Α. Εισαγωγή. Οι δημοκρατικές Κυβερνήσεις, δηλαδή οι Κυβερνήσεις Κράτους Δικαίου οφείλουν να σέβονται και να εφαρμόζουν τους κανόνες Δικαίου, καθώς και τις αποφάσεις των Δικαστηρίων.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές έχουν θεσμοθετηθεί και λειτουργούν, εδώ και δεκαετίες, κατ’ εφαρμογή του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλα τα Κράτη – Μέλη. Ο βασικός πυλώνας της ομαλής και αποτελεσματικής λειτουργίας των Ανεξαρτήτων Αρχών Ελέγχου είναι η ανεξαρτησία τους. Η εγγύηση της ανεξαρτησίας των Ανεξαρτήτων Αρχών αποσκοπεί στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της αξιοπιστίας τους, ως προς τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων και της προστασίας των δικαιωμάτων, τα οποία κάθε μία Ανεξάρτητη Αρχή έχει ταχθεί να προστατεύει, ανάλογα με το αντίστοιχο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. Επομένως, οι Ανεξάρτητες Αρχές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πρέπει να ενεργούν αντικειμενικά και αμερόληπτα και κατά συνέπεια δεν πρέπει να υπόκεινται σε καμμία εξωτερική επιρροή.
Β. Το Ενωσιακό κεκτημένο διασφαλίζει την Ανεξαρτησία των Ανεξαρτήτων Αρχών.
Το ενδιαφέρον για την προστασία των Ανεξαρτήτων Αρχών πηγάζει και διατυπώνεται σαφώς τόσο στο Ενωσιακό Δίκαιο (πρωτογενές και δευτερογενές) όσο και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σημασία της ύπαρξης της ανεξαρτησίας για την αποτελεσματική λειτουργία των Αρχών Ελέγχου, καθώς και η ανάλυση της έννοιας της ανεξαρτησίας γίνεται με τρόπο σαφή και με παραπομπές στο πρωτογενές δίκαιο και στις Οδηγίες, στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Μαρτίου 2010, C-518/07 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γερμανίας και της 16ης Οκτωβρίου 2012, C-614/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Αυστρίας. Στις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ανεξαρτησία, την οποία πρέπει να απολαμβάνουν οι Αρχές Ελέγχου πρέπει να αποκλείει όχι μόνο κάθε εξωτερική επιρροή εκ μέρους των ελεγχομένων φορέων, αλλά και κάθε άλλη εντολή ή επιρροή άμεση ή έμμεση, εκ μέρους πολιτικών παραγόντων.
Γ. Ο σεβασμός της ολοκλήρωσης της προκαθορισμένης θητείας των Ανεξαρτήτων Αρχών είναι η σημαντικότερη εγγύηση της ανεξαρτησίας τους.
Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το Ενωσιακό κεκτημένο, τίθενται τα νομικά πλαίσια για την προστασία της ανεξαρτησίας των Ανεξαρτήτων Αρχών Ελέγχου, εν τούτοις υπήρξαν περιπτώσεις παραβίασης της ανεξαρτησίας τους, εκ μέρους ορισμένων εκ των Κρατών – μελών, η οποία (παραβίαση) εκδηλώθηκε με την πρόωρη λήξη της θητείας των Αρχών Ελέγχου. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλήφθηκε των περιπτώσεων αυτών και έκρινε ότι τα Κράτη – μέλη «οφείλουν να μεριμνούν ώστε να μη θίγουν την Ανεξαρτησία της Αρχής Ελέγχου, την οποία κατοχυρώνει η Οδηγία και η οποία συνεπάγεται την υποχρέωση σεβασμού της διάρκειας της θητείας αυτής», και ότι «η αλλαγή θεσμικού πλαισίου, δεν μπορεί αφεαυτής να δικαιολογήσει αντικειμενικώς τον τερματισμό της θητείας του προσώπου που κατείχε το αξίωμα του Επιτρόπου, χωρίς τη λήψη μεταβατικών μέτρων, τα οποία θα επέτρεπαν την διασφάλιση του σεβασμού της διάρκειας της θητείας του». Καθώς και ότι «αν επιτρεπόταν σε κάθε κράτος μέλος να θέσει τέρμα στη θητεία αρχής ελέγχου πριν από την αρχικώς προβλεπόμενη λήξη της, κατά παράβαση των κανόνων και των εγγυήσεων που έχουν προβλεφθεί προς αυτόν τον σκοπό από την εφαρμοστέα νομοθεσία, η απειλή τέτοιας πρόωρης παύσης, η οποία θα επλανάτο επί της Αρχής αυτής καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μιας μορφής υπακοή της στην πολιτική εξουσία, ασυμβίβαστη με την ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας ακόμα και όταν ο πρόωρος τερματισμός της θητείας αποτελεί συνέπεια της αλλαγής θεσμικού πλαισίου, το οποίο πρέπει να δρομολογηθεί κατά τρόπο ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας που θέτει η εφαρμοστέα νομοθεσία.
Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας θα πρέπει, συνεπώς, να ερμηνευθεί κατ’ ανάγκην ως περιλαμβάνουσα την υποχρέωση σεβασμού της θητείας των Αρχών Ελέγχου μέχρι τη λήξη της και του μη πρόωρου τερματισμού της παρά μόνον κατόπιν των κανόνων και των εγγυήσεων της εφαρμοστέας νομοθεσίας, δηλαδή με εξαίρεση μόνο σπουδαίο και αντικειμενικά εξακριβώσιμο λόγο.
Αυτά έκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 10ης Δεκεμβρίου 2013 – C-288/12, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας παράγραφος 54 έως 62, και αποφάνθηκε ότι «η Ουγγαρία, θέτοντας πρόωρα τέρμα στη θητεία της Αρχής Ελέγχου της Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, παρέβη τις υποχρεώσεις της που έχει από την σχετική Οδηγία». Άξια λόγου και η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα την οποία αποδέχθηκε το Δικαστήριο και η οποία αναφέρει (παράγρ.71,72) ότι «η ανεξαρτησία της Αρχής Ελέγχου απαιτεί κατ’ ανάγκη την ύπαρξη προκαθορισμένης θητείας και την απαγόρευση τερματισμού της θητείας αυτής πριν από την προβλεπόμενη λήξη της, εκτός εάν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, αναγόμενοι στη συμπεριφορά ή την ικανότητα του διορισθέντος προσώπου να ασκεί τα καθήκοντά του, οι οποίοι πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων από το νόμο και να είναι αντικειμενικώς εξακριβώσιμοι». Και ότι «ο άρρηκτος σύνδεσμος μεταξύ αυτής της απαγόρευσης τερματισμού της θητείας πριν από τη λήξη και της απαίτησης περί πλήρους ανεξαρτησίας είναι αδιαμφισβήτητος».
Παρόμοια περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας των μελών Ανεξάρτητης Αρχής Ελέγχου υπήρξε στην Ισπανία, μερικά χρόνια αργότερα από την προηγούμενη περίπτωση της Ουγγαρίας. Οι δύο απολυθέντες Πρόεδρος και μέλος, από την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή των Τηλεπικοινωνιών της Ισπανίας, προσέφυγαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ισπανίας, ζητώντας την ακύρωση της πρόωρης λήξης της θητείας τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας έστειλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το οποίο ρωτούσε εάν το σκεπτικό που αναπτύσσεται στην απόφαση του Δικαστηρίου που προαναφέραμε (κατά Ουγγαρίας) έχει εφαρμογή και στην παρούσα περίπτωση της πρόωρης λήξης της θητείας των μελών της Αρχής Ελέγχου των Τηλεπικοινωνιών της Ισπανίας. Και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόφασή του της 19ης Οκτωβρίου 2016, C-424/15 αποφάνθηκε ότι η σχετική Οδηγία, κατά το άρθρο αυτής που αναφέρεται στην ανεξαρτησία των Εθνικών Ρυθμιστικών Αρχών είναι αντίθετη με την πρόωρη λήξη της θητείας του Προέδρου και ενός μέλους της προαναφερθείσαν Ανεξάρτητης Αρχής.
Τελειώνοντας, νομίζω ότι θα πρέπει να αναφερθώ σε πρόσφατες ενέργειες της Ελληνικής Κυβέρνησης, οι οποίες, κατά την άποψή μου, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα παράβασης του Ενωσιακού Δικαίου. Συγκεκριμένα, η πρόσφατα εκλεγείσα, τον Ιούλιο 2019, Ελληνική Κυβέρνηση, ένα μήνα μετά την εκλογή της ,τερμάτισε, κατά τρόπο πρόωρο και αιφνιδιαστικό, την θητεία των εν ενεργεία μελών (Προέδρου και Αντιπροέδρου) της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού,( είχα την τιμή να κατέχω τη θέση του Προέδρου ), μετά από την ψήφιση, μέσα στις θερινές διακοπές του Αυγούστου, κατά πλειοψηφία, από το κυβερνών Κόμμα και με μειοψηφία σχεδόν όλων των Κομμάτων της Αντιπολίτευσης, διάταξης νόμου, που προέβλεπε ότι ένα νεοθεσπιζόμενο με τη διάταξη αυτή ασυμβίβαστο ,(δηλαδή ως προς τα πρόσωπα , που έχουν υπηρετήσει , ως σύμβουλοι, σε γραφεία Υπουργών , σε βάθος χρόνου 5 ετών , πριν από το διορισμό τους ) εφαρμόζεται και στα ενεργεία πρόσωπα της Διοίκησης της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα οποία εκπίπτουν αμέσως από τη θέση τους αγνοώντας δηλαδή το προαναφερθέν νομικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού κεκτημένου και με βάση το οποίο, αναφορικά με την Ανεξαρτησία των Ανεξαρτήτων Αρχών και την υποχρέωση σεβασμού της ολοκλήρωσης της θητείας τους, θεωρώ ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει καταφανής παράβαση του Ενωσιακού Δικαίου και της νομολογίας του Δικαστηρίου, με δεδομένο, μάλιστα ότι έχει τεθεί σε ισχύ και η πρόσφατη Οδηγία 2019/1, ΕCN+, η οποία ρητά ορίζει, στο αρθρ.4 και στο προοίμιο αρθρ,17 ότι η εθνική νομοθεσία θα πρέπει εκ των προτέρων να ορίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες και διαδικασίες, για την επιλογή, την πρόσληψη ή τον διορισμό των προσώπων των εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού και ομοίως η εθνική νομοθεσία θα πρέπει εκ των προτέρων να ορίζει τους λόγους παύσης αυτών.
Η προθεσμία για τη μεταφορά της Οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία δεν έχει λήξει ακόμη, είναι όμως γνωστό, ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «τα Κράτη – μέλη και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιάς Οδηγίας στο Εθνικό δίκαιο, πρέπει να απέχουν από τη θέσπιση μέτρων, τα οποία θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την υλοποίηση των σκοπών που αυτή επιδιώκει».
Στην περίπτωση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, καταλύεται η ανεξαρτησία της Ανεξάρτητης Αρχής, διότι τερματίζεται πρόωρα η θητεία των μελών της, με την ψήφιση μιας διάταξης νόμου εκ των υστέρων, δηλαδή μετά τον διορισμό των εν ενεργεία προσώπων και δίδοντας αναδρομική ισχύ στη διάταξη αυτή, η οποία δεν ίσχυε κατά τον χρόνο του διορισμού τους.
Και θα πρέπει τέλος , να υπογραμμιστεί ότι το ασυμβίβαστο αυτό και η άμεση εφαρμογή του και στα εν ενεργεία μέλη , θεσμοθετήθηκε και ισχύει αποκλειστικά και μόνο για τα μέλη της Εθνικής Αρχής Ανταγωνισμού και για καμία άλλη, από το σύνολο των 22 Ανεξαρτήτων Αρχών Ελέγχου, οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα. Πρόκειται δηλαδή για μία καθαρά φωτογραφική διάταξη.
*Ομιλία της πρώην προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού κ. Βασιλικής Θάνου στο πλαίσιο της συζήτησης με θέμα «Κράτος δικαίου και Ανεξάρτητες Αρχές» που διοργάνωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Αρβανίτης.