Από την: Εύη Τσορδιά, ασκούμενη δικηγόρο Πατρών
Τα τελευταία έτη, η ενασχόληση των Ελληνικών Δικαστηρίων με την ποινική ευθύνη των ιατρών, προερχόμενη από πράξεις τους από αμέλεια ή παραλείψεις αυτών, αποτελεί συχνό φαινόμενο. Αναντίρρητα, ο ιατρός, όπως άλλωστε και ο κάθε άνθρωπος, δεν έχει το αλάθητο και, σαφώς, δεν αποκλείεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του να υποπέσει σε σφάλματα που, όμως, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενδέχεται να «γεννήσουν» τη νομική του ευθύνη.
Πιο συγκεκριμένα, η ευθύνη του ιατρού́ από́ την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είναι πολυσχιδής και το νομικό της πλαίσιο καταλαμβάνει τρεις κλάδους του δίκαιου: αστικό, ποινικό και πειθαρχικό. Η αστική́ ευθύνη του ιατρού, εκλαμβάνει την έννοια ότι αυτός υποχρεούται να αποζημιώσει για πράξη παράνομη που έχει προκληθεί υπαιτίως, η ποινική́ ευθύνη του υφίσταται όταν από́ τη δράση, τη συμπεριφορά́ ή παράλειψή του πληρούται η ειδική́ υπόσταση κάποιου εγκλήματος, και τέλος, η πειθαρχική́, όταν υποπέσει σε πειθαρχικό́ παράπτωμα. Πυρήνα στην διαμόρφωση του νομικού́ πλαισίου της ιατρικής ευθύνης κατέχει ο ν. 3418/2006, ο οποίος εισήγαγε τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ) και ο οποίος θέτει τα δεοντολογικά όρια κατά την άσκηση του ιατρικού́ επαγγέλματος.
Σύμφωνα με τον ΚΙΔ, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να ασκεί τα καθήκοντα του lege artis, δηλαδή σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Έτσι, οφείλει να ενημερώνει τον ασθενή σχετικά με την κατάσταση της υγείας του, τις προτεινόμενες ιατρικές πράξεις στις οποίες ενδέχεται να προβεί, αλλά και τις συνέπειες αυτών και τους κινδύνους που εγκυμονούν. Καταληκτικά, ο ιατρός απαγορεύεται δια ροπάλου να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς να έχει εκ των προτέρων τη συναίνεση του ασθενή, με εξαίρεση βέβαια κατεπείγουσες περιπτώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 του ΚΙΔ η ιατρική́ πράξη ορίζεται ως «πράξη που έχει ως σκοπό́ την με οποιαδήποτε επιστημονική́ μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας ανθρώπου». Περαιτέρω, πρόκειται για ενέργεια ή παράλειψη του ιατρού́ αναφορικά́ με συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο είναι αποδέκτης των υπηρεσιών που συνδέονται με την επαγγελματική́ ιδιότητα του, και διακρίνονται σε επεμβατικές και μη επεμβατικές.
Στον κλάδο, παραδείγματος χάριν, της γυναικολογίας και της μαιευτικής, ο ιατρός καλείται να τελέσει ένα ευρύ φάσμα ιατρικών πράξεων που έχουν ως στόχο την διαφύλαξη της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας όχι ενός, αλλά δύο προσώπων, ήτοι της γυναίκας εγκύου- ασθενούς και του εμβρύου – νεογνού. Κατά́ τη διάρκεια της κύησης, η οποία είναι μια διαδικασία που διαρκεί́ στο χρόνο, θα λάβουν χώρα αρκετές ιατρικές πράξεις που συνδέονται με την παρακολούθηση της πορείας της κύησης, η οποία θα ολοκληρωθεί́ με τον τοκετό́ και ενδεχομένως με την διενέργεια καισαρικής τομής. Η τελευταία ως χειρουργική́ επέμβαση κατατάσσεται στην κατηγορία των επεμβατικών ιατρικών πράξεων, αυτών δηλαδή́ που επιδρούν άμεσα στον ανθρώπινο οργανισμό́ (σε αντιδιαστολή́ με τις μη επεμβατικές όπως λόγου χάριν η ιατρική συμβουλή́ για λήψη φαρμάκου).
Εντούτοις, οι ιατρικές πράξεις που υποχρεούται να διενεργήσει ένας ιατρός δεν είναι μόνον όσες απαιτούνται μέχρι το σημείο της οποιασδήποτε χειρουργικής επέμβασης, αλλά και όσες κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της παροχής μετεπεμβατικής ιατρικής συνδρομής, οι οποίες, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι εξίσου κρίσιμες.
Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, τέλεσης των ιατρικών πράξεων, επεμβατικών και μη, ενδέχεται να εμφιλοχωρήσουν τα ιατρικά σφάλματα. Σύμφωνα με συχνή́ διατύπωση αποφάσεων δικαστηρίων, ιατρικό́ σφάλμα υπάρχει «αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού́ καθήκοντος προνοίας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμελείας του μέσου συνετού́ ιατρού́ της ειδικότητας του ζημιώσαντος» (ΑΠ 1227/2007, ΧρΙΔ 2008, 332). Πρόκειται για εκείνη τη συμπεριφορά́ του ιατρού́ που αξιολογείται ως υπολειπομένη της επιβαλλομένης στο επάγγελμά του και στη συγκεκριμένη περίπτωση επιμέλειας, κατά́ κανόνα επειδή́ ο γιατρός παραβιάζει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Η γενική́ αυτή́ έννοια του ιατρικού́ σφάλματος περιλαμβάνει και την υπαιτιότητα του γιατρού́, δηλαδή́ πρόκειται για περίπτωση όπου δικαιολογείται και η απόδοση προσωπικής μομφής σε βάρος του. Εν ολίγοις, η έννοια του ιατρικού́ σφάλματος ταυτίζεται με την αμελή́ συμπεριφορά́ του ιατρού́.
Εν κατακλείδι, η ιατρική πράξη, αδιαμφισβήτητα, ενέχει εγγενή επικινδυνότητα, αφού δύναται να θέσει σε κίνδυνο τα σημαντικά έννομα αγαθά της προσωπικότητας, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας. Στο πεδίο, δε, της μαιευτικής – γυναικολογίας η εν λόγω επικινδυνότητα αυξάνεται ραγδαίως καθώς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα είναι δύο και όχι ένα. Για το θύμα του ιατρικού σφάλματος, η υπόθεσή του φαντάζει απλή στα μάτια του και στη λογική του, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος: μία εγκυμονούσα γυναίκα που πήγε να γεννήσει δίχως προβλήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης και κατέληξε με βαριά σωματική – αλλά και ψυχική- βλάβη. Πώς είναι δυνατόν, θα αναρωτηθεί, να μην δικαιωθώ; Κι όμως, από νομικής απόψεως τα πράγματα, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι τόσο απλά αφού η προετοιμασία μίας υποθέσεως αποκατάστασης ή αποζημίωσης ή ακόμη και ποινικής δίωξης στη βάση ενός ιατρικού σφάλματος μπορεί να αποδειχθεί σημαντικά περίπλοκη και το διακύβευμα εν προκειμένω είναι να αποδειχθεί ότι το ιατρικό σφάλμα ήταν πράγματι σφάλμα.
Το μόνο βέβαιο είναι πως η εν λόγω «δικαίωση» δεν θα επέλθει εύκολα..