Του Βαγγέλη Ζαφειριάδη*
Η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης επιβάλλει τον έλεγχο της δικαιότητας της διαδικασίας ενώπιον του ΕΔΔΑ.Ο δικαστής επωμίζεται τον ρόλο του «τρίτου» ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τον πολίτη και από τη θέση αυτή αναζητεί το δίκαιο και την αλήθεια. Μέσα από τη δύσκολη διαδικασία αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας (α.239 ΚΠΔ) και εφαρμόζοντας το νόμο θα πρέπει να φθάσει στην ορθή απόφαση. Επομένως, δίκαιη είναι η δίκη που δεν παραβιάζει ούτε στο ελάχιστο τις εγγυήσεις και παράλληλα οδηγεί σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, στο πλαίσιο μιας αμερόληπτης, νομοτυπικά άψογης, ελέγξιμης και χρονικά εύλογης διαδικασίας. Ωστόσο, παραμένει εγγενές συστατικό της η υποκειμενική στάση του δικαστή και η κοινωνική διάσταση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει κατ’ επανάληψη σε ποινικές υποθέσεις, ότι το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου για διεξαγωγή δίκαιης δίκης αποτελεί θεμελιώδη κανόνα που εξασφαλίζει την ποιότητα της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Ωστόσο, ο τρόπος άσκησής του κρίνεται ad hoc, καθώς εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εφαρμοζόμενης διαδικασίας και τις περιστάσεις, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο εκδίκασης της εξεταζόμενης υπόθεσης και επαφίεται κατ’ αρχήν, στις εκτιμήσεις και επιλογές του εθνικού νομοθέτη του εκάστοτε κράτους-μέλους. Η δικαστηριακή πρακτική μπορεί να συμβάλει στην αφομοίωση γενικών αρχών της ευρωπαϊκής έννομης τάξης μέσω μιας θεσμικής προσαρμογής (adaptation) και περαιτέρω στη διαμόρφωση ενός παγιωμένου πλαισίου μιας δίκαιης δίκης με την ενοποίηση των θεσμικών πλαισίων (unification).
Συνεπώς, προκειμένου να κριθεί εάν ο περιορισμός της δυνατότητας υπεράσπισης του κατηγορουμένου επέδρασε αρνητικά επί του δικαιώματός του στη δίκαιη δίκη, πρέπει να εξετάζεται το σύνολο της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει το ζήτημα. Αυτή, ακριβώς, είναι, εν προκειμένω, η αποστολή του ΕΔΔΑ, το οποίο ερευνά εάν η επίδικη διαδικασία κρινόμενη στο σύνολό της έχει τον δίκαιο χαρακτήρα που επιβάλλει η παράγραφος 1 του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και το άρθρο 19, παρ.2 του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την έγκριση της διακήρυξης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η δε γραμματική ερμηνεία της ΕΣΔΑ φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να αναγορεύει σε θεμελιώδη εγγύηση για την προστασία του κατηγορουμένου το δικαίωμα για διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Αυτονόητη, βεβαίως, προϋπόθεση είναι ότι οι επιλογές στις οποίες θα οδηγηθεί ο εθνικός νομοθέτης, θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις επιταγές και τον θεμελιώδη σκοπό της ΕΣΔΑ, ήτοι την παροχή στον κατηγορούμενο μίας δίκαιης δίκης, κρινόμενης στο σύνολό της.
Συνακολούθως, δεν θα πρέπει να πλήττεται η συνολική εικόνα της υπό κρίση κάθε φορά ποινικής διαδικασίας, αλλά ούτε και ο πυρήνας του προστατευόμενου δικαιώματος.
*Δικηγόρος, Απόφοιτος Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Μεταπτυχιακός φοιτητής Ποινικού Δικαίου, European University of Cyprus