Δεκτή έγινε αίτηση αναίρεσης λόγω απαράδεκτης προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης εξόφλησης του επίδικου χρέους, κατόπιν απόδειξης από τον δανειστή της ύπαρξης περισσότερων χρεών (ΑΠ 920/2023).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή, η οποία πρέπει να είναι προσήκουσα. Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 416, 422, 423 ΑΚ και 262 παρ. 1, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εάν έχει περισσότερα ομοειδή χρέη προς τον ίδιο δανειστή και το ποσό που προσφέρει σ` αυτόν δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων των χρεών, δικαιούται, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους μέχρι τον χρόνο της καταβολής η σειρά εξόφλησης των περισσοτέρων χρεών, να ορίσει ο ίδιος το χρέος που επιθυμεί να εξοφληθεί κατά την καταβολή ή αμέσως μετά την καταβολή με ρητή ή σιωπηρή δήλωση προς τον δανειστή, ο οποίος περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την προσφερόμενη παροχή, αν αποκρούσει τη δήλωση του οφειλέτη για καθορισμό του εξοφλητέου χρέους.
Περαιτέρω, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων. Αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτή. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ.
Στη συνέχεια, το δικαστήριο επεσήμανε ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416 ΑΚ και 422 ΑΚ προκύπτει, ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σε αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο αν ο δανειστής – αποδεχόμενος την καταβολή – αντιλέγει με αντένσταση ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα.
Αν αποδειχθεί η ύπαρξη του άλλου χρέους, ο οφειλέτης οφείλει, προτείνων σχετική επανένσταση, να αποδείξει ότι καταβολή έγινε προς εξόφληση του επιδίκου χρέους, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου χρέους, από τα περισσότερα χρέη, με βάση το άρθρο 422 εδ’ α ΑΚ, είτε σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδ β’ ΑΚ σειρά.
Εν προκειμένω, το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο καθ’ου η ανακοπή δεν είχε προτείνει προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου τον καταλυτικό της ένστασης καταβολής ισχυρισμό, αφού τέτοια δήλωσή του δεν περιέχεται σε αυτά. Αντίθετα, διαπίστωσε ότι η ένσταση περιλήφθηκε στις προτάσεις του. Έκρινε, συνεπώς, ότι η ένσταση προβλήθηκε απαραδέκτως, εφόσον δεν έγινε προφορική πρότασή της και συνοπτική καταχώρησή της στα πρακτικά και δεν είναι αρκετή η έκθεση του ισχυρισμού στις έγγραφες προτάσεις του καθ’ου η ανακοπή.
Επιπλέον, διαπίστωσε ότι και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως εκκαλών δεν επικαλέστηκε στον οικείο λόγο έφεσης ότι ο ως άνω ισχυρισμός του-αντένσταση περί του ότι η καταβολή δεν αφορούσε το επίδικο αλλά άλλο χρέος, που δεν είχε προταθεί παραδεκτά στην πρωτοβάθμια δίκη, προβλήθηκε παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ.
Απόσπασμα απόφασης
3. Κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 44/2004). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 416, 422, 423 ΑΚ και 262 παρ. 1, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εάν έχει περισσότερα ομοειδή χρέη προς τον ίδιο δανειστή και το ποσό που προσφέρει σ` αυτόν δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων των χρεών, δικαιούται, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους μέχρι τον χρόνο της καταβολής η σειρά εξόφλησης των περισσοτέρων χρεών, να ορίσει ο ίδιος το χρέος που επιθυμεί να εξοφληθεί κατά την καταβολή ή αμέσως μετά την καταβολή με ρητή ή σιωπηρή δήλωση προς τον δανειστή, ο οποίος περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας δανειστή ως προς την προσφερόμενη παροχή, αν αποκρούσει τη δήλωση του οφειλέτη για καθορισμό του εξοφλητέου χρέους (ΑΠ 234/2014). Ειδικότερα ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή κατ’ άρθρο 361 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1653/2011). Αυτός δε που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού αποδεικνύει αυτή. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β’ του άρθ. 422 ΑΚ (ΑΠ 531/2015, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 250/2002). Η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ εφαρμόζεται αναλογικά όχι μόνο όταν τα περισσότερα χρέη πηγάζουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις, αλλά και όταν πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση, όπως όταν πρόκειται για μία οφειλή που συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δόσεις (ΑΠ 531/2015). Ειδικότερα, από τον συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 416 ΑΚ αυτής και εκείνης του άρθρου 422 ΑΚ προκύπτει, ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο δε αν ο δανειστής – αποδεχόμενος την καταβολή – αντιλέγει με αντένσταση ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν` αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα (ΑΠ 1965/2014). Αν αποδειχθεί η ύπαρξη του άλλου χρέους, ο οφειλέτης οφείλει, προτείνων σχετική επανένσταση, να αποδείξει ότι καταβολή έγινε προς εξόφληση του επιδίκου χρέους, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου χρέους, από τα περισσότερα χρέη, με βάση το άρθρο 422 εδ’ α ΑΚ (ΑΠ 1965/2014, ΑΠ 1746/2013, ΑΠ 1653/2011, ΑΠ 892/2011 ), είτε σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδ β’ ΑΚ σειρά (ΑΠ 954/2011, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1988/2006). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 39 του Ν.5325/1932 “Ο πληρωτής πληρώνων την συναλλαγματικήν δύναται ν’ απαιτήση όπως τω παραδοθή αύτη εξωφλημένη υπό του κομιστού. Ο κομιστής δεν δικαιούται ν’ αρνηθή μερικήν πληρωμήν. Επί μερικής πληρωμής ο πληρωτής δύναται ν’ απαιτήση, όπως γίνη μνεία περί της πληρωμής ταύτης επί της συναλλαγματικής και όπως τω δοθή περί αυτής εξόφλησις”. Περαιτέρω, κατά το όρθρο 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ “Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις τελευταίες δεν ορίζεται διαφορετικά α) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο β) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά …….”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 632 παρ.1,2, 649 και 650 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το νόμο 4335/2015, συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι η ένσταση ολικής ή μερικής εξόφλησης, ερειδόμενη επί του άρθρου 416 του ΑΚ (ΑΠ 447/2020), προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή, έστω και συνοπτική, έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός εάν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που ως γενόμενο κατά τη συζήτηση, σημειώνεται στα πρακτικά, διαφορετικά είναι απαράδεκτοι. Από δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ` ΚΠολΔ συνάγεται ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά, πρέπει να προκύπτει ευθέως, από το περί των δηλώσεων και προτάσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της δήλωσης ή πρότασης των ισχυρισμών είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των κατατιθέμενων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 235/2019). Επομένως, κατά την παραπάνω ειδική διαδικασία, όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (ΚΠολΔ 262 παρ.1), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 1148/2020, ΑΠ 235/2019, ΑΠ 376/2018). Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015), σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 269 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 2 με το άρθρο 27 του ν. 3994/2011 και πριν την αντικατάστασή της με το ν. 4335/2015), είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη των ισχυρισμών αυτών, εφόσον αυτοί δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως κατά τρόπο παραδεκτό ως άνω, εκτός εάν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής τους, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς (ΑΠ 235/2019, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 388/2013). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 1/1999, AΠ 270/2015) και με αυτόν ελέγχεται και η απόρριψη από το Δικαστήριο ισχυρισμού ότι προβλήθηκε απαράδεκτα (ΑΠ 447/2020, ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1387/2011, ΑΠ 1146/2011).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.