Του Αλέξανδρου Μαντζούτσου
Α. Οι επίμαχες εξαγγελίες του υπό επεξεργασία «νομοσχεδίου για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής» στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία σχέση με την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Όπως αναφέρεται στο επίσημο Ενημερωτικό Σημείωμα του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, «το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό ενώ το 4% πληρώνει το 50% των φόρων στη συγκεκριμένη κατηγορία φορολογούμενων». Από αυτό και μόνο προκύπτει ξεκάθαρα ότι στόχος τους είναι να μετακυλήσουν το φορολογικό βάρος από το 4% των πολύ υψηλών εισοδημάτων στο 71% των χαμηλών εισοδημάτων. Προς το σκοπό αυτό:
1) Οι χαμηλοεισοδηματίες βαφτίζονται συλλήβδην ως φοροφυγάδες, ενώ είναι αντικειμενικά ευχερώς αντιληπτό ότι, στο βαθμό που υπάρχει φοροδιαφυγή, τα υψηλότερα εισοδήματα μπορούν αναλόγως να φοροδιαφεύγουν για πολύ υψηλότερα ποσά.
2) Τιμωρούνται οι πραγματικά χαμηλοεισοδηματίες, δηλαδή οι ελεύθεροι επαγγελματίες που στην πλειοψηφία τους, δεδομένης της μνημονιακής προϊστορίας και των σημερινών οικονομικών συνθήκων, ακόμα και μετά πολλά χρόνια στο επάγγελμα δεν κερδίζουν όσα κάποιοι θέλουν να φαντάζονται ότι κερδίζουν.
Β. Η στοχοποίηση δεν αφορά ειδικά τους δικηγόρους, αλλά το σύνολο των 473.000 χαμηλοεισοδηματιών που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα. Όπως ρητά αναφέρεται στο ως άνω Ενημερωτικό Σημείωμα, «σε σύνολο 735.320 ελεύθερων επαγγελματιών, … οι 473.000 θα πληρώσουν μεγαλύτερο φόρο, κατά μέσο όρο 1.444 ευρώ ο καθένας». Ο κυνισμός του εμπνευστή του συγκεκριμένου εγγράφου είναι αληθινά σοκαριστικός!
Γ. Ενόψει των ανωτέρω, οι πρώτες σκέψεις μου είναι οι εξής:
1) Αν και προφανώς δεν είναι στο χέρι μας, πρέπει να επιδιωχθεί ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΕΩΝ με τους εκπροσώπους όλων των άλλων επαγγελματικών φορέων. Πρωτίστως οι φορείς με «φιλοκυβερνητικές» ηγεσίες πρέπει να τεθούν προ των ευθυνών τους και να αισθανθούν ότι αν εγκαταλείψουν τα μέλη τους στην πιο δύσκολη στιγμή των τελευταίων ετών, στις επόμενες αρχαιρεσίες θα πάνε σπίτι τους.
2) Η Κυβέρνηση πρέπει να αισθανθεί πραγματική ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ, που σημαίνει ότι αν επιμείνει σε αυτό το πράγμα, χάνει οριστικά τη στήριξη των χαμηλοεισοδηματιών, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελματιών.
Δ. Για να το πετύχουμε αυτό:
1) Πρέπει να καταστεί σαφές από όλους ότι δεν πρόκειται για νομοσχέδιο ενός «κακού» υπουργού, που θα μετακινηθεί σε άλλο υπουργείο λίγους μήνες αφότου κάνει τη «δουλειά» και όλα θα είναι καλά (όπως στην περίπτωση της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών), αλλά ότι ο επαγγελματικός κόσμος της χώρας αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ως κεντρική πολιτική επιλογή.
2) Δεν πρέπει να γίνεται εμφατικά σύγκριση με το «νόμο Κατρούγκαλου», πρωτίστως γιατί η λογική του «όλοι ίδιοι είναι» δεν προκαλεί καμία ανησυχία, αλλά αντιθέτως βολεύει όποιον βρίσκεται στην εξουσία τη δεδομένη στιγμή.
3) Πρέπει να υπάρξει μαζική έκφραση διαμαρτυριών, πρωτίστως στους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και πρωτίστως από ελεύθερους επαγγελματίες – ψηφοφόρους τους, ότι σε περίπτωση που ψηφίσουν ένα τέτοιο νομοσχέδιο, δεν θα τους ξαναψηφίσουν! Αν οι ίδιοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης αρχίσουν να πιέζουν την Κυβέρνηση να πάρει πίσω το νομοσχέδιο, αυτό μπορεί να ωφελήσει πολύ περισσότερο από τις όποιες αντιδράσεις της πολυδιασπασμένης αντιπολίτευσης.
4) Το πιο δύσκολο επίπεδο είναι αυτό της πολιτικής επικοινωνίας. Πρέπει να αντιμετωπιστεί η επικοινωνιακή καταιγίδα στα ΜΜΜ περί δήθεν «καταπολέμησης της φοροδιαφυγής» και «επιστροφής των χρημάτων στην κοινωνία»! Ακόμα κι αν δεν έχουμε τα μέσα να αντιμετωπίσουμε τα καθοδηγούμενα «ρεπορτάζ», πρέπει να παρεμβαίνουμε όπου μπορούμε, να δημοσιεύουμε τις απόψεις μας, έστω στο διαδίκτυο, ώστε να πετύχουμε να γίνει αντιληπτό τι πραγματικά συμβαίνει. Εφόσον κάνουν το ίδιο και οι άλλοι εκπρόσωποι των επαγγελματικών φορέων, οι 473.000 ελεύθεροι επαγγελματίες (που σύμφωνα με το υπουργείο θα πληρώνουν μεγαλύτερο φόρο), μπορούν -αφού πρώτα αντιληφθούν οι ίδιοι τι συμβαίνει- μέσα από τις καθημερινές αντιδράσεις τους στον επαγγελματικό και κοινωνικό περίγυρο του καθενός, να αφυπνίσουν, να ξεσηκώσουν και να κερδίσουν με το μέρος μας το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Να δοθεί τέλος στους κοινωνικούς αυτοματισμούς και να γίνει αντιληπτό από όλους ότι αν εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα -που ούτε «φιλελεύθερα» είναι ούτε «μεταρρυθμιστικά» ούτε υπήρχαν στο προεκλογικό πρόγραμμα της Κυβέρνησης- στο τέλος με τα «pass» δεν θα επιβιώσει κανείς.
Ε. Σχετικά με τυχόν ΑΠΟΧΕΣ:
1) Οι συμβολικές, κλπ, αποχές είναι αλυσιτελείς και απλώς προκαλούν ταλαιπωρία στους συναδέλφους που τη συγκεκριμένη ημέρα τυγχάνει να έχουν ένα δικαστήριο.
2) Οι γενικές αποχές διαρκείας προκαλούν δυσανάλογη βλάβη στο ίδιο το δικηγορικό σώμα σε σχέση με τις πιθανότητες επίτευξης του προσδοκώμενου οφέλους.
3) Αντιθέτως, πρέπει να εξετάσουμε στοχευμένες αποχές, όπως είναι για παράδειγμα οι αποχές από δίκες συμφερόντων του Δημοσίου. Αυτές, ακόμα και οι δημοσιολόγοι μπορούμε να τις αντέξουμε (έστω με σημαντικό κόστος) για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού αφορούν μέρος μόνο των υποθέσεών μας, ενώ τη μεγαλύτερη βλάβη υφίσταται το ελληνικό Δημόσιο, οπότε επιτυγχάνεται η άσκηση πραγματικής πίεσης.
Κλείνοντας, σε ένα 25μελές ΔΣ όλων των αντιλήψεων και αποχρώσεων, είναι εύλογο πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, συχνά να διαφωνούμε στις λεπτομέρειες. Αλλά επειδή γνωρίζουμε ποιος κρύβεται εκεί, δεν μπορούμε να τις επικαλούμαστε ως πρόφαση για να διαφοροποιούμαστε από τις συλλογικές αποφάσεις. Σε αυτές τις δραματικές στιγμές δεν υπάρχουν περιθώρια αποφυγής του ηθικού βάρους που αναλογεί στον καθένα από εμάς. Σε καιρό πολέμου προέχει η ΕΝΟΤΗΤΑ.
Γι’ αυτό, σε ό,τι με αφορά, δηλώνω εκ των προτέρων ότι αύριο θα υπερψηφίσω κάθε πρόταση για δράσεις – κινητοποιήσεις που θα εξασφαλίσει πλειοψηφία, ακόμα κι αν δεν ταυτίζομαι πλήρως με αυτή.
Η αυριανή μέρα πρέπει να μας βρει όλους ενωμένους, χωρίς αστερίσκους, χωρίς «ναι μεν αλλά». Ο καθένας ας αναμετρηθεί με το ανάστημά του!
Συγχωρήστε μου το μακροσκελές κείμενο, δεν το συνηθίζω, όμως αν αυτά τα πράγματα εφαρμοστούν όπως εξαγγέλθηκαν, τουλάχιστον οι μισοί από εμάς σε ένα χρόνο από σήμερα δεν θα είμαστε στο επάγγελμα.
*ανάρτηση στο FB