).
Επίσης, ο καθ’ ου Δήμος αβασίμως προβάλλει ότι η παραγραφή των επίδικων αξιώσεών του είχε διακοπεί με την υποβολή της υπ’ αριθ. πρωτ. 567/18898/16.02.2016 αίτησής του προς την Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πατρών για τη δέσμευση της χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας της ανακόπτουσας εταιρείας, δεδομένου ότι η ως άνω ενέργεια δεν συνιστά λόγο που επιφέρει την διακοπή ή αναστολή της παραγραφής των ένδικων απαιτήσεων του καθ’ ου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του Ν. 2362/1995.
Επιπροσθέτως, η μερική εξόφληση εκ μέρους της ανακόπτουσας εταιρείας των ένδικων οφειλών της από εισφορά σε χρήμα, δια της καταβολής από αυτήν, στις 22.09.2020 και 14.06.2022, των ποσών των 25.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντιστοίχως, παρότι συνεπάγεται, κατά το άρθρο 260 του Α.Κ., την αναγνώριση από την ως άνω υπόχρεη εταιρεία των ένδικων οφειλών της (βλ. Α.Π. 1491/2017, 997/2015), δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για την διακοπή της πενταετούς παραγραφής των οφειλών αυτών, διότι η μερική αυτή εξόφληση του επίδικου χρέους έλαβε χώρα μετά τη συμπλήρωση, κατά τα ήδη εκτεθέντα ανωτέρω, του χρόνου παραγραφής των εν λόγω οφειλών (βλ. ΔΕφΠειρ. 1533/2022 σκ. 7), απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του καθ’ ου Δήμου.
Εξάλλου, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε, άλλωστε, ο καθ’ ου Δήμος επικαλείται, ότι ελήφθησαν από τον τελευταίο έτερα, πλην των προαναφερόμενων, μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης με τα οποία να επήλθε αναστολή ή διακοπή της παραγραφής των επίδικων οφειλών της ανακόπτουσας εταιρείας, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 87 και 88 του Ν. 2362/1995.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσβαλλόμενες υπ’ αριθ. πρωτ. 72468, 72483 και 72474/12.07.2023 πράξεις αναγκαστικής κατάσχεσης των αρμοδίων οργάνων της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του καθ’ ου Δήμου, εις χείρας των προαναφερόμενων τραπεζικών ιδρυμάτων, ως τρίτων, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν την ανακόπτουσα εταιρεία, εκδόθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο το δικαίωμα του καθ’ ου Δήμου, προς είσπραξη των ένδικων οφειλών της εν λόγω εταιρείας είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 76 εδ. β΄ του από 24.09/20.10.1958 Β.Δ. και 86 παρ. 2 του Ν. 2362/1995. Συνεπώς, οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, καθ’ ο μέρος αφορούν την ανακόπτουσα εταιρεία, παρίστανται μη νόμιμες και πρέπει, κατά το μέρος αυτό, να ακυρωθούν, κατ’ αποδοχήν ως βάσιμης της ανακοπής».