Ο Θέμης Σοφός γράφει για την αγόρευση της εισαγγελέα στη δίκη για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη.
*Του Θέμη Σοφού
Δεν θα παραθέσω εδώ αποσπάσματα εκκρεμούς δίκης, ούτε θα αναπαραχθούν περιστατικά που αφορούν σε ποινική δικογραφία. Χωρίς φιλαρέσκεια προς την εκάστοτε κοινή γνώμη, αλλά με σεβασμό προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα, οι υποστηριζόμενες -εδώ- απόψεις εδράζονται σε αξίες, οι οποίες είτε μας αρέσουν είτε όχι, έχουν έντονο το στοιχείο της ατέλειας, άρα της ελευθερίας. Εάν θα διάβαζαν τις σχετικές ειδήσεις οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του ποινικοδικαιϊκού πνεύματος (Ανδρουλάκης, Μανωλεδάκης, Μαγκάκης, Κατσαντώνης, Χωραφάς και άλλοι νομοδιδάσκαλοι που έδωσαν υπόσταση στο ελληνικό ποινικοδογματικό σύστημα) θα ανέτρεχαν, με αγωνία για την ροπή της κοινωνίας, στην κλασσική διδασκαλία της γενικής και ειδικής πρόληψης ή και τις σύγχρονες θεωρίες της θετικής γενικής πρόληψης ή επιβεβαίωσης της ισχύος του κανόνα δικαίου.
Όταν μιλάμε για γενική πρόληψη των εγκλημάτων, εννοούμε πέραν της διά της ποινής ασκουμένης εκφοβίσεως, μια έμμεση ικανότητα της ποινής να εμφυτεύει αναστολές εναντίον των αξιοποίνων πράξεων και με την έννοια αυτή διαπαιδαγωγεί τον πολίτη. Η ποινή είναι υπό την έννοια αυτή ένα αποτελεσματικό μέσο ενάσκησης μιας «ηθικής διδασκαλίας». Ο σκοπός της ποινής δεν περιορίζεται στο να αποτραπούν «μόνον οι άλλοι» από το έγκλημα, αλλά εκτείνεται στην πρόληψη νέων εγκλημάτων του εγκληματία. Είναι επιστημονικά παρωχημένη η θεώρηση, ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός είναι ομοιόμορφος με τρόπο, ώστε να μπορεί κανείς να αναμένει, ότι αυτό που ισχύει για τους πολλούς, θα ισχύει και για το δράστη. Ο δράστης αποδεικνύει με το έγκλημά του, ότι έχει διαφορετική προσωπικότητα από άλλους και γι΄αυτό η εξατομίκευση της ποινικής μεταχείρισης είναι βασική προϋπόθεση της ειδικής πρόληψης και της διαδικασίας επανένταξης του καταδικασθέντα.
Όσο αναγκαία είναι η ποινή, αναλόγως αναγκαία είναι η αναφορά στα γενικοπροληπτικά και ειδικοπροληπτικά στοιχεία αξιολόγησης της αξιόποινης πράξης ενός κατηγορουμένου, είτε εκ μέρους του εισαγγελικού λειτουργού, του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας, του συνηγόρου υπερασπίσεως και τέλος του Δικαστηρίου, που εκδίδει την απόφαση. Μετά την κατάγνωση ενοχής, «μόνον η αναγκαία ποινή είναι η δίκαιη ποινή», έγραφε ο v. Liszt (Der Zweckgedanke im Strafrecht, 1905).
Ειδικότερα στην υπό (δημόσια) συζήτηση υπόθεση: Ακούμε Λειτουργούς να προβαίνουν σε κρίσεις και χαρακτηρισμούς προς κατηγορουμένους ή/και μηνυτές. Έχει τύχει σε πολλούς να βρεθούμε στην ανάγκη να υψώσουμε τους τόνους στο πλαίσιο ενάσκησης του καθήκοντός μας. Ο υπερασπιστής οφείλει, άλλωστε, να υπεραμυνθεί ελεύθερα, εκφράζοντας το αληθές νόημα της έννομης προστασίας, τόσον του εντολέως του όσο και του θεσμού που εκπροσωπεί. Η ενδεχόμενη αντιπαράθεση συνηγόρου και εισαγγελέως, σε αυστηρό δικονομικό πλαίσιο, είναι αναγκαίο και σύνηθες στοιχείο μιας δίκαιης δίκης, η δημοσιότητα της οποίας παρέχει εχέγγυα διυποκειμενικής ελεγξιμότητας. Εάν η Δίκη δεχθεί στοιχεία συναισθηματικής, πάντως όχι ψύχραιμης προσέγγισης, είτε από παράγοντες της δίκης είτε έξωθεν, τότε αλλοιώνονται οι όροι μιας αναμενόμενης δικαιότητας και ο (όποιος) θιγόμενος (κατηγορούμενος) αξιώνει την (ελαφρυντική) περίσταση της παραβίασης της δίκαιης δίκης, ήδη θεσμοθετημένης. Κίνδυνος ή αποτέλεσμα; Τρία συμπεράσματα:
(α) Πριν την έκδοση Δικαστικής απόφασης σε εκκρεμή δίκη, οποιαδήποτε προτροπή οργάνου, ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων (που δεν αμφισβητούνται εδώ), και μάλιστα χωρίς προηγουμένη συλλογική απόφαση Δ.Σ., χαρακτηρισμοί θέσεων της Εισαγγελέως της Έδρας σε εκκρεμή δίκη, ως «προσβολής του δικηγορικού σώματος στο σύνολό του και του ρόλου του υπερασπιστή δικηγόρου» συνιστά προφανώς απερίσκεπτη ενέργεια, πολλώ δε μάλλον η πρόσκληση της Προέδρου του Δικαστηρίου εκκρεμούς Δίκης, «να επαναφέρει την Εισαγγελέα της έδρας στην τάξη», και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου «να κινηθεί άμεσα σε βάρος της η προβλεπόμενη πειθαρχική διαδικασία». Η Δημοκρατία δεν λειτουργεί με άτακτες εφόδους συντεχνιακού χαρακτήρα σε διαδικασίες, που έχουν τη νομιμότητα ως δικλείδα ασφαλείας και λειτουργίας τους.
Βασικό χαρακτηριστικό της ενώπιον των δικαστηρίων διαδικασίας είναι η αυτονομία, η οποία συνεπάγεται την ηνιόχηση των διαδικασιών με βάση δομές και διαδικασίες που προσιδιάζουν στο ίδιο το δικονομικό σύστημα λειτουργίας. Το δικονομικό σύστημα, επομένως, είναι αυτοαναφορικό και αυτοπροσδιοριζόμενο ως προς την πρόσληψη των ερεθισμάτων του, χωρίς βέβαια να είναι αυτάρκες, αφού τα ερεθίσματα είναι συμβάντα του εξωτερικού περιβάλλοντος, τα οποία κινητοποιούν το μηχανισμό της διαδικασίας. Η αυτονομία της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή συνεπάγεται την εφαρμογή των όρων της διαδικασίας (π.χ. θεσμικό πλαίσιο, χρονικοί περιορισμοί κ.ο.κ.) στη σχέση μεταξύ των εισερχομένων (inputs) και των εξερχομένων (outputs) δεδομένων. Υπό το πρίσμα της διαδικασίας, ο Luhmann υποστηρίζει ότι υφίσταται αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ νομικών και πραγματικών ζητημάτων και κανενός άλλου όρου. Το στοιχείο της αυτονομίας σταδιακά εγκαταλείπει τη σφαίρα των κανόνων (πρωτοκαθεδρία του νομοθέτη μέσω λεπτομερέστατων ρυθμίσεων που δεν αφήνουν και ιδιαίτερα περιθώρια ευελιξίας στο δικαστή στα πλαίσια της διαδικασίας) και δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη ευελιξία και ροή της διαδικασίας εξαιτίας του περίπλοκου ψυχολογικού υποβάθρου που κρύβεται πίσω από κάθε αξιόποινη συμπεριφορά.
(β) Ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως «τέρατος» ή «αδίστακτου» δεν είναι κατ΄αρχήν συνήθης σε μια δίκη, αλλά η δίκη παραμένει δίκαιη, όταν αφενός παρέχεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο Δικαστήριο με αίτημα ανάκλησης όποιας προσβλητικής φράσης από οπουδήποτε και εάν προέρχεται, αφετέρου όταν η Εισαγγελική Λειτουργός επιχειρεί να θεμελιώσει, αιτιολογημένα, χαρακτηρισμούς σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του δράστη ενός εγκλήματος, και όχι όταν δεν επιτυγχάνει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την ειδικοπροληπτική λειτουργία της αναγκαιότητας της όποιας ποινής σε περίπτωση καταγνώσεως της ενοχής του δράστη.
(γ) Η (αυτονόητη) αναφορά προς εμάς, τους δικηγόρους. Καθ΄οιονδήποτε τρόπο εκδηλούμενη, δακρύβρεχτη ή μη, απαξιωτική και προσβλητική αναφορά στο έργο του συνηγόρου ή του δικαστικού λειτουργού, εντός ή εκτός των δικαστικών αιθουσών, πολλώ δε μάλλον στο πλαίσιο διενέργειας ποινικής δίκης, δείχνει έλλειψη κουλτούρας και γνώσης της έννοιας της δίκαιης δίκης, και των δικαιωμάτων (των οικείων) του θύματος και του κατηγορουμένου. Η προστασία αυτών των δικαιωμάτων, του θεσμού του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, των δικαστικών λειτουργών και εν γένει της δίκαιης δίκης, δεν παρέχεται με εφόδους σε εκκρεμή δίκη, που αλλοιώνουν το χαρακτήρα της, αλλά με νόμιμα μέσα και έγγραφη διαδικασία. Σε μια ποινική δίκη θα υπάρχουν πάντα δύο αντιμαχόμενες πλευρές, το θύμα και ο κατηγορούμενος. Εγγυητής της ισόρροπης ποινικοδικονομικής τάξης θα είναι πάντοτε ο συνήγορος. Ψύχραιμος εγγυητής της δίκαιης απόφασης, ο δικαστικός λειτουργός.
*Ο Θέμης Σοφός είναι Διδάκτωρ Νομικής – Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος Δ.Σ.Α.
Πηγή: Newpost.gr